Λαγάνα, Κούλουμα και Χαρταετοί
Η Καθαρά Δευτέρα είναι το τέλος των Απόκρεω και η πρώτη μέρα της Σαρακοστής. Η λέξη Καθαρή εκκλησιαστικά σημαίνει το ξεκίνημα της κάθαρσης των Χριστιανών που αρχίζει με νηστεία. Από την Καθαρά Δευτέρα ξεκινάει η νηστεία της Μεγάλης Τεσσαρακοστής. Απαραίτητα στοιχεία της αποκριάς θεωρούνται τα κούλουμα και ο χαρταετός.
Ο εορτασμός του καρναβαλιού κλείνει με τα κούλουμα και το πέταγμα του χαρταετού. Με τον όρο κούλουμα, εννοούμε τη μαζική έξοδο του κόσμου στην ύπαιθρο και τον εορτασμό της Καθαράς Δευτέρας έξω στην φύση.
Τα κούλουμα είναι γνωστά και σαν κούλουμπα, κούμουλες, κουμουλάθες ή κούμουλα. Είναι ένα παραδοσιακό λαϊκό πανηγύρι Σύμφωνα με τον πατέρα της ελληνικής λαογραφίας Νικόλαο Πολίτη η προέλευση της λέξης είναι λατινική, από το cumulus που εκτός από την σημασία του σωρού, σημαίνει και την αφθονία, το περίσσευμα, το πέρας, αλλά και τον επίλογο.
Η
γιορτή της Καθαράς Δευτέρας θεωρείται ο επίλογος των βακχικών εορτών
της αποκριάς, οι οποίες ουσιαστικά αρχίζουν την Τσικνοπέμπτη και
τελειώνουν την Καθαρά Δευτέρα.
Σε ορισμένες περιοχές της Ελλάδος την Καθαρά Δευτέρα καθαρίζουν
ό,τι απόμεινε από τα μη νηστίσιμα φαγητά της αποκριάς, διότι και
τέτοιου είδους λιχουδιές γεύονται μερικοί, αντί για λαγάνες, χαλβά,
ελιές και πίκλες που προτιμούν οι πιο πολλοί, σαν αποτοξίνωση από τα
πλούσια φαγοπότια της αποκριάς.
Σε άλλα μέρη της Ελλάδας, όπως
π.χ. στην Ήπειρο, οι νοικοκυρές καθαρίζουν τις κατσαρόλες και όλα τα
χάλκινα σκεύη από τα λίπη της αποκριάς με ζεστό σταχτόνερο μέχρι ν'
αστράψουν και βάφουν άσπρα τα πεζοδρόμια. Αντίθετα άλλοι βάφουν μαύρα τα πρόσωπά τους με καπνιά ή μπογιά παπουτσιών, καθώς χορεύουν και μεθούν όλη την ημέρα σε υπαίθριες συγκεντρώσεις.
Απαραίτητο
συμπλήρωμα της Καθαράς Δευτέρας αποτελεί το πέταγμα του χαρταετού, του
αστεριού στα ψηλώματα. Τους χαρταετούς τους κατασκεύαζαν παλιά μόνοι
τους με καλάμια και χαρτί. Ήθελαν μαστοριά στο ζύγισμα. Αν δεν τα
κατάφερνες να τα ζυγιάσεις χαρταετό ψηλά δεν έβλεπες. Με το χαρταετό πέταγαν μακριά κάθε έγνοια του χειμώνα, με τον ερχομό της άνοιξης.
Καθαρά Δευτέρα στην Ηλεία (έθιμα)
Η Καθαρά Δευτέρα γιορτάζεται στην εξοχή με νηστίσιμα, που δεν κόβουν λίξα και κρασί, γι' αυτό και γυρίζουν μεθυσμένοι (όπως λέγαν στο Χάβαρι). Τα κοινά έθιμα είναι το άζυμο ψωμί δηλαδή η λαγάνα και τα λογιών νηστίσιμα φαγώσιμα (μαρουλάκια, κρεμύδια και σκόρδα, ταραμάς, ελιές, φασολάδες λευκές, βοβριά κ.α.). Στον τόπο μας τα βρασμένα κουκιά ήταν σήμα κατατεθέν της ημέρας. Οι νοικοκυρές ζύμωναν ψωμί λιζό, την μπουγάτσα. Πάμε να χαλάσουμε τα Κούλουμα, λέγαν οι Καρδαμαίοι. Η
προετοιμασία εκεί αρχίζει από τους μπακάληδες που πουλούν βρασμένα
κουκιά με ρίγανη και όλα τα νηστίσιμα. Τόση ήταν η κίνηση στον καρδαμά
τότε, που οι έμποροι και οι καταστηματάρχες ζήτησαν να καθιερωθεί η
ημέρα αυτή ως αργία και ημέρα πανηγυριού. Ο Πρόεδρος συγκαλεί Κοινοτικό
Συμβούλιο. Στις 28-2-1954 καθορίζεται η αργία και το πανηγύρι, με
όλα τα σχετικά καταστήματα να εξυπηρετούν τους πανηγυριστές και
δημιουργεί αγροτική παρέλαση, με ανθοστολισμένα "άρματα" και
μεταμφιεσμένους. Οι Αγραπιδοχωρήτες που εγκαταστάθηκαν στην Ηλεία φτιάχναν και τα αλμυροκούλουρα.
Οι κοπέλες αν με το μακαρόνι της Τυρινής δεν έβλεπαν στον ύπνο τους
ποιον θα πάρουν για άνδρα, τότε την Καθαρά Δευτέρα έτρωγαν
αλμυροκούλουρα, και δεν έπιναν καθόλου νερό για να πάει ο μέλλον σύζυγός
τους στο όνειρό τους, να τους δώσει νερό να ξεδιψάσουν. Έλεγαν: "Τρώνε την αλμυροκουλούρα για να δούνε ποιον θα πάρουνε" Το έθιμο αυτό υπάρχει σε πολλές περιοχές.
Αλλού την παραμονή της Καθαράς Δευτέρας οι γυναίκες έβγαζαν βορβούς. Πρόσεχαν
ο πρώτος να είναι ο μεγαλύτερος. Τον τοποθετούσαν με τα φύλλα του το
πρωί της Καθαράς Δευτέρας. στην πόρτα του σπιτιού. Το βράδυ τον έβγαζαν στη μαλάθα του ψωμιού μέχρι το Πάσχα, για να είναι φτούρια το ψωμί του σπιτιού. Την ημέρα αυτή ήταν συνήθεια να μαζεύονται οι περισσότεροι σε συγκεκριμένους τόπους, για να γιορτάζουν τα "Κούλουμα". Οι Σαβαλαίοι πήγαιναν σε τόπο γεμάτο από Σπέντζες, στην Σπετζολουλουδιά. Οι Αμαλιαδαίοι διάλεγαν την Φραγκαβίλα. Στην περιοχή μας λάμβαναν χώρα και κάποια δρώμενα. Το
κάψιμο του Καρνάβαλου, ο γάμος και η κηδεία, οι γαϊδουροδρομίες και
άλλα παιχνίδια, που τα συνόδευαν μουντζουρώματα και αλευρώματα κ.α.
Με
την Καθαρο-Δευτέρα ξεκινούσε η Μεγάλη Σαρακοστή. οι πρώτες τρεις μέρες
επέβαλαν αυστηρή νηστεία. Όχι μόνο δεν έτρωγαν λάδι οι νηστικοί, μόνο
νερό έπιναν. Το βράδυ λίγες σταφίδες να ξεγελάσουν την σφοδρή πείνα τους. Έτσι
θεωρούσαν τον εαυτό τους άξιο της θείας Κοινωνίας με την λειτουργία των
Προηγιασμένων Τιμίων Δώρων, την Τετάρτη που ακολουθούσε. Άξιοι για την θεία Κοινωνία, αλλά και το αντάλλαγμα της σοβαρό. Κι αυτό φόβιζε προπάντων τις γριές. Έτσι δεν μπορούσαν να ευχαριστηθούν την Τυρινή (Τουρνή) με τα καλούδια της. Η κατάσταση αυτή γέννησε την παροιμία: Όσο συλλογάται η γριά το Τρίμερο, μαύρη Τουρνή (Τυρινή) την πάει.
Κυριακή της Τυρινής |
|
|
Έθιμα Αποκριών
|
Η τρανή Αποκριά
Η τρανή αποκριά
Η καθαυτή αποκριά με τα πολλά έθιμα είναι η τελευταία Κυριακή της Τυροφάγου, που λέγεται αλλιώς τρανή αποκριά, διότι τότε φθάνουν στο αποκορύφωμά τους τα φαγοπότια και τα γλέντια. Ο Γ. Α. Μέγας αναφέρει: όταν
φθάσει η Κυριακή αυτή, εκτείνονται στο έπακρο η ευθυμία, οι
αθυροστομίες των μεταμφιεσμένων, οι άσεμνες εμφανίσεις και οι χοροί. Η
ημέρα όλη περνά με την κίνηση των μασκαράδων, με τις επισκέψεις και
προπάντων με τα πλούσια φαγοπότια, με κύριο γνώρισμα τα γαλακτώδη
εδέσματα. Τον γενικό θόρυβο επιτείνουν οι εκπυρσοκροτήσεις των κροτίδων
και των ρουκετών. Δεν νοείται καλοπέραση και αποκριά χωρίς τα φαγοπότια: Είναι και αυτά ομοιοπαθητικές προσπάθειες για την ευφορία της γης, όπως αναφέρει ο λαογράφος Λουκάτος.
Τυρινή Εβδομάδα στην Αρκαδία
Μετά την Κρεατινή εβδομάδα, εβδομάδα της απολυτής ακολουθεί η Τυρινή Εβδομάδα, με έμφαση γιορτασμού την Τυρινή Κυριακή. Την εβδομάδα αυτή εξαφανιζόταν από το σπίτι όλα τα κρεατικά. Το Παστό ήταν στις λαγήνες του, και κανείς δεν αρτευόταν. Οι
τσομπάδηδες μοίραζαν γάλα στους χωριανούς τους για να φτιάξουν τις
γαλόπιτες τις ξιπόλυτες, τις μακαρονόπιτες και τυρόπιτες να πήξουνε τις
γιαούρτες. Οι νοικοκυρές ετοίμασαν τα γαλακτερά φαγητά και
γλυκίσματα αυτά για να κεράσουν τις μπούλες και τους φίλους . Τα ψάρια
επιτρέπονταν στο σιτηρέσιό τους.
Το Σάββατο της Τυρινής οι γυναίκες φτιάχναν τα ψυχούδια.
Μικρά στρογγυλά ψωμάκια με τη σφραγίδα στη μέση , σαν πρόσφορο . Την
ημέρα αυτή μαζεύονται και τα παιδιά στα νεκροταφείο. Κάθονται καταγής.
Παίρνουν από ένα ψυχούδι και λένε: "Είδαμε δεν είδαμε. Θεός συγχωρήσει τα, τους περσινούς, τους φετεινούς και τους απολησμονημένους". "Νουνό προς νουνό, θεός συγχωρέσει" "Κυράκα μας προς κυράκα μας θεός συγχωρέσει"
Οι
γυναίκες μαζί με τα ψυχούδια, έχουν ένα σίδερο του σιδερώματος με
αναμμένα κάρβουνα, για να ρίξουν μαζί με λιβάνι, επάνω στο μνήμα. Στις
ψυχές προτού φύγουν θα αφήσουν μια μπουκιά ψυχούδι μουσκεμένο στο κρασί.
Έμφαση σε όλα δίνοταν την Κυριακή της Τυρινής. Το πρωί ήταν ο καθιερωμένος εκκλησιασμό. Το μεσημέρι το τραπέζι περιλάμβανε, πρώτα το τυροζούμι (αραιή άρμη για τους Χαβαραίους), βακαλάο, πλακί ή ψητό στη μπουγάνα με σκορδαλιά. Ο βακαλάος τότε ήταν το φαί των φτωχών. Συνοδευόταν από γαλόπιτα την ξιπόλυτη, γιατί δεν είχε φύλλο. Το βράδυ ετοίμαζαν μακαρόνια με μπόλικη μυζήθρα και με χοιρινό λίπος που συνοδευόταν από τηγανητό βακαλάο και κρασί.
Το πρώτο μακαρόνι τα κορίτσια το έβαζαν χωρίς να το δει κανείς, κάτω από το μαξιλάρι τους για να δουν ποιόν θα παντρευτούν.
Έτρωγαν και τη γαλόπιτα ανάμεσα σε όλα, με ευχές "Καλή Σαρακοστή" και "ανάπαυση στις ψυχές των πεθαμένων".
Το
γλέντι τέλειωνε με το ψήσιμο των αυγών στη θράκα ή μάλλον στη χόβολη ,
ένα για τον καθένα του σπιτιού , αλλά και για κάθε ζωντανό. Μερικά
ίδρωναν και άλλα έσπαγαν. Σε κάθε τόπο ερμήνευαν το γεγονός διαφορετικά.
Το
ιδρωμένο ήταν του Τεμπέλη και αυτού που έσκαγε ήταν "οι οχτροί του που
σκάσανε από το κακό τους". Όσο πιο πολύ θόρυβο έκανε και διαλυόταν τόσο
πιο τυχερός ήταν.
Το ιδρωμένο είναι του δυνατού ενώ το σκασμένο είναι του τεμπέλη.
Αυτού που έσκασε το αυγό λέγαν ότι θα παντρευτεί σε μέρη μακρινά.
Οι
κοπέλες έψηναν το αυγό τους και έβγαιναν έξω κοιτώντας τον ουρανό σε
ένα συγκεκριμένο σημείο. Αν το αστέρι τους μετακινιόταν τότε θα
ξενιτευόταν, αν όχι θα έμεναν για να παντρευτούν εδώ, στον τόπο τους.
Τα τσόφλια τα πετούσαν στην φωτιά. Καθώς έσκαγαν έλεγαν: έτσι να σκάσουν και οι εχθροί μας.
Κρέμαγαν
το δεμένο αυγό από το νταβάνι, ο πατέρας το κουνούσε στα ανοιχτά
στόματα των παιδιών για να το πιάσουνε. Ήταν ο τυχερός αυτός που το
έπιανε.
Κάπου από το αυγό της Κυριακής της Τυρινής τρώγαν μόνο το μισό. Το άλλα το πετούσαν για να το ολοκληρώσουν την Ανάσταση τρώγοντας το άλλο μισό. Δείγμα του κύκλου της Σαρακοστής.
Με τα αυγά τελείωναν οι Αποκριές και με αυγά άρχιζε το Πάσχα.
Εκείνο το βράδυ διώχναν και τους ψύλλους από το σπίτι τους. Έβγαιναν έξω φωνάζοντας τους γείτονες. Αν ο γείτονας ξεχνούσε το έθιμο κι έβγαινε έξω του έλεγαν: "Εμείς τους ξεχειμωνιάσαμε, εσείς να τους ξεκαλοκαιριάσετε".
Το
κοινό τραπέζι μεταξύ όλων των συγγενών και φίλων γινόταν το βράδυ της
τελευταίας Αποκριάς. Πρώτος ο παππούς καμάρωνε τη γενιά του, έκανε το
σταυρό του, ευχόταν "Καλή Σαρακοστή" και "του χρόνου" μαζί με ορμήνιες: Ομόνια και γεροσύνη, γεροσύνη να' χουμε εμείς και τα ζa μας. Επιβεβαιωνόταν το δέσιμο μέσα και από την διαδικασία του "συχώριου". Τα
αποφάγια του σπιτιού πήγαιναν στα τρία σημεία του χωραφιού ή τα θα τα
έδεναν οι γυναίκες σε τρεις κόμπους, μέσα στα πατσαβούρια, ενώ έλεγαν "Δένω την αλπού, τα φίδια, τις νυφίτσες, όλα τα σούρμενα και τα πετούμενα". Θα τα τοποθετούσε στη ρίζα των βάτων ένα αρσενικό παιδί.
Έθιμα διατροφής την Κυριακή της Τυρινής
Η Κυριακή της Απόκρεω είναι η τελευταία μέρα που τρώνε κόκκινο κρέας. Η εβδομάδα μεταξύ της Κυριακής της Απόκρεω και της Κυριακής της Τυρινής είναι οι μέρες που τρώνε ψάρι, τυρί, γάλα και αυγά. Ακόμη και κάποια παραδοσιακά σατυρικά τραγούδια μεταφέρουν το θέμα του αποχαιρετισμού του τυριού (Τύρος) και του καλωσορίσματος του κρεμμυδιού και του πράσου.
Στην Αρκαδία υπάρχει η παράδοση να τρώγεται το τυροζούμι,
υδαρές βραστό με άγρια χόρτα σερβιρισμένο με κομμάτια τυριού μυζήθρα.
Σερβίρεται σαν πρώτο πιάτο, ενώ όλοι όσοι κάθονται στο τραπέζι το τρώνε
αφού πρώτα σηκώσουν το τραπέζι με τα χέρια τρεις φορές. Το κυρίως πιάτο
είναι μακαρόνια πασπαλισμένα με πολύ τυρί. Κατά τη διάρκεια του
απογεύματος, τα ανύπαντρα νεαρά άτομα θα κλέψουν ένα κομμάτι μακαρόνι
και θα το βάλουν κάτω από το μαξιλάρι τους για να ονειρευτούν ποιον θα
παντρευτούν.
Οι κοινότητες των Βλάχων των ορεινών περιοχών της κεντρικής Ελλάδας φτιάχνουν παραδοσιακές γαλατόπιτες, τυρόπιτες ή πίτες με τραχανά.
Στο νησί της Καρπάθου
κατά την παράδοση όλοι καλούνται στο σπίτι του δημάρχου, όπου υπάρχει
ένας μεγάλος μπουφές με ψάρι, γαλακτοκομικά προϊόντα, γλυκά φτιαγμένα µε
μυζήθρα, πουτίγκα ρυζιού και ποτό, που ονομάζεται σιτάκα καρυκευμένο με βούτυρο και μέλι.
Στη Μήλο και την Κέα
τα υπολείμματα του φαγητού από τη γιορτή της Τυροφάγου μένουν στο
τραπέζι μέχρι το επόμενο πρωί, για την περίπτωση που το φάντασμα του
σπιτιού πεινάσει την νύχτα.
Έθιμο της Τυροφάγου είναι το βραδινό γεύμα να τελειώνει με αυγά, βρασμένα ή ψημένα στο τζάκι. Σε
κάποιες περιοχές της Ελλάδας, τα μέλη της οικογένειας βάζουν τα αυγά
τους κοντά στην θράκα του τζακιού για να ψηθούν και περιμένουν να δουν
ποιανού το αυγό θα «ιδρώσει» πρώτο (σημάδι ότι αυτός ή αυτή θα έχουν
καλή χρονιά). Ο συμβολισμός αυτής της παράδοσης είναι ότι σφραγίζεται το στόμα με αυγό και ανοίγει το στόμα με αυγό το Πάσχα.
Άλλο παλιό έθιμο στην Καστοριά είναι το χασκαρις:
ένα αυγό δένεται στο άκρο μίας κλωστής και περνάει γρήγορα από στόμα σε
στόμα. Το άτομο που καταφέρνει να το πιάσει είναι ο νικητής.
Παιχνίδια στη διάρκεια της Αποκριάς (παραδόσεις Αποκριών)
Κατά τη διάρκεια των απόκρεω οργανωνόταν και διάφορα παιγνίδια με νικητές και νικημένους, μεταμφιεσμένους και μη.
Ο Βαλμάς,
παιζόταν στα χωριά της Πηνείας, από δυο ομάδες δεμένους σε σχοινί.
Τραβούσε η κάθε ομάδα το σχοινί. Νικήτρια ήταν η ομάδα που έσυρε στο
δικό της μέρος την αντίπαλη ομάδα. Το ξεχωριστό στο παιχνίδι ήταν ότι
πριν και μετά το παιχνίδι έκαναν αστείο διάλογο, σαν θεατρικό.
Η ρίψη του λίθου ήταν αγώνισμα. Σ'αυτό προσπαθούσαν να χτυπήσουν το στόχο τους ρίχνοντας τις πέτρες, οι σομάδες.
Οι Καλόγεροι ή Κούκερος ή Χούχουτος ή Σταχτάς ή Μπέης ή Κιόρμπεκς. Πρόκειται,
όπως γράφει ο λαογράφος Γ. Α. Μέγας, για μια τελετή που την συναντούμε
στην Ανατολική και στην Βόρεια Θράκη, όχι βέβαια με την ίδια, όπως στην
Βιζύη, θεατρική ανάπτυξη, αλλά με μιμικές πράξεις. Ο Κούκερος ή ο
Μπέης ή ο βασιλιάς εκλεγμένος από τους προύχοντες, γυρίζει σ' όλο το
χωριό με συνοδεία μεταμφιεσμένων, ντυμένος με δέρματα ζώων, με κουδούνια
κρεμασμένα στο σώμα του και με το ραβδί στο χέρι. Σ' ορισμένες περιοχές
τον μεταφέρουν πάνω σε δίτροχη άμαξα που την κινούν νέοι, με τα
πειράγματα, αυτός και η ακολουθία του, θυμίζουν τον θίασο «των κωμαστών»
και τα «εξ αμάξης», των αρχαίων Αθηναίων στα κατ' αγρούς Διονύσια, τους
χόες και τα Λήναια, ενώ οι ονομασίες Μπέης ή Κιόρμπεης, προύχοντες
δείχνουν την επίδραση της τουρκοκρατίας στο λαϊκό αυτό έθιμο. Όσοι από
τους μεταμφιεσμένους φορούν μάσκες λέγονται μασκαράδες.
Στην
Αμαλιάδα, την παλιά, πέρα απ'τις φωτιές ξεκινούσαν για τον πατροπαράδοτο
πετροπόλεμο στην Σοχιά, πιο πολύ κατά το μέρος του Γηπέδου.
Γαϊδουροδρομίες
οργανώνονταν από ομάδες για να βγάλουν τον νικητή γάϊδαρο, μέσα στην
οχλαγωγή και τα πειράγματα και τις αστείες διονυσιακού τύπου
μεταμφιέσεις.
Τα αλευρώματα (που έχουν την προέλευσή τους στο Γαλαξίδι) και τα γιαουρτώματα (εβδομάδα της Τυρινής), τα μουντζουρώματα της Καθαράς Δευτέρας ήταν μερικές άλλες συνήθειες που διασκέδαζαν και προξενούσαν πολύ γέλιο.
Οι φωτιές,
που ανάβονταν στα τρίστρατα σταυροδρόμια το βράδυ της παραμονής της 1ης
Μαρτίου στην Θράκη ή το βράδυ της τελευταίας αποκριάς στην Ήπειρο και
στην Δυτική Μακεδονία. Έχουν καθαρτήριο και μεταβατικό χαρακτήρα, από
τον χειμώνα στην άνοιξη. Πηδούσαν πάνω απ' αυτές, νέοι και γέροι, «για
το καλό», αλλά και για να καούν οι ψύλλοι και κάθε κακό απομεινάρι του
χειμώνα. Πιθανόν και η ονομασία Τριώδιο (τρεις οδοί-δρόμοι) να
προήλθε ετυμολογικά απ' αυτές τις φωτιές στα τρίστρατα σταυροδρόμια.
Ειδωλολατρική η ονομασία αυτή και μαγική η προέλευσή της. Φωτιές ανάβονταν και στις πλατείες των χωριών ή και των πόλεων, το βράδυ «της τρανής αποκριάς» για να κάψουν τον καρνάβαλο.
Λαϊκά Δρώμενα τις Απόκριες
Κατά τη διάρκεια των Απόκρεω «ελάμβαναν χώραν» και διάφορα λαϊκά δρώμενα.
Από
τη αρχή του Τριωδίου ξεκίναγε από του Καλίτσα το Παραδοσιακό
γαϊδουράκι, μεταμφιεσμένος άνθρωπος, με τους Γενιτσάρους δεξιά και
αριστερά για να διαλαλήσει την αρχή του Τριωδίου.
Σε πολλά χωριά πέρναγε ο Καρνάβαλος από τους δρόμους του χωριού, με τη συνοδεία του με μουσικές και πειράγματα.
Ένα
από τα βασικά θέματα τις Αποκριάς ήταν η Αναπαράσταση του Γάμου.
Γίνονταν εικονικοί γάμοι ανάμεσα στα χωριά και οι γαμήλιες πομπές
ξεκινούσαν από το ένα για να πάνε στο άλλο. Ο γαμπρός με το άλογο, κι
από κοντά ο κουμπάρος και γύρω οι συμπέθεροι. Συναντιόταν με την πομπή
της νύφης και γινόταν τρικούβερτο γλέντι...μ εόλα τα συνακόλουθα.... Ο
επικεφαλής της πομπής, ο σταχτιάρης κράταγε σακκούλι με στάχτη, για να
ρίχνει σ' αυτούς που ήθελαν να παρεμποδίσουν την πομπή, να παρεμποδίσουν
το γάμο. Έτσι παρέμεινε η παροιμιακή φράση «Μας έριξε στάχτη στα μάτια». Επίσης
δεν έλλειπαν και οι εικονικές δίκες με βάσει τα προικοσύμφωνα ή το
σεντόνι της πρώτης νύχτας του γάμου, όπου ο πατέρας της νύφης δεν
εκτέλεσε τις υποχρεώσεις του, το δικαστήριο αποφάσιζε να του την
επιστρέψει πίσω. Διακωμωδούσαν υποθέσεις, που τους βασάνιζαν στην
καθημερινότητά τους, έπεφτε πολύ γέλιο.
Το γαϊτανάκι,
ήταν γνωστό και στην περιοχή μας. Ένα ψηλό ξύλο, με δεμένες πολύχρωμες
κορδέλες. Κάθε κορδέλα και χορευτής με την παραδοσιακή του στολή. Και
ρυθμοί χορευτικοί να οδηγούν τα βήματα γύρω από τα γαϊτανάι. Λέγεται ότι
το γαϊτανάκι έγινε γνωστό στην περιοχή μας από τους Αρκάδες (Σπάθαρι,
και Βυζίκι που το χόρευαν με συνοδεία πίπιζας και ταμπούρλου) που
εγκαταστάθηκαν στη Ηλεία.
Η τελευταία εβδομάδα των Αποκρεών είχε
σχέσεις με την εμφάνιση του Διαβόλου. Μασκαράδες διάβολοι,
κακομούτσουνοι με σχισμένα σκούρα ρούχα ή προβιές και γουρουνοδέρματα,
ουρές και κέρατα, με δρεπάνια, τζουγκράνες κι άλλα εργαλεία διέσχιζαν
τους δρόμους και καμωνόταν ότι παίρνουν τις ψυχές. Ίσως έχει σχέση με τα
Ψυχο-Σάββατα, με τις μέρες των νεκρών τους. Παραλλαγή του εθίμου αυτού είναι ο «Σκατουλιάρης» των χωριών του κάμπου. Το
σκατουλιάρη τον περίμεναν , προ πάντων τα απιδιά για να τρέξουν ξωπίσω
του, να τον κυνηγήσου, με μεγάλη ανυπομονησία... Σκατουλιάρης ντυνόταν
ένας νέος του χωριού με προβιές, κέρατα και ουρά, καθώς και
μουντζουρωμένο πρόσωπο. Έτρεχε στο δρόμο και πείραζε όσους συναντούσε.
Σε μερικούς καβαλούσε στο σβέρκο, όπως λέγεται ότι κάνει ο διάβολος. Οι
παροιμιακές φράσεις «τον έχει διχάλα», «ακόμα δεν το ξεκαβαλήκεψε»
έχουν την αφετηρία τους σ'αυτήν την δοξασία. Τον «κακό άγγελο» με το
σταυρό και το λιβανωτό, που έκαιγε πιπεριές κόκκινες, κρεμίδια και
σκόρδα, στα χέρια θα διώξει ο «παπάς», άλλος μεταμφιεσμένος. Ο
Σκατουλιάρης στην δύναμή του όπου φύγει - φύγει, με αστείες κινήσεις και
κάποιο αγχώδικο σταμάτημα, για θυσία στο Βάκχο με κρασί σε πήλινο
κανάτι.. Το έθιμο αυτό το συναντάμε σε πολλά χωριά της περιοχής μας με
πολλές παραλλαγές. Πολλά από αυτά γίνονται και την Καθαρά Δευτέρα.
Κυρίως έθιμο των χωριών του Κάμπου είναι το Γκοτσαριό ή Τσετιά ή Γενίτσαροι,
που έδινε και το χρώμα των Αποκριών, με αποκορύφωμα την Κυριακή της
Τυρινής όπου οι τσετιές των χωριών κατάφταναν στα Λεχαινά «εν πομπή» για
τον τελικό διαγωνισμό, σε ένα πραγματικό μεγαλειώδες λαϊκό Πανηγύρι. Η
προετοιμασία της Γκοτσαριά ξεκινούσε ένα μήνα πριν τις Αποκριές.
Η τσετιά, στα παλιά καλά χρόνια, κατέφτανε και στην Αμαλιάδα γιατί: «Είναι μεγάλο το μέρος και καταλαβαίνει κι όλας ο κόσμος» όπως έλεγαν.
Η
αρχή της Γκοτσιαριάς ανάγεται στα Διονυσιακά μυστήρια και φτάνει στα
χρόνια της Τουρκοκρατίας που συνδιαζόταν με την ανταλλαγή μηνυμάτων
ανάμεσα στα χωριά δια μέσου των προεστών, για το ξεκίνημα της
Επανάστασης του '21, που ήταν κρυμμένα σε πορτοκάλια - σύμβολα.
Παράταξη
Τσετιάς: Στη μέση στεκόταν ο Γενιτσάρης ως αρχηγός με το «κηλούμι»
(σκήπτρο) στα χέρια, κι ένα μαντήλι «καλαματιανό» δεμένο στην άκρη του.
Δεξιά και αριστερά οι Πρωτόγκοτσοι (υπασπιστές) και πίσω τους οι
Γκότσηδες με μασάκια ή χαρμιά στα χέρια (μουσικό θόρυβο). Φορούσαν
φουστανέλες, σελάχι στη μέση, φέσι με κόκκινη φούντα, μεϊντανογέλεκο,
τσαρούχια με κόκκινες φούντες. Μπλέκονταν ανάμεσά τους δυο Μπούλες
(άντρες ντυμένοι με γυναικεία ρούχα) με πορτοκάλι στο χέρι και χόρευαν
ασταμάτητα. Την παρέα συμπλήρωνε ο γέρος με τη γριά. Ο γέρος ντυμένος με
κάπα, κουδούνα δεμένη στη μέση, και μπαρμπούτα (μάσκα). Κουβαλούσε το
τράστο γεμάτο με στάχτη, για εκείνους που μπλέκονταν στο χορό και τον
εμπόδιζαν ...δηλ. τα παιδιά ενώ στηριζόταν σε γκλίτσα. Η γριά ντυμένη με
γκιούρντα, τσεμπέρα και τη ρόκα της με λίγα μαλλιά.
Δεξιά κι αριστερά οι ταμίες με το πανέρι τους.
Όργανα
έπαιζαν οι γύφτοι. Ένα νταούλι και τρεις καραμούζες. Η τσετιά χόρευε το
Τουμπουλίστικο. Σε γρήγορο ρυθμό «Με τα μάτια μου την είδα..», και σε
αργό ρυθμό «Μαλάμω».
Ο χορός περιελάμβανε πηδήματα δεξιά κι
αριστερά με στροφή στο τέλος του στίχου δεξιά, που γι' αυτήν έδινε το
σύνθημα ο Γενίτσαρης.
Το ξεκίνημα της Τσετιάς γινόταν από την
Πλατεία του χωριού. Χορεύοντας γύριζαν όλα τα σπίτια του χωριού.
Αντάλλαζαν επισκέψεις με τα γύρω χωριά, ή διοργάνωναν συναντήσεις οι
Γκοτσαριές, όπου γινόταν και η ανταλλαγή των πορτοκαλιών με τα μηνύματα.
Αντιλαλούσε ο τόπος όλος από τις μουσικές και τους ρυθμούς γεμάτους με
επιφωνήματα...λογιών λογιών. Και τον χόρευαν όλοι όπου κι αν βρίσκονταν,
και τα παιδιά από κοντά μπολιάζονταν έτσι με την παράδοση. Η τελική
συνάντηση των Τσεπιών του Κάμπου ήταν στα Λεχαινά την Τυρινή στο
αποκορύφωμα της Αποκριάς.
Αλλά και την καθαρά Δευτέρα σε πολλές
περιοχές εξακολουθούν να λειτουργούν τα δρώμενα που έχουν σχέση με την
αναγέννηση της φύσης, τις γενετικές λειτουργίες της, αλλά και με τον
καθαρμό της ψυχής και του σώματος.
Στα γύρω χωριά, και ιδιαίτερα
στα χωριά του Κάμπου την ημέρα αυτή γινόταν η αναπαράσταση του γάμου
στην Πλατεία του χωριού με παπά να διαβάζει τις ανομολόγητες ευχές, και
στάχτη αντί για ρύζι να πέφτει στα μάτια όλων- κατάλοιπο των Βυζαντινών
διαπομπεύσεων.
Εκεί στην πλατεία, «τη λάκκα», γινόταν το όργωμα
και η σπορά από το υνί κάποιου νιου γεωργού με το σακάκι ανάποδα
φορεμένο, προφανώς για να μη αναγνωρίζεται από τα κακά πνεύματα. Αντί
για σπόρους έριχνε στάχτη στα χωράφια. Το αλέτρι το έσυραν δυο νέοι
μεταμφιεσμένοι του χωριού. Οι ευχές που ακουγόταν ήταν Διονυσιακού
χαρακτήρα.
Αλλά και ο θάνατος περιλαμβανόταν στα δρώμενα της Κ.Δ.
με αναπαράσταση της κηδείας. Ο νεκρός τοποθετούνταν σε «κορίτο» και
περιφερόταν στο χωριό. Όσοι τον συναντούσαν, διακωμωδώντας την κατάσταση
ρωτούσαν την αιτία του θανάτου κι έπαιρναν πιπεράτες απαντήσεις από
τους τεθλιμένους συγγενείς. Η γλώσσα δεν είχε φραγμούς τις ώρες
εκείνες... Μόνο που οι κοπέλες σκύβαν το κεφάλι από ντροπή. Το «κορίτο»
τοποθετούνταν στην πλατεία δίπλα στη φωτιά, γύρω μαινόταν ο χορός,
«χορός της φωτιάς(;)»
Τελικά γινόταν και η Ανάσταση του νεκρού με
όλα τα σχετικά επακόλουθα που ήταν πειράγματα, τραγούδι και οινοποσία
για την ήττα του θανάτου...
Ο Γάμος, και ο Θάνατος συνυπάρχουν στα
έθιμα της Αποκριάς. Οι ζωντανοί και οι πεθαμένοι μαζί, αφού και γι
αυτούς ετοιμάζονται τα «σπερνά». Έθιμα που μα θυμίζουν και τις αρχαίες
Ελληνικές παραδόσεις μας. Τότε που οι ψυχές τω αποθαμένων «απολύονται»
απ' τον Άδη κάποιες μέρες της Άνοιξης για νάρθουν να συγκατοικήσουν με
ους ζωντανούς. Έθιμα που μας λένε ότι τίποτα δεν χάνεται σ' αυτόν τον
κόσμο και μέσα στον δικό του χρόνο.
|
|
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου