ΝΤΙΝΟΣ ΨΥΧΟΓΙΟΣ (1915-1982) - ΛΑΟΓΡΑΦΟΣ
Του Διονύση Κράγκαρη*Ήταν Αύγουστος του 1981 και ήταν απόγευμα. Μας περίμενε στη βεράντα του σπιτιού του, που ήταν όνειρο ζωής γη αυτόν, να κάθεται απερίσπαστος πια και συνταξιούχος , να αφιερωθεί ολοκληρωτικά στο έργο της ζωής του, τα Ηλειακά. Περάσαμε στο σαλόνι , μας έφερε φρεσκοκομμένα σταφύλια από τα΄αμπέλι του.
Το φως τ΄Αυγούστου χαμήλωνε και ενώ οι λεύκες θρόιζαν από τ΄αλαφρό αεράκι, ο γελαστός αυτός άνθρωπος που καθόταν απέναντί μας και μας αφηγόταν τη ζωή του , ο πατέρας των παιδικών μας φίλων, γινόταν κι αυτός παιδί, ένα παιδί που ξεκίνησε από κείνο ακριβώς το μέρος, το Νιοχώρι, ψάχνοντας στα απέραντα χωράφια του κάμπου για βότανα, φυτά και λουλούδια. Το όνειρό του να γίνει γεωπόνος. Ταξινομούσε τα φυτά, τα κατέγραφε κι όπως έψαχνε εσκόνταφτε συχνά πάνω σε κάτι σπαράγματα κεραμιδιών, σε κάτι πέτρες παράξενες. Μια μέρα, εκεί που έψαχνε ,ανακάλυψε ένα πήλινο λυχνάρι. Το πήρε σπίτι του, του έβαλε λάδι και μ΄αυτό φωτιζόταν τις νύχτες που διάβαζε ακατάπαυστα.
Μια μέρα επισκέφθηκε το πατρικό του ο καθηγητής Οικονομόπουλος, φίλος του πατέρα του. Ξέρεις ότι φωτίζεσαι με αρχαίο φως, με ένα λυχνάρι 2000 χρόνων; ρώτησε τον νεαρό φιλομαθή.
Λες και φωτίστηκε από κείνη την κουβέντα ο νεαρός Ντίνος Ψυχογιός κι από τότε βάλθηκε να καταγράφει στις βόλτες του ό,τι κι αν συναντούσε. Πέτρες, κεραμίδια, κιούπια, τοπωνύμια, ανθρώπους, λέξεις. Κατέγραφε τα πάντα σε τετράδια, αμέτρητα τετράδια.
Είχε ναυαγήσει τ΄ονειρό του να γίνει γεωπόνος. Μόνο και μόνο γιατί στις εισαγωγικές εξετάσεις επέμενε να γράφει στη δημοτική και όχι στην καθαρεύουσα που επέβαλε το εκπαιδευτικό σύστημα. Απέτυχε δυό φορές για τον ίδιο λόγο. Αλλά έστρεψε την επιμονή του αλλού. Στην έρευνα. Πάλι μόνος. Εκεί μπορούσε να ασχολείται απερίσπαστος, χωρίς τα ασφυκτικά πλαίσια του τότε απαρχαιωμένου εκπαιδευτικού συστήματος.
Το 1940 διορίζεται ταμειακός υπάλληλος στις Φιλιάτες. Εκεί τον βρίσκει ο πόλεμος. Πολεμάει στο μέτωπο. Το Σεπτέμβρη του 41 παντρεύεται τη Διονυσία Μανιάτη. Οι άθλιες οικονομικές συνθήκες της κατοχής τον αναγκάζουν να εγκαταλείψει τη θέση του και να γυρίσει στο Νιοχώρι κάνοντας τον αγρότη. Με την απελευθέρωση επανέρχεται στη θέση του ταμειακού υπαλλήλου, στην αρχή στην Αμαλιάδα και από το 1945 στα Λεχαινά. Όλα αυτά τα χρόνια συνεχίζει τις προσωπικές του έρευνες και συγκεντρώνει πολύτιμο ιστορικό, αρχαιολογικό και λαογραφικό υλικό. Τα χρόνια των Λεχαινών που ήταν και η ακμή της νιότης του, ήταν τα πιο δημιουργικά γι αυτόν. Σ΄αυτά τα χρόνια μπόρεσε να δοθεί στο εσωτερικό πάθος για έρευνα που τον έκαιγε, οργώνοντας με τα πόδια και μια γκλίτσα στο χέρι όλον τον κάμπο και μελετώντας κάθε χορτάρι και πέτρα, κάθε μοναστήρι και αρχείο, κάθε πόλη και χωριό.
Εδώ, μας είπε, υπάρχει το πιο πολύ υλικό, σ΄αυτή τη γούβα, τη Μυρτουντία. Στην Κυλλήνη, τη Γλαρέντζα, το Χλεμούτσι.
Στα Λεχαινά γνωρίστηκε με τον φιλότεχνο φαρμακοποιό Σαράντη Σαραντόπουλο, που προσφέρθηκε να γίνει ο μαικήνας του. .Ο Σαραντόπουλος του έδωσε τον Κώδικα της Παναγίας της Λεχαινίτισσας, εκτός από κάποια φύλλα, και το 1950 κυκλοφόρησε η μελέτη του «Ο Κώδικας της Παναγίας της Λεχαινίτισσας και τα Λεχαινά» με σχόλια ιστορικά τοπωνυμικά, τοπογραφικά και γλωσσικά.
Ο Ψυχογιός όμως δεν παραλείπει να ασχολείται και με άλλα θέματα. Γράφει ποιήματα, αρθρογραφεί και στέλνει ανταποκρίσεις στην Αυγή του Πύργου για τα τοπικά προβλήματα . Ηταν ,αυτό που θα λέγαμε σήμερα, ένας ενεργός πολίτης.
Ώσπου τον Ιούνιο του 1951 έρχεται το ωρίμασμα, γεννιέται ο καρπός της πολύχρονης δουλειάς του. Εκδίδονται τα Ηλειακά στο Τυπογραφείο Χρήστου Ταβλά και Νότη Φούφα, στην Αμαλιάδα. Τι σύμπτωση θα πείτε. Στην Αμαλιάδα δυντελείται εν έτει 2008 και η ανατύπωσή τους.
Τα Ηλειακά της α΄περιόδου τυπώθηκαν σε διάφορα τυπογραφεία, του Πύργου (Φωτόπουλου), Πάτρας ( Μαλεβίτη) και Λεχαινών (Αφών Α.Σκαλτσά). Η έκδοσή τους συνεχίστηκε με έδρα τα Λεχαινά ‘ως το 1962. Την ίδια περίοδο η δράση του δεν περιορίζεται στην έκδοση του περιοδικού, αλλά επεκτείνεται και σε άλλες πολιτιστικές και κοινωνικές πρωτοβουλίες. Επισημαίνω δύο χαρακτηριστικές . Πρώτα την πρωτοβουλία του για αναβίωση ενός ξεχασμένου τοπικού εθίμου, του Γιανιτσαρίστικου Χορού. Το 1954 διοργανώνει τον Α΄Διαγωνισμό Γιανιτσαρίστικου Χορού στα Λεχαινά με γκοτσαριές από Βαρθολομιό, Τραγανό, Στρούσι, Σουλεϊμάναγα και Λεχαινά και το 1956 τον δεύτερο.
Αλλά κι αργότερα , στα χρόνια της μεταπολίτευσης, συμβάλλει στην αναβίωσή του, ενώ πολύτιμα είναι τα στοιχεία της έρευνας που δημοσιεύει στο περιοδικό του και αλλού γύρω από την προέλευση και το τελετουργικό του χορού αυτού.
Αλλά σημαντική είναι η και η συνεισφορά του στην ίδρυση της δημοτικής βιβλιοθήκης των Λεχαινών σε συνεργασία με τον δωρητή της , τον διακεκριμένο οφθαλμίατρο Λεχαινίτη Βασίλη Δημησιάνο. Επίσης πρέπει να αναφέρω τη συμβολή του στη μνήμη των δύο διάσημων Καρκαβιτσέων, του Ανδρέα και του Ντίνου, με διοργάνωση εκδηλώσεων και τη δημοσίευση μελετών για τη ζωή και το έργο τους.
Το 1962 ο Ντίνος Ψυχογιός αναγκάζεται να μετεγκατασταθεί οικογενειακώς στην Αθήνα, γιατί εν τω μεταξύ τα παιδιά του έχουν μεγαλώσει και πρέπει να σπουδάσουν. Εκεί εκδίδει το τελευταίο τεύχος της α΄ περιόδου των Ηλειακών, χωρίς όμως να ανακόψει τη δράση του σε άλλους τομείς της έρευνας και της δημιουργίας. Δίνει διαλέξεις, δημοσιεύει σε περιοδικά και εφημερίδες. Γίνεται ο εμπνευστής και από τα πρώτα ιδρυτικά μέλη της Εταιρείας Ηλειακών Σπουδών.
Το 1972,εξαιτίας της αντιδικτατορικής δράσης του γιου του Δημήτρη, μετατίθεται στα Χανιά της Κρήτης και στην Αθήνα επιστρέφει με τη μεταπολίτευση. Και τον Απρίλη του 1977, μετά από 13 χρόνια, συνταξιούχος πια, γυρίζει στο Νιοχώρι, χτίζει το σπίτι που ονειρευόταν , επανεκδίδει τα Ηλειακά και συμμετέχει απερίσπαστος και με ιδιαίτερο ζήλο στα πολιτιστικά δρώμενα της Ηλείας, ενώ ετοιμάζει ένα φιλόδοξο έργο, το Ιστορικό, λαογραφικό, αρχαιολογικό και γλωσσικό Λεξικό της Ηλείας με πρότυπο τα αντίστοιχα Λεξικά της Πάτρας και της Ζακύνθου.
Ο Ντίνος Ψυχογιός δυστυχώς δεν μπόρεσε να ολοκληρώσει το έργο του. Η γη της Ηλείας τον πήρε για πάντα κοντά της τον Σεπτέμβρη του 1982 σε ηλικία μόλις 67 χρόνων.
Για το μέγεθος της προσφοράς του Ντίνου Ψυχογιού και των Ηλειακών του, μίλησαν και θα μιλήσουν άλλοι αρμοδιότεροι από μένα. Εγώ όμως θα θυμάμαι πάντα αυτά που έγραψε ο ποιητής Γιώργης Παυλόπουλος στο αφιέρωμα του Διαλόγου για τον Ντίνο Ψυχογιό έναν χρόνο μετά τον θάνατό του:
«…Τα σχολικά χρόνια της δικής μου γενιάς πέρασαν μέσα σε μια καταχνιά που με το Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο έγινε σκοτάδι. Δε θυμάμαι να μας έμαθαν τίποτε για την πατρική μας γη, τις παραδόσεις της, το λαό της, την ιστορία της. Συνείδηση της γλώσσας μας πήραμε-όσοι πήραμε- μονάχα μέσα από τον προφορικό λόγο των απλών ανθρώπων και με τη ζωντανή επικοινωνία μαζί τους. Όμως έχω πάντα την εντύπωση ότι η διδαχή που στερηθήκαμε εκείνα τα χρόνια, μου δόθηκε διαβάζοντας τα Ηλειακά του Ντίνου Ψυχογιού. Και τον θυμάμαι με άπειρη ευγνωμοσύνη».
Όπως θα θυμάμαι αυτά που έγραψε ο ίδιος ο Ντίνος ο Ψυχογιός στα Ηλειακά του «…Κάποτε θάρθει και η δικαίωση. Εστω και μετά θάνατο! Είναι πανάρχαιη παράδοση του Ελληνα να αναγνωρίζει ότι αξίζει μετά το θάνατο του δημιουργού του…».
-----------------------------------------------------------------
Εκδήλωση για την επανέκδοση των Ηλειακών
Δημήτρης Κ. Ψυχογιός*
Πρέπει να ήταν 1953 ή 1954 και εγώ, 5-6 χρονών, δεν πήγαινα ακόμη στο Δημοτικό, έτσι μου φαίνεται. Μέναμε τότε στο σπίτι του Μάρτη, ισόγειο στρωμένο με μεγάλα πλακάκια καφετιά και άσπρα, με τη πίσω αυλή να καταλήγει σε μικρό περιβόλι, ζούγκλα από ξινόδεντρα και χόρτα θυμάμαι, που διασχίζοντας την και περνώντας από τρύπα στον φράχτη μπορούσα να βρίσκομαι στο σπίτι του νονού μου, μέλος της φιλοξενούμενης παροικίας των δημοσίων υπαλλήλων και αυτός, ελπίζοντας σε κέρασμα σουτζουκιού, καρυδιού βουτηγμένου σε μουσταλευριά που τα είχε κρεμασμένα από τον τοίχο η νονά μου. Το άλλο χαρακτηριστικό της αυλής μας ήσαν κάτι πήλινα ποτήρια που περιφέρονταν μισοσπασμένα εδώ και εκεί, κατάλοιπα των άκαρπων προσπαθειών του Ντίνου Ψυχογιού να κατασκευάσει βολταϊκά στοιχεία που θα τροφοδοτούσαν με ηλεκτρισμό το ραδιόφωνό μας, ώστε να απαλλαγεί από το κόστος αγοράς των πανάκριβων, τότε, μπαταριών. Ραδιόφωνα να λειτουργούν με ηλεκτρικό από δίκτυο δεν τα ξέραμε, άλλωστε τα Λεχαινά τότε είχαν ρεύμα μόνο λίγες ώρες το βράδυ.
Το σπίτι μας ήταν κοντά στο Γυμνάσιο, εκείνο το δίπατο νεοκλασικό με την πετροχτισμένη καγκελόφραχτη μάντρα που τη στόλιζαν πικροδάφνες, με τον φοίνικα δίπλα στην πύλη της και τον ανάγλυφο χάρτη της Κύπρου κάτω από τον φοίνικα, όπως θα θυμούνται οι παλιότεροι. Ακριβώς απέναντι από την πύλη της εισόδου με τον φοίνικα, στην αριστερή γωνία του δρόμου που έβγαζε από το Γυμνάσιο στην Πλατεία, είχε ανοίξει μαγαζί, μικρό μπακάλικο ή ίσως ψιλικατζίδικο, ο Νικάκης Πολλάτος. Θυμάμαι αμυδρά μόνο κάτι τσουβάλια με φακές και φασόλια –μπορεί όμως να είναι και αναμνήσεις από το μαγαζί του πατέρα του Μπίλη Κράγκαρη– και πεντακάθαρα κάτι μεγάλα γυάλινα βάζα που φιλοξενούσαν το αντικείμενο του πόθου μου: καραμέλες. Άλλες τυλιγμένες σε χαρτιά και άλλες χύμα, οι κλασσικές «του αστακού» με το σκληρό περίβλημα και τη μαλακή γέμιση, και κάτι κόκκινες και κίτρινες που έλυωναν σιγά-σιγά στο στόμα και έστελναν παλμούς ηδονής σε όλο το σώμα. Της κανέλλας οι πρώτες, του λεμονιού οι δεύτερες, τετράγωνες σαν πλίθες, με κάτι ελάχιστες ανάγλυφες τελείες στις δύο όψεις τους.
Οι σπάνιες δεκάρες και τα ακόμα σπανιότερα πενηνταράκια που αποκτούσαμε (μπορεί και «κατοστάρικα» ή και «πεντακοσάρικα» χάρτινα να ήσαν, δεν θυμάμαι αν ήταν την εποχή των κερμάτων ή των χαρτονομισμάτων) γίνονταν καραμέλες. Μου φαίνεται ότι κάποιοι πλούσιοι αγόραζαν και σοκολάτες σε μικρές πλάκες, αλλά δεν είμαι σίγουρος, μπορεί να είναι ανάμνηση μεταγενέστερης εποχής.
Όμως οι δεκάρες και τα πενηνταράκια ήσαν σπάνια, δεν περίσσευαν ούτε του νονού ούτε του πατέρα και ο πόθος δεν εκπληρωνόταν: συχνά έμενα να κοιτάζω με λιγούρα τις καραμέλες και να ζηλεύω άλλα παιδιά που τις αποκτούσαν – τα οποία δεν ήσαν αναγκαστικά πλουσιότερα από εμένα: έβλεπα πολλά να φέρνουν στον Νικάκη αυγά και να παίρνουν σε αντάλλαγμα καραμέλες. Ό,τι δεν μπορούσε να πετύχει η τσέπη του πατέρα, το κατάφερνε η αυλή της μητέρας, έστω και παρά τη θέληση της ίδιας: πρέπει να ήσαν κλεμμένα από το οικογενειακό κοτέτσι τα περισσότερα από εκείνα τα αυγά, που συχνά απορρίπτονταν επειδή δεν ήσαν παρά «φώλοι» ή κλούβια που τα είχαν εντοπίσει καθυστερημένα τα παιδικά μάτια κάπου, εκεί που της μητέρας είχαν αποτύχει τότε που έπρεπε.
Εμείς όμως κότες δεν είχαμε· αιτία πρέπει να ήταν πως στο προηγούμενο σπίτι που μέναμε («του Τσαγρή») είχε εξολοθρεύσει όλο το κοτέτσι μας η πτώση πλίθινου τοίχου μετά από ισχυρή νεροποντή: ξυπνήσαμε το πρωί και τις βρήκαμε όλες σκοτωμένες, ψόφιες, ούτε να τις φάμε δεν μπορούσαμε. Μετά από αυτή την καταστροφή, το ζωικό κεφάλαιο της οικογένειας είχε μάλλον καθυστερήσει να αποκατασταθεί.
Δεν είχαμε, λοιπόν κότες και αυγά· στην αυλή κυκλοφορούσαν μόνο εκείνα τα πήλινα κουρούπια του πατέρα μου που απέτυχαν να γίνουν μπαταρία αλλά το σπίτι μέσα ήταν γεμάτο «Ηλειακά». Αφού αυτά είχαμε, με αυτά θα πήγαινα και εγώ στον Νικάκη να τα ανταλλάξω με καραμέλες της κανέλας και του λεμονιού. Δεν ρώτησα, τα έκλεψα όπως οι συμμαθητές μου τα αυγά, τα έβαλα διπλωμένα κάτω από τη μασχάλη να μη φαίνονται, τα θυμάμαι πολύ καλά όλα αυτά.
Όπως θυμάμαι ότι ψιλόβρεχε εκείνη την ημέρα και ότι είχε εξώφυλλο μπλε χρώμα το τεύχος που του παρέδωσα. Το κοίταξε ξαφνιασμένος και ίσως φοβισμένος: Το έφερες για να το αγοράσω; με ρώτησε. Το έχω πάρει, πρόσθεσε βιαστικά, φοβούμενος πως με είχε στείλει ο πατέρας μου ως πλασιέ να του το πουλήσω ή να τον γράψω συνδρομητή. Όχι, το έφερα να μου δώσεις καραμέλες, όπως οι άλλοι σου φέρνουν αυγά, εξήγησα.
Γέλασε ο Νικάκης _ και επειδή ανακουφίστηκε και επειδή του φάνηκε αστείο, υποθέτω· και τι να τα κάνω εγώ τα Ηλειακά, Δημητράκη; Δεν πουλιούνται όπως τα αυγά. Δεν κοιτάς μήπως μπορείς να βρεις απ΄ αυτά; μου είπε και μου επέστρεψε το περιοδικό.
Σε θεωρητικό επίπεδο, με την απάντηση του ο Νικάκης έθετε τη γραφή και τα βιβλία, εκτός συναλλαγών, εκτός οικονομικών διαδικασιών. Πρόκειται για μεγάλο ζήτημα που απασχολεί πολλούς επιστήμονες αλλά αυτό δεν το ήξερα τότε – αυτό που καταλάβαινα ήταν το πρακτικό επίπεδο: τα προϊόντα του οίκου μας ήσαν κατώτερα από τα προϊόντα των άλλων οικογενειών.
Παρέλαβα το τεύχος, το έβαλα κάτω από τη μασχάλη και ξαναγύρισα σπίτι, σαν βρεγμένη γάτα, ντροπιασμένος και γεμάτος ερωτηματικά· μου ήταν ακατανόητο αυτό που είχε συμβεί. Ήξερα, είχα ακούσει, είχα καταλάβει –πίστευα τέλος πάντων ότι αυτό που έφτιαχνε ο πατέρας μας ήταν σπουδαιότερο από τα αυγά. Μήπως είχα λάθος;
Μου φαίνεται πως η κλασική διαδικασία απόρριψης του πατέρα, αποδόμησής του, δολοφονίας του ή όπως αλλιώς το λένε αυτό ψυχολόγοι και ψυχαναλυτές, άρχισε για μένα εκείνη τη στιγμή, κάπως νωρίτερα από όσο έπρεπε. Βοηθούσαν και τα παράπονα της μητέρας μας που όσο και αν εκτιμούσε τη δόξα που προσπόριζαν στην οικογένεια τα Ηλειακά θα προτιμούσε να είχε άλλες ασχολίες ο πατέρας, περισσότερο προσοδοφόρες – κυρίως όμως να έχει περισσότερο χρόνο για τα παιδιά του και για αυτή. Αλλά αφού αυτή ήταν η μανία του, τι να κάνει; Ήταν υποχρεωμένη να την αποδεχθεί, όπως ήμασταν και τα παιδιά υποχρεωμένα να συμβιβαστούμε και να αποδεχόμαστε ως ισότιμα με τις καραμέλες ή άλλα αγαθά που εκτιμούσαμε, τις επισκέψεις λογίων και καθηγητών, που έρχονταν, μερικές φορές από μέρη τόσο μακρινά όσο η Γαλλία και η Αμερική, να συγκεντρώσουν στοιχεία για να γράψουν τα σπουδαία βιβλία τους και δεν παρέλειπαν να ζητήσουν τη βοήθεια του τοπικού λόγιου, του πατέρα μας. Και όλα κυλούσαν προς όφελος της επιστήμης αλλά εις βάρος του οικογενειακού μας προϋπολογισμού· διότι ενίοτε έπρεπε και να τους τραπεζώνουμε με τρόπο αντάξιο προς τη σπουδαιότητά τους.
Μερικοί ήσαν περισσότερο σημαντικοί από όσο νόμιζα. Όταν θα πήγαινα στη Γαλλία για σπουδές, ο πατέρας μας μου έδωσε έναν μπουκάλι ούζο και τους χαιρετισμούς του, να τα μεταφέρω σε κάποιον καθηγητή Πωλ Λεμέρλ, άγνωστο εντελώς σε μένα τότε. Προτίμησα να καταναλώσω το ούζο με τους φίλους στο Παρίσι και στον Ντίνο Ψυχογιό ανέφερα ότι παρά τα τηλεφωνήματά μου δεν τον βρήκα, πρέπει να έλειπε εκείνη την εποχή. Δύο χρόνια μετά, αναγκάστηκα να ζητήσω πολιτικό άσυλο στη Γαλλία· είχα τα «τυπικά προσόντα», δικτατορία είχαμε και διωκόμουν, όμως χρειαζόταν και έξωθεν υποστήριξη το αίτημά, χρειαζόταν μέσον δηλαδή για εξασφαλιστεί ότι δεν θα με απελάσουν, και μου συνέστησαν να καταφύγω στον άνθρωπο που είχε βοηθήσει και άλλους συμπατριώτες να τα βγάλουν πέρα, τον μακαρίτη καθηγητή Νίκο Σβορώνο, που ήταν πρόσφυγας και αυτός στη Γαλλία από την εποχή του εμφύλιου, διακεκριμένος επιστήμονας και μέλος του ΚΚΕ (εσωτερικού). Δεν τον ήξερα, ανέλαβε κάποια φίλη να του μιλήσει για μένα, μου έκλεισε ραντεβού, συναντηθήκαμε, συζητήσαμε, υποσχέθηκε να με βοηθήσει, καίτοι είχε πολλές ενστάσεις και για τις πολιτικές μου απόψεις και για τις πράξεις μου. Τελικά μου δόθηκε το πολιτικό άσυλο.
Χρόνια μετά, είχε πεθάνει ο Σβορώνος, συζητούσα με την φίλη (την ιστορικό Ματούλα Κουρουπού, σύζυγο του συνθέτη Γιώργου Κουρουπού) που με είχε συστήσει στον μακαρίτη και ήταν παρούσα στη συζήτηση, πόσο υποχρεωμένος του ήμουν που με είχε βοηθήσει και πόσο ανεκτικοί ήσαν στο Κομμουνιστικό Κόμμα Γαλλίας που δέχθηκαν να μεσολαβήσουν και ας ήμουν εγώ επικίνδυνος αριστεριστής και εκείνος του ΚΚΕ (εσ) – το ΚΚΓ αναγνώριζε μόνο το επίσημο ΚΚΕ. Διότι πίστευα πως κάποιοι από το πανίσχυρο ΚΚΓ ήσαν τα μέσα του Σβορώνου. Και μου είπε η φίλη «σιγά μην πήγε στο PCF [το ΚΚΓ δηλαδή]· στον φίλο του τον Πωλ Λεμέρλ πήγε, τον βυζαντινολόγο, που ήταν μοναχός στο τάγμα των Ιησουιτών· έχουν πολύ μεγάλη δύναμη αυτοί στη Γαλλία».
Μπορεί τα Ηλειακά να μη μου εξασφάλισαν την καραμέλα που λιγουρευόμουνα, θέλω να πιστεύω όμως ότι ο Λεμέρλ αναγνώρισε το όνομα και, αγνοώντας ότι είχε χάσει ένα μπουκάλι ούζο, υπήρξε θερμός στη συνηγορία του για μένα στα κατάλληλα ισχυρά πρόσωπα – και τα Ηλειακά με γλίτωσαν από την απέλαση. Αλλά ο Ντίνος Ψυχογιός είχε πεθάνει και δεν μπορούσα να του το πω, να νιώσει περήφανος.
*Τα κείμενα αυτά διαβάστηκαν στην εκδήλωση της 17/5/2008
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου