Παρασκευή 3 Μαΐου 2013

Το μοιρολόι της Παναγιάς

Πολύτιμη κληρονομιά το "μοιρολόι της Παναγιάς" μεταδίδεται αιώνες τωρα από γενιά σε γενιά.
Με την ίδια ευλάβεια κάθε χρόνο τη νύχτα της Μεγάλης Πέμπτης ο χορός των γυναικών φτιάχνει έναν κύκλο με κέντρο τον Εσταυρωμένο Κύριό μας και η πρεσβύτερη στην ηλικία, αφού κάνει το σταυρό της αρχίζει πρώτη το μοιρολόι:

"Τώρα είν' άγια Σαρακοστή τωρα ειν' άγιες μέρες ".
   Οι υπόλοιπες γυναίκες όλες μαζί ξαναλένε τον πρώτο στίχο, λυπητερά, κλαψιάρικα όπως είναι και ο ήχος του μοιρολογιού. Μονοφωνία που μας έρχεται από τα βάθη της καρδιάς και από τα βάθη των αιώνων. Καμία παραφωνία όλες γνώστριες του ρυθμού και της κίνησης χωρίς ποτέ να έχουν κάνει δοκιμή, γιατί όλες τις εμπνέει η ίδια πίστη και αγάπη προς το Εσταυρωμένο Λυτρωτή μας.

Η προέλευση του μοιρολογιού

   Τη νύχτα της Μεγάλης Πέμπτης στην Κάτω Παναγιά Μικράς Ασίας, οι γυναίκες και τα κορίτσια παρέμεναν στην εκκλησία και ξενυχτούσαν το Χριστό, ψάλλοντας το μοιρολόι της Παναγίας.
   Στο λαϊκό αυτό μικρασιάτικο άσμα, αποδίδεται παραστατικά, το μαρτύριο του Θεανθρώπου, και ταυτόχρονα, το μαρτύριο του Ελληνικού Γένους.
   Οι πραγματικά ηρωικοί εκείνοι Έλληνες της Μ.Ασίας, διατηρούσαν κρυφά ή φανερά, αμείωτη την πίστη των Πατέρων τους, και βέβαιη, την αποκατάσταση του Έθνους.
Μέσα στη φρικτή αυτή κατάσταση, και ειδικότερα κατάτη Μ.Εβδομάδα, εν αναμονή του Πάσχα, έψαλλαν το μοιρολόι της Παναγίας.
   Αυτό το μακροσκελές μοιρολόι διέσωσαν και μετέφεραν, από τη μακρινή τους Πατρίδα, την Παλαιά Κάτω Παναγιά Μ.Ασίας, οι πρόσφυγες της Νέας Κάτω Παναγιάς.
Συνεχίζουν και σήμερα να το ψέλνουν κάθε Μ.Πέμπτη, κάτω από το σταυρό, με τον ίδιο σκοπό, λυπητερά, κλαψιάρικα, όπως μας ήρθε από τα βάθη των αιώνων.

Στίχοι του μοιρολογιού

Τώρα ναγιά Σαρακοστή, τώρα ναγιά ημέρες, που λειτουργούν οι εκκλησιές και ψέλλουν οι παππάδες και λεν το Κύριε ελέησον και την τιμιωτέρα...
Το μοιρολόι του Χριστού καλώνε και ας το λέμε.
Κάτω στα Ιεροσόλυμα και στου Χριστού τον τάφο εκείναι ένα χρυσό δενδρί, με ασημένια φύλλα και το δενδρί ειν' ο Χριστός το φύλλο του, ο Άγιος Γιάννης και τα παρακλωνάργια του οι δώδεκα Αποστόλοι.
Ο Ιησούς ηθέλησε τη νύχτα να γυρίσει, τους μαθητάς του γύρευε να τωνέ λειτουργήσει και να τους βάλει σε σειρά βάπτισμα να κηρύξει.
Τη νύχτα που εγύριζε Εβραίοι του απαντούσαν, τονέ καλησπερίζανε μα δεν τονέ γνωρίζαν.
Εβραίοι, τι γυρεύετε, Εβραίοι τι ζητάτε τη νύχτα μες στα σκοτεινά με τ' άρματα που πάτε;
Τον Ιησού γυρεύουμε τον απ' Ναζωραίο, σαν τ' άκουσε ο Ιησούς χάθηκε από μπροστά τους, επήγε και έβρισκε εκεί όλους τους μαθητάς του. Τους μαθητάς του επήρε και κει τους εδιαβαίνει στο όρος εις το Ελαιών εκεί τους επηγαίνει.
Σαν απολειτούργησε καθίσανε να φάνε και άρχισε η γλώσσα του η γκυκειά τα ζαχαρένια αχείλη .
Ένας από τους μαθητάς, θε να με προδώσει, θε να με βάλει στο σταυρό και θα με θανατώσει.
Ένας τον ένα εκοίταζε και άλλος τον άλλο βλέπει.
Ποιός είναι αφέντη δάσκαλε, που θα σε παραδώσει, που θα σε βάλει στο σταυρό και θα σε θανατώσει;
Όποιος αγγίζει στο τριγλί και βάψει ο δάκτυλος του εκείνος είναι ο άνομος που θα με παραδώσει. Αγγίζαν όλοι στο τριγλί και έβαψε του Σκαργιώτη.
Εγώ είμαι αφέντη δάσκαλε, που θα σε παραδώσω, που θα σε βάλω στο σταυρό και θα σε θανατώσω.
Ό,τι είναι να κάνεις κάνε το, ό,τι είναι να γίνει ας γίνει και όπου του Χριστού τη συντροφιά ο πειρασμός ας βγαίνει.
Ο Ιούδας ο παράνομος άπιστος και Σκαργιώτης κακό στο νου του έβαλε ο άνομος και κάνει.
Τον Ιησού στους Αρχιερεί πάει και καταβάνει, ζητά τριάντα αργύρια του Αννα και του δίνει τους είπανε να πιάσετε κείνον που θα φιλήσω, το δάσκαλό μου το Χριστό θα τόνε χαιρετήσω.
Ο Ιησούς κατάλαβε πέφτει σε μετάνοια, εις τον πατήρ του το Θεό έκανε λιτανεία.
Θεέ μου δώσμου δύναμη τούτο να το πληρώσω, τους Ορθοδόξους Χριστιανούς ίσως και τους γλιτώσω και ο εύσπλαχνος του ο πατήρ γρήγορα του αποκρίθη.
Οι Ιουδαίοι οι άνομοι που θεν να σε σταυρώσουν μη φοβηθείς εις το εξής και θα σε θανατώσουν. Του Πέτρου μόνο είπανε τρεις θε να με απαρνήσει, πριν να φωνάξει ο κόκορας, θε να με παρατήσει.
Εγώ Κύργιε μου, για σε εις φυλακήν πηγαίνω για σένα κατακόβομαι και θάνατο λαβαίνω.
Ακόμα, τους τα έλεγε και πάνε και του κτυπούνε, ποιός είναι αυτός που κτύπησε την πόρτα του βασάνου.
Εγώ αφέντη δάσκαλε, οπρώτος μαθητής σου και δυο λογάκια ξέχασα νάρθω να στα μιλήσω και σε ποθύμησα πολύ θέλω να σε φιλήσω.
Δεν είναι ότι με αποθύμησες και θες να με φιλήσεις, μόνο προσπάθησες καλά για να με καταβάλεις, στα χέρια των Εβραίων ήθελες να με βάλεις.
Πισθάγκωνα τον έδεσαν στον Αννα και τον πάνε, τότε εμίλησε ο Χριστός με πικραμένα χείλη.
Ένας από τους μαθητάς στης μάνας μου χαμπάρι πέστε της πω με πιάσανε την πίκρα μου να πάρει. Κάτω στα Ιεροσόλυμα και στου Χριστού τον τάφο, εκεί κάθεται η Παναγιά μόνη και μονάχη της την προσευχή της έκανε για το μονογενή της.
Εκεί που προσευχότανε και που παρακαλάει, ακούει βροντές, βλέπει αστραπές και σύγχυσες μεγάλες. Βγαίνει στο παραθύρι της θωρεί τη γειτονιά της, βλέπει τον ουρανό θολό και τ'άστρα βουρκωμένα, το φεγγαράκι το λαμπρό στο αίμα βουτηγμένο.
Πάλι εξανακοίταξε βλέπει τον Άγιο Γιάννη μου, βλέπει το Γιάννη να 'ρχεται δαρμένο, σκοτωμένο.
Καλώς τόνε το Γιάννη μου το μαθητή του γιου μου και τι χαμπάρια μου 'φερες απ' το Μονογενή μου;
Κρατώ χαμπάρια θλιβερά και λόγια πικραμένα. Το γιο σου τον επιάσανε οι σκύλοι οι Εβραίοι, σαν κλέφτη τον επιάσανε και σαν φονιά τον πάνε. Σαν να χωρίζει ανδρόγυνο και πριν να τον κρεμάσουν.
Σαν τ' άκουσε η Παναγιά εβρέθη λιγωμένη. Πολύ νερό την περεχύουν ώστε να συνεφέρει. Και όταν εσυνόφερε αυτό τον λόγο λέει. Ας έρθει η Μάρθα και η Μαρία και του Λαζάρου η μάνα του Ιακώβου η αδελφή να πάνε όλες αντάμα, να πάμε τον έβρουμε πριν μας τόνε σταυρώσουν, πριν να τον βάλουν τα καρφιά και μας τον θανατώσουν.
Επήραν το στρατί οι πέντε αγιές του κόσμου και από τα δάκρυα τόνε οι στρατιώτες ελασπώσαν και τα χρυσά τους τα μαλλιά στα φρίγκανα πιασμένα. Το μονοπάτι τις έβγαλε σε μια κρύα βρυσούλα, ηθέλησε η Παναγιά να πιει λίγο νεράκι, που ήταν το αχειλάκι της να στάξει το φαρμάκι.
Επήραν πάλι το στρατί, στρατί, στρατί το μονοπάτι, το μονοπάτι τις έβγαλε στου ατσίγγανου την πόρτα.
Ώρα καλή σου ατσίγγανε τι είναι αυτά που κάνεις;
Καρφιά μου παραγγείλανε οι φίλοι μου οι Εβραίοι . Εκείνοι μου 'παν τέσσερα, μα εγώ τους φτιάχνω πέντε, τα δυο στα δυο του γόνατα, τα δυο στα δυο του χέρια, το πέμπτο το φαρμακερό να μπεί μες την καρδιά του, να τρέξει αίμα και νερό από τα σωθηκά του.
Άντε και συ ατσίγγανε καταραμένος να' σαι, που να καεί τ' αμόνι σου να ανάψει το σφυρί σου, σαν του Σαββάτου τον καπνό να πάει η κεφαλή σου.
Και πήραν το στρατί, στρατί, στρατί το μονοπάτι, το μονοπάτι τις έβγαζε μπρος του βοσκού την πόρτα.
Ώρα καλή καλέ βοσκέ, μην είδες τον Υιό μου;
Τα προβατάκια μου έχασα να πα, να τον γυρεύω...
Βλέπεις εκείνο το βουνό, το ύψος και το μέγα πού' χει τη γερανιά κορυφή, την πράσινη σημαία; εκεί έχουνε το γιόκα σου νύχτα και την ημέρα.
Άντε και συ καλέ βοσκέ, και την ευχή μου να' χεις, που να χιλιάσει η μάνδρα σου και να μελεουνιάσει.
Επήραν πάλι το στρατί, στρατί, στρατί το μονοπάτι, το μονοπάτι τις έβγαλε στου Γολγοθά τον τόπο και από τον κόσμο τον πολύ και τον πολύ αγώνα, εσάστισε η Παναγιά, κανέναν δεν γνωρίσει, πάλι εξανακοίταξε, βλέπει τον Άγιο Γιάννη.
Για πες μου Γιάννη μου, πού έχουνε το γιο μου, πού είναι ο Ιησούς χριστός και σε ο δάσκαλός σου;
Βλέπεις εκείνον τον γυμνό και τον ανεμαλιάρη, όπου φορεί στην κεφαλή αγκάθινο στεφάνι; Εκείνος είναι ο γιόκας σου και με ο δάσκαλος.
Σαν τότε η Παναγιά, εβρέθη λιγωμένη, πολυ νερό την περεχύουν να συνοφέρει, και όταν εσυνόφερε τούτο τον λόγο λέει.
Οχού μαχαίρι και σπαθιά, που εμπήκαν στην καρδιά μου και έκαμαν εκατό πληγές μέσα στα σωθικά μου. Εβραίοι λυπηθείτε με, κάντε ελεημοσύνη και κατεβάστε μου τόνε με την ταπεινωσύνη.
Άλλοι την εκλωτσούσανε και άλλοι την εφτούσαν. Εβραίοι αθεόφοβοι νάστε καταραμένοι, να βγάζετε τις γλώσσες σας σαν σκύλοι λυσσασμένοι.
Ο Ιησούς εζήτησε νερό και δεν του δώσαν, ασβέστη ανακατώσανε με ξύδι και του δώσαν. Τότε εδάκρυσε ο Χριστός πικρά και λυπημένα, τον είδε και η Παναγιά τον Ιησού να κλαίει επάνω στο σταυρό και μοιρολόγια λέει.
Γιέ μου τα μάτια τα γλυκά, πώς είναι δακρυσμένα;
Γιέ μου τα χέρια τα χρυσά, πώς τά 'χουν σταυρωμένα;
Γιέ μου και πουν τα κάλλη σου και πουν η ομορφιά σου, πούνε τα μάτια τα γλυκά , πού 'χε η αφεντιά σου;
Πούνε τα μάτια τα γλυκά που έβλεπα εμπρός μου; Τώρα τον υστερέβομαι τον Ιησό Χριστό μου.
Γιέ μου γλυκύτατε μου γιέ, που σ 'έθρεφα με γάλα, πολλά έπαθα για λόγου σου, τούτα είναι τα πιο μεγάλα. Που σ' έχανα και έβρισκα μέσα σε μαθητάδες, τώρα σ' έχασα και έβρισκα μέσα δύο ληστάδε. Εννιά μήνες σε κράταγα Υιέ μου κανακάρη μέσα σ' αυτό το κακορίζικο και ταπεινό κουφάρι.
Για σκύψε τίμιε σταυρέ, το γιο μου να φιλήσω, να πάρω τη χρυσή ποδιά, το αίμα να σκουπίσω. Τότε παράγειρε ο Σταυρός πέφτει στα γόνατά της και σκούπισε τα αίματα με τη χρυσή ποδιά της. Γιέ μου και πως δεν της μιλείς της μάνας της θλιμμένης, της ξένης και της έρημης και της απελπισμένης;
Δεν έχει μαχαίρι να σφαγώ, γκρεμό για να γκρεμίσω, δεν έχω άδικο θάνατο να αδικοθανατήσω.
Τότε εμίλησε ο Χριστός με πεικραμένα αχείλη, μάνα μου σαν σφαγείς εσύ, σφάζεται όλος ο κόσμος, σφάζονται μάνες για παιδιά και τα παιδιά για μάνες, σφάζονται και οι καλόπαντρες για τους καλούς τους άνδρες. Να πάρεις την υπομονή για να την έβρει ο κόσμος. Άντε μάνα στο σπίτι μας και διάφορο δεν έχεις, πάρε τον Αη Γιάννη γιο και με μη με παντέχεις.
Ποια άλλη μάνα τόπαθε στον κόσμο σαν μένα, να αφήσει γιο εις το σταυρό να πάρει ξένη γέννα;
Άντε μάνα στο σπίτι μας και στρώσε το τραπέζι και βάλε πικρές ελιές να φάνε οι πικραμένοι, και βάλε και γλυκό κρασί να πιούν οι κουρασμένοι. Και το Μεγάλο Σάββατο, μέρα το μεσημέρι, που λειτουργούν οι εκκλησιές να ψέλλουν οι παπάδες τότε και συ μανούλα μου να' χεις χαρές μεγάλες.
Πάει η Δέσποινα σπίτι της, κλαμένη, σκοτωμένη και βάλε πικρές ελιές να φάνε οι κουρασμένοι, και έβαλε και γλυκό κρασί να πιουν οι λυπημένοι.
Πέρασε η Αγιά Καλή, πρώτη της ξαδέλφη.
Ποιος είδε γιο εις το σταυρό και μάνα στο τραπέζι.
Άντε και συ Αγιά Καλή, άγια να μην λογάσε, ούτε παπάς στην πόρτα σου, ούτε να λειτουργάσε...

Κάτω Παναγιά -Το χωριό που "γεννά" μνήμες...

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Εκπολιτιστικός Σύλλογος Νεοχωρίου {{Το Μυρτούντιο .}}: ΕΡΧΟΝΤΑΙ ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΑ και είμαστε εδώ για τα παιδιά του χωριού μας ..και τους συγχωριανούς μας

  Την Κυριακή 17 Νοεμβρίου 2024 κατ εντολή του Προέδρου του συλλόγου ,τα μέλη του ΔΣ συνεδρίασαν  και έλαβαν αποφάσεις  που αφορούν τις εργ...