223 άμαχοι, παιδιά, γυναίκες, άνδρες, ηλικιωμένοι, ζητούν δικαίωση για τη θυσία τους...Ή έστω και καθυστερημένη, κυριολεκτικά στο παρά πέντε, απόφαση της κυβέρνησης να παρέμβει στη Δίκη της Ιταλίας κατά της Γερμανίας που διεξάγεται στο Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης και η διεκδίκηση
των αποζημιώσεων για τη σφαγή των κατοίκων του Διστόμου από άνδρες των SS στις 10 Ιουνίου 1944 αποτελούν μια ύστατη προσπάθεια να αποδοθεί Δικαιοσύνη για ένα μεγάλο έγκλημα.
Και δεν ήταν το μόνο που διέπραξαν οι κατακτητές στο διάστημα 1941-1943. Καλάβρυτα, Χορτιάτης, Κομμένο, Κάνδανος, Σκοπευτήριο Καισαριανής είναι μερικοί μόνο από τους τόπους-θέατρα της ανείπωτης τραγωδίας που έζησαν χιλιάδες Έλληνες άμαχοι εκείνα τα τραγικά χρόνια.
Ο κατάλογος των τόπων θυσίας είναι μακρύς. Οι σφαγές με στόχο την τρομοκράτηση των αμάχων για να μην ενισχύουν τους αντάρτες που μάχονταν τους κατακτητές, ατελείωτες. Μία από τις μεγαλύτερες μαζικές σφαγές είναι και αυτή του Διστόμου.
Οι ναζί εκτέλεσαν 223 αμάχους ύστερα από μια σύντομη μάχη με τους αντάρτες στο Στείρι που είχαν ως αποτέλεσμα οι γερμανικές δυνάμεις να υποστούν μικρές απώλειες.
Γι’ αυτή τη σφαγή ουδείς από τους αυτουργούς πλήρωσε. Και μόνο ο στρατηγός Χέλμουτ Φέλμι, διοικητής του Σώματος Στρατού στο οποίο υπαγόταν η μονάδα των σφαγέων του Διστόμου καταδικάστηκε στη Νυρεμβέργη σε 15 χρόνια. Και από αυτή την ποινή εξέτισε μόνο τα τρία χρόνια.
Οι δολοφόνοι
ΑΛΕΞΑΝΤΕΡ ΛΕΡ: Ανώτατος διοικητής των γερμανικών δυνάμεων νοτιοανατολικής Ευρώπης. Τον Οκτώβριο του 1942 εξέδωσε διαταγή για την εφαρμογή μαζικών αντιποίνων. Ο άμαχος πληθυσμός μιας περιοχής στην οποία σημειωνόταν μια αντιστασιακή ενέργεια θεωρείτο συνυπεύθυνος και οι κάτοικοι συλλαμβάνονταν και εκτελούνταν. Με το τέλος του πολέμου συνελήφθη από τους Βρετανούς οι οποίοι τον παρέδωσαν στους Γιουγκοσλάβους παρτιζάνους του Τίτο. Δικάστηκε το 1947 στο Βελιγράδι και εκτελέστηκε για εγκλήματα πολέμου σε βάρος των λαών της Γιουγκοσλαβίας και της υπόλοιπης Βαλκανικής.
ΧΕΛΜΟΥΤ ΦΕΛΜΙ: Γερμανός στρατηγός, διοικητής του 68ου Σώματος Στρατού. Ο μοναδικός Γερμανός αξιωματικός που καταδικάστηκε για το Δίστομο. Ήταν κατηγορούμενος στη λεγόμενη «υπόθεση των επτά» της δίκης εγκληματιών πολέμου στη Νυρεμβέργη στη διετία 1947-1948. Μεταξύ των κατηγοριών ήταν και αυτή για τη σφαγή του Διστόμου.
Στην απόφαση αναφέρεται ότι «δεν εξεδήλωσε ενδιαφέρον για να επιβάλει στον υπεύθυνο αξιωματικό την ανάλογη ποινή» για τη σφαγή. Καταδικάστηκε σε φυλάκιση 15 ετών, αλλά έπειτα από τρία χρόνια ο Αμερικανός επίτροπος στη Γερμανία μείωσε την ποινή στα τρία χρόνια και αφέθη ελεύθερος
ΧΑΪΝΤΣ ΖΑΜΠΕΛ: Διοικητής της ομάδας εφόδου των SS στη Λειβαδιά. Συνελήφθη από τους Γάλλους στη Γερμανία και εκδόθηκε στην Ελλάδα.
Παρέμεινε στις ελληνικές φυλακές (φωτογραφία από τις φυλακές Αβέρωφ) έως το 1953. Η κυβέρνηση της τότε Δυτικής Γερμανίας άσκησε έντονες πιέσεις για την αποφυλάκισή του και ο γερμανικός Τύπος της εποχής τον χαρακτήριζε «τελευταίο Γερμανό αιχμάλωτο πολέμου στην Ελλάδα».
Η Ελλάδα τον άφησε ελεύθερο έπειτα από διαβεβαιώσεις ότι θα συνεχιζόταν η δικαστική διαδικασία στη Γερμανία. Απαλλάχτηκε από την πρώτη «έρευνα» (1953-1954) γιατί ο Γερμανός δικαστής έκρινε ότι αποδείχθηκε η συμμετοχή του στη σφαγή στο Δίστομο και στο Καλάμι. Μια δεύτερη έρευνα έγινε το 1969, αλλά η εισαγγελία του Μονάχου απεφάνθη ότι τα εγκλήματά του είχαν παραγραφεί ήδη από το 1964.
ΚΟΥΡΤ ΡΙΚΕΡΤ: Διοικητής του 1ου Τάγματος του 7ου Συντάγματος Τεθωρακισμένων Γρεναδιέρων των SS που είχε εγκατασταθεί στη Λειβαδιά από την 1η Ιουνίου 1944 για «λόγους ασφαλείας της περιοχής». Έδωσε τη διαταγή για την επιχείρηση στο Δίστομο. Η υπόθεσή του ερευνήθηκε μαζί μ’ αυτή του Ζάμπελ και απαλλάχτηκε κι αυτός λόγω παραγραφής.
ΦΡΙΤΣ ΛΑΟΥΤΕΝΜΠΑΧ: Επικεφαλής της ομάδας των SS που έκανε τη σφαγή του Διστόμου. Στις «ανακρίσεις» που διέταξαν οι ανώτεροί του για τις εκτελέσεις ελέγχθηκε μόνο για «λανθασμένη υπηρεσιακή αναφορά».
Ο Λάουτενμπαχ υποστήριξε ότι χτυπήθηκε από ισχυρή ομάδα ανταρτών του ΕΛΑΣ όπου έχασε πέντε άνδρες και γι’ αυτό διέταξε να χτυπηθεί το Δίστομο βαφτίζοντας τους αμάχους, γυναίκες, γέρους και παιδιά, ένοπλους αντάρτες: «Καταμετρήθηκαν 250 έως 300 νεκροί ύποπτοι για συμμετοχή σε αντάρτικη ομάδα αλλά και μέλη της». Ο Λάουτενμπαχ σκοτώθηκε τον Οκτώβριο του 1944 κατά την υποχώρηση των Γερμανών από την Ουγγαρία.
ΚΑΡΛ ΣΙΜΕΡΣ: Διοικητής του Συντάγματος των Τεθωρακισμένων Γρεναδιέρων των SS στο οποίο υπαγόταν ο Λάουτενμπαχ, 38 ετών. Σκοτώθηκε από νάρκη στη Βόρεια Ελλάδα στις 18 Σεπτεμβρίου 1944 κατά την υποχώρηση των Γερμανών.
«Ενώθηκε το κρασί με το αίμα. Μια πηχτή κρέμα που πάνω της έπλεαν πτώματα»
Από το 1944 μέχρι σήμερα πολλοί ερευνητές έχουν καταγράψει τις μαρτυρίες των διασωθέντων από τη σφαγή του Διστόμου. Ο Στάθης Στάθας, μέλος του Δ.Σ. του Πολιτιστικού Συλλόγου Διστόμου, κατέγραψε μερικές συγκλονιστικές μαρτυρίες και τις δημοσίευσε στα «Ιστορικά» (τ. 241) της εφημερίδας «Ελευθεροτυπία». Από αυτές τις μαρτυρίες δημοσιεύουμε σήμερα ορισμένα αποσπάσματα.
Παναγούλα Σκούτου (το γένος Μαλάμου), 13 χρονών τότε: «…Ο πατέρας μου μας προέτρεψε να κατεβούμε στο κατώι, να κλειστούμε και να περιμένουμε. Κατεβήκαμε και αμπαρωθήκαμε. Έφταναν ουρλιαχτά, άγριες κραυγές, πυροβολισμοί από τα διπλανά Καλαματέικα σπίτια. Η αγωνία άρχισε να γίνεται τρόμος.
Μερικές γυναίκες κρύφτηκαν πλάι στα βαρέλια, άλλες στις γωνιές στις λαδικές. Βάλαμε και τον πρόσθετο σύρτη-μάνταλο στην πόρτα. Έπεσε μια θανατερή ησυχία. Κάποια στιγμή ακούμε στην αυλή τη φωνή, τη στριγκλιά φωνή ενός γειτονόπουλου, του Λουκά του Παπανικολάου, να ζητάει βοήθεια: “
Οχ, μπάρμπα Σπύρο, σώσε με!”. Έκλαιγε και φώναζε. Ο πατέρας μου μόλις κατεβήκαμε στο κατώι είχε βάλει και αβγά σε βαθύ πιάτο και κρασί σε κανάτι για να τα έχει ως φίλεμα στους Γερμανούς αν τυχόν και έρχονταν. Μόλις άκουσε τη φωνή του Λουκά μου λέει: “Παναγούλα, φέρε τα τρόφιμα”.
Άνοιξε την πόρτα (…) Ο πατέρας μου σηκώνει τα χέρια φιλικά και φωνάζει για να καταπραΰνει το Γερμανό: “Γκουτ μπόι” εννοώντας το τραυματισμένο παιδί. Ο Γερμανός όμως, άγριος, έκαμε νόημα να μπούμε στο κατώι, γρύλισε ένα “καπούτ” και αρνήθηκε τις προσφορές μας. Εμείς υπακούσαμε.
Μόλις πατήσαμε μέσα ορθώθηκε μπροστά στην πόρτα, έφερε καταπάνω μας το όπλο και με μια συνεχόμενη ριπή άρχισε να σκορπίζει το θάνατο πυροβολώντας ολόμπαντα (…) Το κατώι είχε μια κολόνα στη μέση. Πρώτος έπεσε και σωριάστηκε σ’ αυτήν ο πατέρας μου Σπύρος Μαλάμος, 67 χρόνων. Ύστερα η Μαρία Λάμπρου, 50 χρόνων.
Η Μαριέττα Φιλίππου, γύρω στα 30. Ήταν έγκυος και μαζί της σφάδαζε και το παιδί στην κοιλιά. Ο ανιψιός μου Στάθης Σταθάς, γιος της αδερφής μου Γιαννούλας, 5 χρόνων.
Οι γάμπες του ήταν σκισμένες, χαραγμένες όπως σχίζουμε τις μπριζόλες και το κρέας του χυνόταν άσπρο στο χώμα.
Η Δήμητρα Μαλάμου, 38 χρόνων, με το γιo της Γιάννη, 8 χρόνων, καθισμένη σε γούρνα όπου βάζαμε βυτίνα λαδιού, με κομμένο σαν με λεπίδα το καύκαλό της και τα μυαλά της χυμένα στους ώμους σαν από μια γεμισμένη κούπα, και στον πανέμορφο λαιμό της. Δεν ξέρω αλλά κρατήσαμε την ανάσα μας τόσο όσο δεν αντέχει ανθρώπινος οργανισμός. Αυτός συνέχισε να μας κλοτσάει όπως τα σφαχτά γρυλίζοντας “έι, έι” για να δει αν έχει μείνει κανένας ζωντανός.
Μέσα σ’ αυτή την αβάσταχτη νέκρα πήγε κι έβγαλε τις κάνουλες από τα βαρέλια του κρασιού. Άρχισε με βουή και φουρφουρητό να χύνεται το κρασί. Φυσούσε το κρασί κι ο ήχος του ο φριχτός γέμισε το κατώι. Ενώθηκε το κρασί με το αίμα των σκοτωμένων και έγινε μια θάλασσα αίματος και κρασιού, μια πηχτή κρέμα που πάνω της έπλεαν πτώματα και σερνόμαστε μωροζώντανοι…».
Παναγιώτης Σφουντούρης (6 χρονών τότε): «…Ήρθαμε στο σπίτι μας και αντικρίζω τη μάνα μου σκοτωμένη, γονατιστή στην αγκωνή στο τζάκι. Μόλις την ακούμπησα σωριάστηκε χάμω. Ο πατέρας μου ήταν σκοτωμένος πάνω στο κρεβάτι. Στο άλλο μικρό κρεβάτι, δίπλα στο τζάκι, ξεκοιλιασμένος ο αδερφός μου Νίκος, δύο χρόνων…».
Παναγιώτης Αν. Σεχρεμέλης (11 χρόνων τότε): «…Ξαφνικά χτύπησε η πόρτα και ανοίγοντας βλέπω δύο Γερμανούς με προτεταμένα τα αυτόματα να μας λένε να βγούμε έξω. Βγήκαμε στο μπαλκόνι και κατεβήκαμε στην αυλή, όπου μας ανέμεναν άλλοι τρεις Γερμανοί. Τότε μας σπρώχνουνε όλους μπροστά στο φούρνο της αυλής μας
. Η γιαγιά κατάλαβε ότι θα μας σκοτώνανε και μας τράβηξε προς το πλυσταριό, όπου βρισκόταν το αποχωρητήριο. Ο καμπινές ήταν μια απλή γούρνα με δυο χοντρά ξύλα για να πατάμε. Γρήγορα η γιαγιά μου κάθεται στο μέρος και προσποιούμενη τη φυσική της ανάγκη με άρπαξε από το χέρι και με έβαλε μέσα στη γούρνα, καλύπτοντας το εξέχον κεφάλι μου με το σώμα της. Αυτό και με έσωσε!».
Η κοινή μοίρα Ελλήνων και Γάλλων αμάχων
Την ίδια μέρα που οι ναζί στρατιώτες εξολόθρευαν τους άνδρες τις γυναίκες και τα παιδιά του Διστόμου, μέλη των SS σκότωναν εκατοντάδες αμάχους στο χωριό Οραντούρ της κεντροδυτικής Γαλλίας κοντά στη Λιμόζ, στις όχθες του ποταμού Γκλαν.
Περισσότεροι από 800 άμαχοι, μεταξύ των οποίων ήταν 258 μαθητές και 30 νήπια, έπεσαν θύματα μιας ακόμη απερίγραπτης σφαγής. Όπως και στην περίπτωση του Διστόμου η δικαιολογία ήταν η ίδια: η δράση των ανταρτών (μακί). Οι στρατιώτες των SS μπήκαν στο Οραντούρ το μεσημέρι του Σαββάτου 10 Ιουνίου, την ώρα που οι συνάδελφοί τους στο Δίστομο ολοκλήρωναν το δολοφονικό τους έργο. Συγκέντρωσαν όλους τους κατοίκους στην πλατεία για να κάνουν δήθεν έλεγχο ταυτοτήτων.
Όσοι προσπάθησαν να ξεφύγουν εκτελέστηκαν επί τόπου. Οι άνδρες των SS ξεχώρισαν τα γυναικόπαιδα και τα κλείδωσαν στην εκκλησία. Λίγο αργότερα έβαλαν φωτιά. Όσες γυναίκες και παιδιά βρίσκονταν μέσα στην εκκλησία κάηκαν.
Ορισμένες γυναίκες που προσπάθησαν να σωθούν σπάζοντας μια πόρτα εκτελέστηκαν με ριπές αυτομάτου, εκτός από μία που κατάφερε να ξεφύγει. Στη συνέχεια οι άνδρες του χωριού οδηγήθηκαν στο νεκροταφείο και σε διάφορες γεωργικές εγκαταστάσεις και εκτελέστηκαν όλοι. Οι δολοφόνοι ήταν τόσο μεθοδικοί που εξέταζαν ένα ένα τα πτώματα.
Αν έβλεπαν ότι κάποιος δεν είχε ξεψυχήσει του έδιναν τη χαριστική βολή. Στη συνέχεια σκέπαζαν τα πτώματα με ξύλα και τα έκαιγαν. Το μεγαλύτερο μέρος των ναζί έφυγε από το χωριό μετά τις 10 το βράδυ.
Πήγαν στο γειτονικό Ντιέλ όπου γιόρτασαν την «επιτυχή εξέλιξη» της επιχείρησής τους. Στο χωριό έμεινε ένα μικρό τμήμα σε ένα σπίτι, το μοναδικό που δεν είχαν πυρπολήσει. Οι άνδρες του τμήματος πέρασαν τη νύχτα τους τραγουδώντας και πίνοντας σαμπάνια…
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου