Ο φαρμακοποιός, κάπως επιφυλακτικός, αλλά ευγενικός και με ένα ελαφρύ χαμόγελο, την ρωτά:
- Γεια σας. Τί θα θέλατε;
Η Τσιγγάνα μπαίνει κατευθείαν στο «ψητό»:
- Θέλω φάρμακο για τις μ@@@ψειρες.
Ο φαρμακοποιός, νιώθει αρχικά μια αμηχανία που στην συνέχεια συνοδεύεται από ένα αίσθημα ντροπής για την αθυροστομία της ιδιαίτερης πελάτισσάς του, που τον κάνει να αισθάνεται άβολα μπροστά στους υπόλοιπους πελάτες, οι οποίοι στο άκουσμα της παραγγελίας της Τσιγγάνας αρχίζουν να κρυφογελούν και να σχολιάζουν μεταξύ τους. Αφού περνούν λίγα δευτερόλεπτα, ο φαρμακοποιός ανακτά την αυτοκυριαρχία του και την ψυχραιμία του και με έντονο και αυστηρό ύφος απευθύνεται στην Τσιγγάνα, λέγοντάς της:
- Σας παρακαλώ πολύ κυρία μου! Τί τρόπος είναι αυτός που μιλάτε; Που νομίζετε ότι βρισκόσαστε; Άκου «μ@@ο@@ψειρες»! Βγείτε αμέσως έξω κι αφού μάθετε πως λένε το φάρμακο, ελάτε ξανά να το ζητήσετε με κόσμιο τρόπο.
Όντως, η Τσιγγάνα αφού μουρμουρίζει κάτι με εμφανή την δυσαρέσκειά της, βγαίνει από το φαρμακείο και επιστρέφει μετά από μισή ώρα. Αφού έρχεται η σειρά της και πάλι, στέκεται μπροστά στον φαρμακοποιό, ο οποίος είναι περισσότερο επιφυλακτικός από πριν, γιατί δεν ξέρει τι θα εκστομίσει αυτή την φορά η Τσιγγάνα. Παρ’ όλο αυτό όμως, προσπαθεί να επιστρατεύσει και πάλι την ευγένεια με το χαμόγελό του και την ρωτά:
- Παρακαλώ κυρία μου. Μάθατε πως λένε το φάρμακο που ζητάτε;
- Ναι. Θέλω το «Φθιρέξ» για τις ψείρες.
Ο φαρμακοποιός, αφού ασυναίσθητα αφήνει να του ξεφύγει ένα φύσημα ανακούφισης, την ρωτά στην συνέχεια:
- Πολύ ωραία. Και τί ποσότητα θα θέλατε;
Κι απαντά η Τσιγγάνα:
- Πιάσε για…καμιά δεκαριά μ@@@ιά!
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου