Είναι δύσκολο να περιγράψει κανείς τη ζωή στους δρόμους, όταν δεν την έχει βιώσει ποτέ.
Είναι σχεδόν αδύνατο να διανοηθεί πως μπορεί κάποιος να κοιμάται στο τσιμέντο,
Είναι σχεδόν αδύνατο να διανοηθεί πως μπορεί κάποιος να κοιμάται στο τσιμέντο,
δίπλα σε κάδους σκουπιδιών όταν απολαμβάνει την άνεση του καναπέ του. Πόσο μάλιστα όταν όλη αυτή η εικόνα αφορά μικρά παιδιά. Πέντε ανήλικα παιδάκια εκ των οποίων το ένα μόλις ενάμιση μηνών βρέφος «ζουν» κάτω απ’ αυτές τις συνθήκες στο κέντρο του Πύργου. Ζουν ανάμεσά μας…
Ο Τάκης, η Χρυσούλα και ο Γιώργος είναι μόλις οκτώ, εφτά και πέντε χρονών αντίστοιχα. Κανονικά θα έπρεπε να ζουν σε ένα σπίτι, να πηγαίνουν σχολείο, να είναι καθαρά, πλυμένα, να εξετάζονται από παιδίατρο και να απολαμβάνουν την ανεμελιά της παιδικής τους ηλικίας.
Η μοίρα όμως έγραψε το ριζικό τους-μέχρι στιγμής-με μελανά γράμματα… Μαζί με τις δύο αδερφούλες τους, η μία ενάμιση έτους και η άλλη μόλις 45 ημερών προσπαθούν με την μητέρα τους να επιβιώσουν στο σκληρό και αφιλόξενο περιβάλλον του δρόμου.
Μην έχοντας σπίτι και πουθενά να ζητήσουν ή να εισπράξουν βοήθεια βρήκαν στέγη στην πυλωτή νεόκτιστης πολυκατοικίας σε κεντρική συνοικία του Πύργου. Εκεί, μέσα στη βρωμιά, τα σκουπίδια που βρίσκονται ολόγυρα, την αφόρητη ζέστη και την υγρασία αλλά και το κρύο που πέφτει το βράδυ προσπαθούν να επιβιώσουν μέρα με τη μέρα.
Η «Πρώτη» συνάντησε την οικογένεια τυχαία, όπως τυχαία μάλλον βλέπουν τα μέλη της καθημερινά δεκάδες μάτια. Η μητέρα, Γιαννούλα Σταθοπούλου, κρατούσε στην αγκαλιά της το μωρό και το τάιζε γάλα με το μπιμπερό. «Δεν έχουμε που να μείνουμε» μας απαντά στην ερώτησή μας. «Είμαι μόνη μου με τα παιδιά, ο άντρας μου μας παράτησε και ζούμε από ‘ δω και από κει. Ζούμε όπου βρούμε μέχρι να μας διώξουνε και μετά ψάχνουμε άλλο μέρος».
Λεφτά, σπίτι, φαγητό δεν έχει για τα παιδιά της. Ζει από την επαιτεία που κάνει η ίδια και τα πιτσιρίκια, και από την ελεημοσύνη κάποιων ανθρώπων που θα δώσουν λίγο φαγητό, ρούχα και παιχνίδια για τα παιδιά.
«Βγαίνω στους δρόμους το πρωί και ζητιανεύω για να μπορέσω να πάρω λίγο γάλα για το μωρό και να τους δώσω κάτι να φάνε. Τα παιδιά δεν μπορούν να ζήσουν έτσι. Δεν έχω κανέναν να ζητήσω βοήθεια και όπου πήγα δεν μπορούν να με βοηθήσουν. Μου είπανε να τα βάλω σε ίδρυμα, τουλάχιστον τα τρία μεγαλύτερα. Είναι όμως μεγάλα, καταλαβαίνουν και δεν θέλουν να φύγουν».
Συνθήκες υγιεινής; Όχι απλά ανύπαρκτες αλλά επικίνδυνες σε μεγάλο βαθμό. Τα παιχνίδια των παιδιών είναι διάσπαρτα ανάμεσα στα σκουπίδια, εκεί που ψάχνουν και τα ίδια τρόφιμα, και ότι άλλο μπορεί να τους φανεί χρήσιμο. Η κουβέρτα στην οποία κοιμούνται βρώμικη. Το μπιμπερό που πίνει γάλα το βρέφος ίσως και να μην έχει πλυθεί ποτέ από τη γέννησή του…
Όλη αυτή η εικόνα, γεννά μια απορία: τι μέλλον μπορεί να έχουν αυτά τα παιδιά; Πέντε αθώες ψυχές, που αναγκαστικά βιώνουν το ρατσισμό, την άρνηση, την αδυναμία ίσως και την αδιαφορία μιας κοινωνίας να τους προσφέρει βοήθεια για να μην καταλήξουν εκεί που με μαθηματική ακρίβεια προορίζονται…
Ο Τάκης, η Χρυσούλα και ο Γιώργος είναι μόλις οκτώ, εφτά και πέντε χρονών αντίστοιχα. Κανονικά θα έπρεπε να ζουν σε ένα σπίτι, να πηγαίνουν σχολείο, να είναι καθαρά, πλυμένα, να εξετάζονται από παιδίατρο και να απολαμβάνουν την ανεμελιά της παιδικής τους ηλικίας.
Η μοίρα όμως έγραψε το ριζικό τους-μέχρι στιγμής-με μελανά γράμματα… Μαζί με τις δύο αδερφούλες τους, η μία ενάμιση έτους και η άλλη μόλις 45 ημερών προσπαθούν με την μητέρα τους να επιβιώσουν στο σκληρό και αφιλόξενο περιβάλλον του δρόμου.
Μην έχοντας σπίτι και πουθενά να ζητήσουν ή να εισπράξουν βοήθεια βρήκαν στέγη στην πυλωτή νεόκτιστης πολυκατοικίας σε κεντρική συνοικία του Πύργου. Εκεί, μέσα στη βρωμιά, τα σκουπίδια που βρίσκονται ολόγυρα, την αφόρητη ζέστη και την υγρασία αλλά και το κρύο που πέφτει το βράδυ προσπαθούν να επιβιώσουν μέρα με τη μέρα.
Η «Πρώτη» συνάντησε την οικογένεια τυχαία, όπως τυχαία μάλλον βλέπουν τα μέλη της καθημερινά δεκάδες μάτια. Η μητέρα, Γιαννούλα Σταθοπούλου, κρατούσε στην αγκαλιά της το μωρό και το τάιζε γάλα με το μπιμπερό. «Δεν έχουμε που να μείνουμε» μας απαντά στην ερώτησή μας. «Είμαι μόνη μου με τα παιδιά, ο άντρας μου μας παράτησε και ζούμε από ‘ δω και από κει. Ζούμε όπου βρούμε μέχρι να μας διώξουνε και μετά ψάχνουμε άλλο μέρος».
Λεφτά, σπίτι, φαγητό δεν έχει για τα παιδιά της. Ζει από την επαιτεία που κάνει η ίδια και τα πιτσιρίκια, και από την ελεημοσύνη κάποιων ανθρώπων που θα δώσουν λίγο φαγητό, ρούχα και παιχνίδια για τα παιδιά.
«Βγαίνω στους δρόμους το πρωί και ζητιανεύω για να μπορέσω να πάρω λίγο γάλα για το μωρό και να τους δώσω κάτι να φάνε. Τα παιδιά δεν μπορούν να ζήσουν έτσι. Δεν έχω κανέναν να ζητήσω βοήθεια και όπου πήγα δεν μπορούν να με βοηθήσουν. Μου είπανε να τα βάλω σε ίδρυμα, τουλάχιστον τα τρία μεγαλύτερα. Είναι όμως μεγάλα, καταλαβαίνουν και δεν θέλουν να φύγουν».
Συνθήκες υγιεινής; Όχι απλά ανύπαρκτες αλλά επικίνδυνες σε μεγάλο βαθμό. Τα παιχνίδια των παιδιών είναι διάσπαρτα ανάμεσα στα σκουπίδια, εκεί που ψάχνουν και τα ίδια τρόφιμα, και ότι άλλο μπορεί να τους φανεί χρήσιμο. Η κουβέρτα στην οποία κοιμούνται βρώμικη. Το μπιμπερό που πίνει γάλα το βρέφος ίσως και να μην έχει πλυθεί ποτέ από τη γέννησή του…
Όλη αυτή η εικόνα, γεννά μια απορία: τι μέλλον μπορεί να έχουν αυτά τα παιδιά; Πέντε αθώες ψυχές, που αναγκαστικά βιώνουν το ρατσισμό, την άρνηση, την αδυναμία ίσως και την αδιαφορία μιας κοινωνίας να τους προσφέρει βοήθεια για να μην καταλήξουν εκεί που με μαθηματική ακρίβεια προορίζονται…
Της Βίκυς Γκουγκουστάμου
Αναδημοσίευση από την εφημερίδα «Πρώτη της Ηλείας»
Αναδημοσίευση από την εφημερίδα «Πρώτη της Ηλείας»
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου