Είναι πια σύνηθες φαινόμενο οι γονείς (κυρίως οι μητέρες) να απευθύνονται σε επαγγελματίες ψυχικής υγείας προκειμένου να τους βοηθήσουν στα προβλήματα που αναφέρουν ότι αντιμετωπίζουν τα παιδιά τους. Συχνά όμως τα προβλήματα αυτά στην πραγματικότητα δεν υπάρχουν – και η «παρατήρησή» τους είναι...
... απόρροια των ανησυχιών, αγχών και ενοχών των γονέων: επειδή δεν έχουν προσφέρει όσα θεωρούν πως θα έπρεπε, επειδή σε κάποια στιγμή της ανάπτυξης του παιδιού τους δεν ήταν όσο παρόντες πιστεύουν ότι όφειλαν να είναι, επειδή συγχέουν φυσιολογικές καταστάσεις και συμπεριφορές με παθολογικές… ο κατάλογος είναι μακρύς.
της Διονυσίας Χ. Αγγελοπούλου *
Και η «αναπλήρωση» για τα πιθανά ελλείμματα, η «επανόρθωση» για τυχόν λάθη και η επιβεβαίωση ότι είναι καλοί γονείς περνάει μέσα από το γραφείο κάποιου ειδικού – χωρίς, όμως, να υπάρχει πάντα κάποιο αντικειμενικό πρόβλημα.
Άλλες φορές, το πρότυπο συμπεριφοράς είναι ακριβώς το αντίστροφο: κάποτε υπάρχει όντως ανάγκη βοήθειας, όταν δηλαδή ένα πρόβλημα αρχίζει να φαίνεται ή είναι ήδη έκδηλο σε όλη του την έκταση, όμως οι γονείς αποφεύγουν να το αντιμετωπίσουν, σαν να επρόκειτο να πάψει να υφίσταται αν προσποιηθούν ότι δεν το βλέπουν. Υπάρχουν περιπτώσεις όπου το σύνολο της συμπεριφοράς του παιδιού είναι μια έκκληση για βοήθεια, αλλά οι γονείς κωφεύουν – για τους δικούς τους λόγους ο καθένας, που προφανώς εξυπηρετούν τους ίδιους, αλλά κάνουν πολύ κακό στο παιδί.
Οι δύο αντιδράσεις που σκιαγραφήθηκαν παραπάνω αποτελούν δύο παραδείγματα γονεϊκής συμπεριφοράς: η υπερβολή και η πολύ μεγάλη προστασία από τη μία – και η έλλειψη του απαιτούμενου ενδιαφέροντος, από την άλλη. Προσωπικά, χαίρομαι πολύ να συναντώ τους «επαρκώς καλούς» γονείς, δηλαδή γονείς που διαθέτουν ταλέντο και διαίσθηση στο να φέρνουν εις πέρας τα «βασικά» γονεϊκά καθήκοντα. Για την επιτυχία ενός γονέα στα καθήκοντα αυτά δεν απαιτείται ιδιαίτερη ευφυϊα ή/και μόρφωση. Κι όμως, είναι σε αυτά ακριβώς τα καθήκοντα που οι περισσότεροι, τις περισσότερες φορές, αποτυγχάνουν. Όχι λόγω της δυσκολίας του έργου αυτού καθεαυτού, όσο λόγω έλλειψης της κατάλληλης νοοτροπίας από το ξεκίνημα της γονεϊκής ιδιότητας, από τη στιγμή δηλαδή της γέννησης ενός παιδιού.
Κι ας ξεκινήσουμε να περιγράφουμε τα βασικά αυτά καθήκοντα, τα οποία θεωρούνται τόσο δεδομένα και αυτονόητα, ώστε πολύ λίγοι μπαίνουν στον κόπο να σκεφτούν τι ακριβώς συνεπάγονται, σαν να ήταν η επιτυχημένη εκτέλεσή τους εγγυημένη. Κατ΄αρχήν, από τη στιγμή που ένα παιδί έρχεται στον κόσμο, του οφείλεται απεριόριστος σεβασμός: σεβασμός στους βιολογικούς και πνευματικούς ρυθμούς του (για να αρχίσουμε από τα στοιχειώδη), στις δυνατότητες με τις οποίες ξεκινάει τη ζωή του, στις ικανότητες που θα αποκτά σταδιακά, στην κάθε σοβαρή προσπάθειά του, στην προσωπικότητα που θα διαμορφώσει τελικά - σεβασμός σε ό,τι είναι και κάνει. Σεβασμός, σε αυτό το πλαίσιο, σημαίνει αναγνώριση του γεγονότος ότι μπροστά μας αναπτύσσεται ένας ξεχωριστός από εμάς άνθρωπος, που δεν είναι ιδιοκτησία μας, ούτε έχει την υποχρέωση να συμπεριφέρεται με τρόπο που θα μας βρίσκει σύμφωνους ή/και θα μας ευχαριστεί.
Μία από τις προϋποθέσεις του σεβασμού είναι η αποδοχή – η αποδοχή του άλλου, του παιδιού εν προκειμένω, ως ενός διαφορετικού ανθρώπου, με το δικαίωμα των δικών του επιλογών. Πόσες φορές έχουμε ακούσει το: «Αν είσαι καλό παιδί, θα σε αγαπάω»; Αρκετές σίγουρα, για να μας διαφεύγει το μεγάλο λάθος στη φράση αυτή. Ένα παιδί δεν το αγαπάμε αν πληροί κάποιες «προδιαγραφές», αλλά ως έχει, άνευ όρων. Έτσι του αναγνωρίζουμε και του παρέχουμε τη δυνατότητα να δοκιμάσει, να κάνει λάθη και να μάθει από αυτά, χωρίς να κινδυνέψει να χάσει τη δική μας πολύτιμη αγάπη – να ξεκινήσει να μαθαίνει τον κόσμο από (και να επιστρέψει σε) μια θέση ασφάλειας. Του δίνουμε ελευθερία.
Το τελευταίο βασικό γονεϊκό καθήκον είναι η κατανόηση. Θεωρείται αυτονόητο ότι οι γονείς αγαπούν τα παιδιά τους, πόσοι όμως είναι εκείνοι που κάνουν τη συνειδητή προσπάθεια να ξεπεράσουν τον δικό τους (φυσιολογικό, σε ένα βαθμό) εγωισμό και να δουν τα πράγματα από τη σκοπιά του παιδιού; Πόσοι ενδιαφέρονται στην πράξη να καταλάβουν τι σκέφτεται, πώς αισθάνεται, γιατί ενεργεί με τον τρόπο που μερικές φορές τους προβληματίζει; Οι «ταλαντούχοι» γονείς δεν ανακρίνουν τα παιδιά τους για να μαθαίνουν ό,τι θέλουν, δεν απαγορεύουν από πείσμα, «γιατί το λέω εγώ και τέρμα!», δεν ανησυχούν προκαταβολικά και υπερβολικά. Παρατηρούν με προσοχή, αφουγκράζονται, σκέφτονται. Και δίνοντας χρόνο, δείχνοντας ηρεμία, ανοχή, υπομονή, τηρώντας τη σωστή απόσταση από τα παιδιά – ούτε ασφυκτικά κοντά, ούτε πολύ μακριά – βρίσκουν μόνοι τους τις απαντήσεις που χρειάζονται και τροποποιούν τη συμπεριφορά τους ώστε να ανταποκρίνεται στις ανάγκες του παιδιού. Τα οφέλη από μια τέτοια στάση των γονέων είναι πολλά και ουσιαστικά, τόσο για τη σχέση τους με το παιδί, όσο και για την ανάπτυξη του παιδιού του ίδιου.
Τα τρία καθήκοντα που σκιαγραφήσαμε παραπάνω συνιστούν την «έμπρακτη» αγάπη, που είναι η κατεξοχήν γονεϊκή ιδιότητα. Σε αυτού του είδους την αγάπη, όμως, οι περισσότεροι γονείς μένουν μετεξεταστέοι! Αναλαμβάνουν, φυσικά, τον γονεϊκό τους ρόλο όταν κληθούν να το κάνουν – συνήθως, όταν υπάρξει κάποιο πρόβλημα που θα τους κινητοποιήσει, οπότε θα μεριμνήσουν, θα προστατέψουν, θα υπερασπιστούν. Πιο πριν, όμως, στην κατάσταση της ηρεμίας, δεν θεωρούν ότι πρέπει καθημερινά να προσπαθούν για να ενισχύουν αυτή την τόσο πολύτιμη σχέση με το παιδί τους κι αυτόν τον τόσο καθοριστικό ρόλο τους ως γονείς. Πόσους γονείς ξέρετε που στηρίζουν ακόμα κι όταν διαφωνούν, διευκολύνουν χωρίς να τους ζητηθεί, αποσύρονται με διακριτικότητα όταν χρειάζεται, δεν επεμβαίνουν άκομψα, συζητούν για να καταλάβουν κι όχι να επιβληθούν, ρωτούν για να μαθαίνουν κι όχι τυπικά;
Πράγματι, το να είναι κανείς ουσιαστικά «παρών» είναι κάτι απαιτητικό κι αόριστο. Το κατά πόσον θα είναι ένας γονέας επιτυχημένος σε αυτό, εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από το πόσο είναι διατεθειμένος να κάνει πίσω (στις αντιλήψεις του, στις προσδοκίες του, στον εγωισμό του), για να δώσει χώρο στο παιδί να πάρει φόρα – και να πετάξει.
(*) Ψυχολόγος
της Διονυσίας Χ. Αγγελοπούλου *
Και η «αναπλήρωση» για τα πιθανά ελλείμματα, η «επανόρθωση» για τυχόν λάθη και η επιβεβαίωση ότι είναι καλοί γονείς περνάει μέσα από το γραφείο κάποιου ειδικού – χωρίς, όμως, να υπάρχει πάντα κάποιο αντικειμενικό πρόβλημα.
Άλλες φορές, το πρότυπο συμπεριφοράς είναι ακριβώς το αντίστροφο: κάποτε υπάρχει όντως ανάγκη βοήθειας, όταν δηλαδή ένα πρόβλημα αρχίζει να φαίνεται ή είναι ήδη έκδηλο σε όλη του την έκταση, όμως οι γονείς αποφεύγουν να το αντιμετωπίσουν, σαν να επρόκειτο να πάψει να υφίσταται αν προσποιηθούν ότι δεν το βλέπουν. Υπάρχουν περιπτώσεις όπου το σύνολο της συμπεριφοράς του παιδιού είναι μια έκκληση για βοήθεια, αλλά οι γονείς κωφεύουν – για τους δικούς τους λόγους ο καθένας, που προφανώς εξυπηρετούν τους ίδιους, αλλά κάνουν πολύ κακό στο παιδί.
Οι δύο αντιδράσεις που σκιαγραφήθηκαν παραπάνω αποτελούν δύο παραδείγματα γονεϊκής συμπεριφοράς: η υπερβολή και η πολύ μεγάλη προστασία από τη μία – και η έλλειψη του απαιτούμενου ενδιαφέροντος, από την άλλη. Προσωπικά, χαίρομαι πολύ να συναντώ τους «επαρκώς καλούς» γονείς, δηλαδή γονείς που διαθέτουν ταλέντο και διαίσθηση στο να φέρνουν εις πέρας τα «βασικά» γονεϊκά καθήκοντα. Για την επιτυχία ενός γονέα στα καθήκοντα αυτά δεν απαιτείται ιδιαίτερη ευφυϊα ή/και μόρφωση. Κι όμως, είναι σε αυτά ακριβώς τα καθήκοντα που οι περισσότεροι, τις περισσότερες φορές, αποτυγχάνουν. Όχι λόγω της δυσκολίας του έργου αυτού καθεαυτού, όσο λόγω έλλειψης της κατάλληλης νοοτροπίας από το ξεκίνημα της γονεϊκής ιδιότητας, από τη στιγμή δηλαδή της γέννησης ενός παιδιού.
Κι ας ξεκινήσουμε να περιγράφουμε τα βασικά αυτά καθήκοντα, τα οποία θεωρούνται τόσο δεδομένα και αυτονόητα, ώστε πολύ λίγοι μπαίνουν στον κόπο να σκεφτούν τι ακριβώς συνεπάγονται, σαν να ήταν η επιτυχημένη εκτέλεσή τους εγγυημένη. Κατ΄αρχήν, από τη στιγμή που ένα παιδί έρχεται στον κόσμο, του οφείλεται απεριόριστος σεβασμός: σεβασμός στους βιολογικούς και πνευματικούς ρυθμούς του (για να αρχίσουμε από τα στοιχειώδη), στις δυνατότητες με τις οποίες ξεκινάει τη ζωή του, στις ικανότητες που θα αποκτά σταδιακά, στην κάθε σοβαρή προσπάθειά του, στην προσωπικότητα που θα διαμορφώσει τελικά - σεβασμός σε ό,τι είναι και κάνει. Σεβασμός, σε αυτό το πλαίσιο, σημαίνει αναγνώριση του γεγονότος ότι μπροστά μας αναπτύσσεται ένας ξεχωριστός από εμάς άνθρωπος, που δεν είναι ιδιοκτησία μας, ούτε έχει την υποχρέωση να συμπεριφέρεται με τρόπο που θα μας βρίσκει σύμφωνους ή/και θα μας ευχαριστεί.
Μία από τις προϋποθέσεις του σεβασμού είναι η αποδοχή – η αποδοχή του άλλου, του παιδιού εν προκειμένω, ως ενός διαφορετικού ανθρώπου, με το δικαίωμα των δικών του επιλογών. Πόσες φορές έχουμε ακούσει το: «Αν είσαι καλό παιδί, θα σε αγαπάω»; Αρκετές σίγουρα, για να μας διαφεύγει το μεγάλο λάθος στη φράση αυτή. Ένα παιδί δεν το αγαπάμε αν πληροί κάποιες «προδιαγραφές», αλλά ως έχει, άνευ όρων. Έτσι του αναγνωρίζουμε και του παρέχουμε τη δυνατότητα να δοκιμάσει, να κάνει λάθη και να μάθει από αυτά, χωρίς να κινδυνέψει να χάσει τη δική μας πολύτιμη αγάπη – να ξεκινήσει να μαθαίνει τον κόσμο από (και να επιστρέψει σε) μια θέση ασφάλειας. Του δίνουμε ελευθερία.
Το τελευταίο βασικό γονεϊκό καθήκον είναι η κατανόηση. Θεωρείται αυτονόητο ότι οι γονείς αγαπούν τα παιδιά τους, πόσοι όμως είναι εκείνοι που κάνουν τη συνειδητή προσπάθεια να ξεπεράσουν τον δικό τους (φυσιολογικό, σε ένα βαθμό) εγωισμό και να δουν τα πράγματα από τη σκοπιά του παιδιού; Πόσοι ενδιαφέρονται στην πράξη να καταλάβουν τι σκέφτεται, πώς αισθάνεται, γιατί ενεργεί με τον τρόπο που μερικές φορές τους προβληματίζει; Οι «ταλαντούχοι» γονείς δεν ανακρίνουν τα παιδιά τους για να μαθαίνουν ό,τι θέλουν, δεν απαγορεύουν από πείσμα, «γιατί το λέω εγώ και τέρμα!», δεν ανησυχούν προκαταβολικά και υπερβολικά. Παρατηρούν με προσοχή, αφουγκράζονται, σκέφτονται. Και δίνοντας χρόνο, δείχνοντας ηρεμία, ανοχή, υπομονή, τηρώντας τη σωστή απόσταση από τα παιδιά – ούτε ασφυκτικά κοντά, ούτε πολύ μακριά – βρίσκουν μόνοι τους τις απαντήσεις που χρειάζονται και τροποποιούν τη συμπεριφορά τους ώστε να ανταποκρίνεται στις ανάγκες του παιδιού. Τα οφέλη από μια τέτοια στάση των γονέων είναι πολλά και ουσιαστικά, τόσο για τη σχέση τους με το παιδί, όσο και για την ανάπτυξη του παιδιού του ίδιου.
Τα τρία καθήκοντα που σκιαγραφήσαμε παραπάνω συνιστούν την «έμπρακτη» αγάπη, που είναι η κατεξοχήν γονεϊκή ιδιότητα. Σε αυτού του είδους την αγάπη, όμως, οι περισσότεροι γονείς μένουν μετεξεταστέοι! Αναλαμβάνουν, φυσικά, τον γονεϊκό τους ρόλο όταν κληθούν να το κάνουν – συνήθως, όταν υπάρξει κάποιο πρόβλημα που θα τους κινητοποιήσει, οπότε θα μεριμνήσουν, θα προστατέψουν, θα υπερασπιστούν. Πιο πριν, όμως, στην κατάσταση της ηρεμίας, δεν θεωρούν ότι πρέπει καθημερινά να προσπαθούν για να ενισχύουν αυτή την τόσο πολύτιμη σχέση με το παιδί τους κι αυτόν τον τόσο καθοριστικό ρόλο τους ως γονείς. Πόσους γονείς ξέρετε που στηρίζουν ακόμα κι όταν διαφωνούν, διευκολύνουν χωρίς να τους ζητηθεί, αποσύρονται με διακριτικότητα όταν χρειάζεται, δεν επεμβαίνουν άκομψα, συζητούν για να καταλάβουν κι όχι να επιβληθούν, ρωτούν για να μαθαίνουν κι όχι τυπικά;
Πράγματι, το να είναι κανείς ουσιαστικά «παρών» είναι κάτι απαιτητικό κι αόριστο. Το κατά πόσον θα είναι ένας γονέας επιτυχημένος σε αυτό, εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από το πόσο είναι διατεθειμένος να κάνει πίσω (στις αντιλήψεις του, στις προσδοκίες του, στον εγωισμό του), για να δώσει χώρο στο παιδί να πάρει φόρα – και να πετάξει.
(*) Ψυχολόγος
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου