Όσο τα χρόνια περνούν, τόσο θα λιγοστεύουν οι ζωντανοί θρύλοι που πολέμησαν στα βουνά της Αλβανίας, ενάντια στα ιταλικά και γερμανικά στρατεύματα, και τόσο εμείς οι νεότεροι θα χάνουμε την ευκαιρία να ακούμε από κοντά τις ζωντανές διηγήσεις εκείνων των στιγμών που έγραψαν με χρυσά γράμματα άλλη μια ένδοξη σελίδα στην ιστορία αυτού του τόπου.
Για να καταγράψουμε λοιπόν τέτοιες στιγμές, βρεθήκαμε στη Βρίνα, λίγα χιλιόμετρα από την Κρέστενα όπου συναντήσαμε τον Αλέξανδρο Ζιάτα. Ο κος Αλέξανδρος επέστρεψε από την εκκλησία και μας καλωσόρισε στο σπίτι του, με αγάπη.
Γεννημένος το Μάιο του 1915, έχει συμπληρώσει ήδη έναν αιώνα ζωής, αλλά παρ’ όλα αυτά μας περιέγραψε με κάθε λεπτομέρεια, όλα όσα έζησε εκείνον τον Οκτώβρη του ’40 και που κάθε χρόνο τέτοιες μέρες τα φέρνει στη μνήμη του και συγκινείται.
«Κάναμε εφτά μήνες στο μέτωπο της Αλβανία. Φύγαμε από εδώ στις 14 Νοέμβρη για την Αθήνα, αφού πρώτα στρατευτήκαμε στην Καλαμάτα, και φτάσαμε στην Κοριστά σχεδόν ένα μήνα μετά. Πηγαίναμε με τα πόδια, ενώ είχαμε μαζί μας και μουράλια, αλλά δεν τα ιππεύαμε γιατί εκείνα κουβαλούσαν τρόφιμα και εφόδια για τους στρατιώτες της πρώτης γραμμής του μετώπου. Εμείς απλά τα οδηγούσαμε με τα πόδια» μας λέει ο κος. Αλέξανδρος που υπηρετούσε τότε στο μεταγωγικό τμήμα του Ελληνικού Στρατού, επιφορτισμένος με την σημαντική αποστολή του ανεφοδιασμού των ελληνικών δυνάμεων.
Θυμάται πως περνώντας τα σύνορα της ελληνοαλβανικής μεθορίου λόγω του χιονιά που είχε κατακλίσει τα πάντα στο πέρασμά τους οι στρατιώτες έμεναν σε όποιο χωριό συναντούσαν στο δρόμο τους. «Οι άνθρωποι μας δεχόντουσαν με χαρά και ενθουσιασμό στα σπίτια τους. Κάθε σπίτι φιλοξενούσε τέσσερις και πέντε φαντάρους. Μας έφερναν για να φάμε ξερό ψητό κολοκύθι» μας λέει απορώντας πως το έτρωγε, τονίζοντας έτσι τις δύσκολες στιγμές πείνας και εξαθλίωσης.
Επιπλέον θυμάται ακόμα ένα περιστατικό που δείχνει το μέγεθος της πείνας και της εξαθλίωσης, Κάποια στιγμή όταν μεταγωγικοί και μάχιμοι φαντάροι είχαν στρατοπεδεύσει μαζί τον πλησίασε ένας συγχωριανός του από τη Βρίνα που τον αναγνώρισε και του ζήτησε φαγητό. «Μου λέει αδερφούλη μου πεινάω. Εγώ είχα μια κουραμάνα αλλά όπως τη μεταφέραμε είχε πέσει πάνω της πετρέλαιο. Του το λέω και μου απαντά «δώστη μου». Τέτοια πείνα υπήρχε στο στρατό» υπογραμμίζει.
Δεν ήταν λίγες οι φορές ωστόσο που χρειάστηκε να μείνει έξω στην ύπαιθρο. «Στρώναμε μια κουβέρτα και καμία κλάρα άμα βρίσκαμε και από κάτω έτρεχε το νερό από το χιόνι που έλιωνε. Άλλοι στέκονταν όρθιοι ή κάποιες φορές έστηναν κάποια αυτοσχέδια αντίσκηνα για να προστατευτούν από το κρύο» θυμάται.
Μετά από λίγους μήνες και αφού τα γερμανικά στρατεύματα παρήλαυναν πλέον στην ηπειρωτική χώρα, ο κος .Αλέξανδρος επέστρεψε πίσω στη Βρίνα το Μάιο του 1941 ταλαιπωρημένος από την ατελείωτη πεζοπορία. «Ο κόσμος εδώ ήταν φοβισμένος. Καθένας περίμενε με αγωνία το δικό του άνθρωπο από το μέτωπο» μας λέει περιγράφοντας το κλίμα που επικρατούσε στα χωριά της χώρας.
Τα χρόνια που ακολούθησαν τον πόλεμο ο κος. Αλέξανδρος δούλεψε σκληρά στα κτήματά του ενώ άνοιξε και καφενείο-μπακάλικο στο χωριό προσπαθώντας να ορθοποδήσει. Απέκτησε συνολικά 5 παιδιά, 13 εγγόνια και 12 δισέγγονα, που τον καμαρώνουν και τον φροντίζουν.
Όσο για τη σημερινή κατάσταση της χώρας ο ίδιος δεν είναι αισιόδοξος πως η Ελλάδα μπορεί να κρατήσει εδώ τα νέα παιδιά, τα οποία όμως καλεί να δουλέψουν σκληρά και να ξεχάσουν τις ανέσεις και την καλοπέραση.
Του Βασίλη Σφήνα
patrisnews.com
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου