ΕΘΝΟΓΡΑΦΙΚΟ
ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΟ ΕΠΙΤΟΠΙΑΣ ΕΡΕΥΝΑΣ
Διλινάτα
Κεφαλονιάς, Κυριακή 7 Σεπτεμβρίου 2008
[Πρώτη δημοσίευση: Ελένη Ψυχογιού, «Tο πανηγύρι της
Παναγίας της Λάμιας στα Διλινάτα, στο πλαίσιο της “μεγάλης αφήγησης” για την Mητέρα-Γη (εθνογραφικό ημερολόγιο επιτόπιας
έρευνας)», Κυμοθόη 20 (2010), σ. 163-199 (χωρίς τις φωτογραφίες, που τραβήχτηκαν από την γράφουσα κατά την ημέρα της επίσκεψης στο πανηγύρι)]
Η Γέννηση της Παναγίας: λεπτομέρεια της εικόνας στην εκκλησία της "Παναγίας Λάμιας", στα Διλινάτα της Κεφαλονιάς
Το τάμα να επισκεφθώ ερευνητικά την Λάμια
στην Κεφαλονιά κράταγε από το ταξίδι μου στον άγιο Κωνσταντίνο στον Καραβάδο.
Διαβάζοντας τότε την «Κεφαλονίτικη Λατρεία» του αείμνηστου Δ. Λουκάτου
προκειμένου να δουλέψω την ανακοίνωσή μου για το Συνέδριο στη μνήμη του, βρήκα
τη συγκλονιστική για μένα μαρτυρία του, ότι στο νησί, στο ορεινό χωριό
Διλινάτα, υφίσταται μονή αφιερωμένη στην Παναγία επωνομαζόμενη ως «Λάμια» που
πανηγυρίζει στη Γέννηση της Θεοτόκου, στις 8 Σεπτεμβρίου: «...Το
συνηθίζουν σε πολλά χωριά να στολίζουν τους τάφους τη μέρα του πανηγυριού.
Ιδιαίτερα στα Δειλινάτα, κάθε της Λάμιας (8
Σεπτεμβρίου) γεμίζουν έξω από την εκκλησιά τους σταυρούς με άφθονα λουλούδια
και στεφάνια…»[1].
Καθώς συντωχρόνω δούλευα το βιβλίο μου για τη
«Μαυρηγή»-Ελένη, την Θεϊκή Μεγάλη Μητέρα[2], όπου
πραγματεύομαι το πώς μια από τις όψεις της πιστεύω ότι είναι και η Λάμια,
συνδυαστικά με το ότι θεωρώ επίσης την «μαύρη» Παναγία ως χριστιανική εκδοχή
της αρχαίας αναπαράστασης της "Μαυρηγής", εύρισκα στην πληροφορία του
Λουκάτου ένα σημαντικό, κατά την αντίληψή μου, σύγχρονο θρησκευτικό
τεκμήριο που θα μπορούσε, στο πλαίσιο της τοπικής εκεί παράδοσης, να
συνδέει δομικά όσο και λατρευτικά τις τρεις αυτές ιερές μορφές, την Μαυρηγή,
την Λάμια, την Παναγία, ως όψεις μιας και της αυτής (πολυπρόσωπης και
πολυώνυμης) θεϊκής μορφής, της Μητέρας-Γης. Όπως μια από τις ονομασίες της, η
αμφίσημη θεά Ελένη ως βλαστική θεά της ζωής και του θανάτου, έτσι
και η Λάμια ως θεϊκή-δαιμονική μορφή, έχει προ-ολύμπια θρησκευτική
παρουσία στο χώρο της ανατολικής τουλάχιστον Μεσογείου, και φτάνει ως τις μέρες
μας μέσω της γραπτής, της λατρευτικής και της μυθικής-προφορικής παράδοσης.
Περιέλαβα μεν την ως άνω πληροφορία του Δ. Λουκάτου ως απλή αναφορά στην
εργασία μου για τη μνήμη του[3], ωστόσο
επιφυλάχθηκα να την αξιοποιήσω στο βιβλίο μου για την «Μαυρηγή», όπου
δημοσιεύω τις παραλλαγές του τραγουδιού με τον μύθο της Λάμιας και
υποστηρίζω, τεκμηριωμένα πιστεύω, τη σχέση της με την Μαυρηγή-Ελένη θεά του
θανάτου και της αναγέννησης. Δεν αναφέρομαι λοιπόν εκεί στην πληροφορία αυτή
του Λουκάτου, καθώς δεν είχε καταστεί μέχρι την έκδοση του βιβλίου δυνατόν να
πραγματοποιήσω επιτόπια έρευνα στα Διλινάτα και στη μονή της Λάμιας, ώστε να
μελετήσω τις παραμέτρους του μύθου επιτόπια.
Η
Λάμια στην αρχαία όσο και στη
σύγχρονη προφορική και γραπτή παράδοση είναι μορφή μεταμορφούμενη και αμφίσημη:
γυναίκα πανέμορφη και γόνιμα ερωτική αλλά συνάμα τρομακτική και θανάσιμη -όπως
και η ίδια η θεά Γη- σχετίζεται
συμβολικά με τη ζωή και το θάνατο, τον απάνω και τον κάτω κόσμο, αναγεννητικά.
Πλάσμα υποχθόνιο, δηλώνει τη θεϊκή της επιφάνεια σε τόπους διαβατήριους, που
φέρνουν συμβολικά σε επικοινωνία τον απάνω με τον κάτω κόσμο: σε πηγάδια,
πηγές, βρύσες, ποτάμια, λίμνες, έλη, πελάγη, σπηλιές, τάφους, ορύγματα, ορυχεία
αλλά και σε δάση και σύδεντρα. Εκεί εμφανίζεται ως είδωλο-φάντασμα
μεταμορφούμενη πότε σε είδωλο γυναίκας πανέμορφης (…γυναίκεια ρούχα φόρεσε, γυναίκια πασουμάκια… ή …
βρίσκει μια κόρη ροϊδινή ξανθή και μαυρομάτα …)
ή γυναίκας-ερπετού (…Του ρήγα ο γιος ερχότανε απ’ τη Θεσσαλονίκη
/ βρίσκει μια κόρη τ’λίγονταν πάνω στο
πηγαδάκι. /−Τ’ έχεις κόρη μ’ και τ’λίγεσαι πάνω στο πηγαδάκι;…),
πότε μαύρου κόρακα (.…Το μάθατε τι
γίνηκε στ’ άη-Γιάννη το πηγάδι /
ξεφανερώθη ’να στοιχειό και ’γινε ώριο κοράκι…) και
θρηνώντας στήνει ερωτική παγίδα θανάτου στους νέους άνδρες (Ο Χάρος εστολίστηκε κ’ εγίνηκε κορίτσι…).
Αυτοί, πλανεμένοι από τη δόλια ομορφιά, τη γαμήλια υπόσχεση και τους θρήνους
της, οδηγούνται αδήριτα στην υποχθόνια
ερωτική κλίνη της στον κάτω κόσμο.
Στην
προφορική παράδοση ο μύθος της Λάμιας παραδίδεται μεταξύ άλλων μέσα από το
διαδεδομένο στο πανελλήνιο τραγούδι του «Κολυμπητή» ή «Βουτηχτή», όπως
τιτλοφορείται κατά τόπους, αλλά και μέσω των τοπικών παραδόσεων για αυτή τη
διφορούμενη, θανάσιμα όμορφη, νεράιδα Λάμιa.
Αναπαραστάσεις της μυθικης Λάμιας ως πανέμορφης γυναίκας (πάνω) και
ως οφιόμορφου αιμοβόρου τέρατος (κάτω) που τρώει τα παιδιά της (φωτ. από
το διαδίκτυο)
Παραθέτω
μια παραλλαγή του τραγουδιού της Λάμιας από την Πελοπόννησο:
…Το βλέπεις ’κείνο το βουνό π’ άλλο ψηλό δεν είναι / οπού ’χει ’κείνη
την ετιά την αστραποκαημένη; / Στη ρίζα βγαίν’ ένα νερό, το λέν’ Όξω[4]
Πηγάδι / ’κεί φανερώθ’ ένα στοιχειό που τρώει τους αντρειωμένους / τους έφαγε
τους έσωσε δεν άφησε κανένα / παρά της χήρας τον υγιό γυρεύει να τον φάει /
γυναίκεια ρούχα φόρεσε γυναίκεια πασουμάκια / γυναίκεια πάει στην
εκκλησιά γυναίκεια προσκυνάει / γυναίκεια παίρν’ αντίδωρο ν οχ’ του παπά το
χέρι[5]
/ γυναίκεια πήγε κι έκατσε ςεκοντά στο κρυονέρι / κι άπλωσε τα χρυσά μαλλιά τις
ώριες τις πλεξούδες[6]
/ ο γιος της χήρας πέρασε στο γρίβα του καβάλα / με πείσμα και με λύγισμα και
λιανοτραγουδώντας. /−Τί έχεις κόρη που χλίβεσαι και χύνεις μαύρα
δάκρυα[7];
/ −Το βλέπεις ’κείνο το βουνό π’ άλλο ψηλό δεν είναι / οπού ’χει ’κείνη
την ετιά την αστραποκαημένη; / Στη ρίζα βγαίν’ ένα νερό, το λέν’ Όξω Πηγάδι /
’κεί ν έσκυψα να πιώ νερό να πιω και να γιομόσω / κι έπεσ’ η αρρεβώνα μου
τ’ ώριο μου δαχτυλίδι / κι όποιος βρεθεί να κατεβεί να το ’βρει να το βγάλει /
αυτόν θα τον στεφανωθώ άντρα για να τον πάρω. / −Τράβα κόρη μου ’ σύ
μπροστά κι εγώ ’ρχουμ’ από πίσω. / Ξεβραχιονίστηκεν ο νιος ξεζώστηκε
’τοιμάστη / κι αυτή σφιχτά τον έδεσε τον ρίχνει στο πηγάδι / χαλεύει εδώ
χαλεύει εκεί και τίποτα δε βρίσκει / βλέπει τα φίδια πλεχταριά και τις οχιές
γαϊτάνι[8]. / −Τράβα κόρη τον άλυσο με ζώσανε τα φίδια / εδώ ’ν’ τα
φίδια πλεχταριά κι οι όχεντρες γαϊτάνι. / −Τί θάρρεψες διαβόλου γιε
διαβολεμένου κλήρα; / Εγώ ειμαι η Λάμια του γιαλού κι η Λάμια του πελάγου
/ που τρώ’ τους νιούς που τρώ’ τις νιες / και θα σε φάω και σένα …… …/ κι
άλλους πολλούς εγέλασα σε γέλασα και σένα…[9]
Η θανάσιμη Λάμια και το βασιλόπουλο στο πηγάδι (αναπαράσταση, φωτ. από το διαδίκτυο)
…Χήρας
υγιός κατέβηκε να πάει να κυνηγήσει / βρίσκει κόρη κι εθλίβετο, κόρη κι
αναστενάζει. /−Τί έχεις κόρη και θλίβεσαι κόρη κι αναστενάζεις; / −Δίκιο το ’χω
να θλίβομαι δίκιο ν’αναστενάζω / θωρείς τη ’κείνη την μυρτιά την
αστραποκαημένη; / Εκεί έπεσε ο αρραβώνας μου το πρώτο δαχτυλίδι / και
ποιος να μπει και ποιος να βγει και ποιος να μου το βγάλει; / −Εγώ να πάω να
κατεβώ κι εγώ να σου το βγάλω. / Σαράντα οργιές κατέβηκε μέσ’ τσι
σαρανταπέντε / βρίσκει τα φίδια φτερωτά τσ’ οχιές οχιές περιπλεγμένα. /
−Τράβα κόρη τον άλυσσο ’τί βρέθηκ’ ο αρραβώνας. /−Μωρή πουτάνας γέννημα γυναίκα
θα σε πάρω / ’τί εγώ είμαι το τριοστοιχειό που τρώει τσ’αντρειωμένους…[10]
Μετά
την επίσκεψη στον Καραβάδο, εξοικειώθηκα περαιτέρω με την Κεφαλονιά
επισκεπτόμενη την «Παναγία των φιδιών» στο Μαρκόπουλο και τα Αγρίνια, καθώς και
τη μονή της παναγίας της Άρνου, όπου με ξενάγησε ο πρώτος μου εξάδελφος Κων/νος
Μανιάτης, που έχει αποκτήσει έμμεση, εξ αγχιστείας, σχέση
εντοπιότητας με το νησί μέσω του γάμου του. Είναι η δεύτερη σχέση
έμμεσης συγγένειας που με δένει με το νησί, αφού πολλά χρόνια πριν ο
Σκαλιώτης καπετάνιος Φόρτες είχε «κλέψει» την αδελφή του παππού μου από το
Νιοχώρι της Κυλλήνης, την είχε παντρευτεί και είχε κάνει οικογένεια μαζί
της στην Κεφαλονιά.
ΤΟ ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΟ
ΤΟ ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΟ
ΚΥΡΙΑΚΗ, 7 ΣΕΠΤΕΜΒΡΙΟΥ 2008
Η θάλασσα μεταξύ Κυλληνης (εμπρός), Ζακύνθου (στο βάθος αριστερά),
Κεφαλονιάς-Ιθάκης (στο βάθος δεξιά) και το νησάκι της Καυκαλίδας με το
φάρο, στο ηλιοβασίλεμα (Σεπτ. 2010). Τραβηγμένη από το "Παλιόκαστρο", το
φράγκικο κάστρο της Γλαρέντζας
Εφέτος
λοιπόν ήρθε η ώρα να επισκεφθώ τη «Λάμια». Έφυγα από την "Αγραπιδούλα" στο Νιοχώρι προς τη
γειτονική Κυλλήνη, προσπερνώντας και χωρίς να δώσω παρόν εφέτος στη δική
μας εορτάζουσα επίσης εκείνη την ημέρα, Παναγία τη Βλαχέραινα[11].
Από εκεί πήρα το καράβι της γραμμής προς τον Πόρο της Κεφαλονιάς την
Κυριακή, παραμονή της γιορτής, 7 Σεπτ. 2008, κατά το μεσημέρι. Πήρα και
αυτοκίνητο μαζί τούτη τη φορά για να μπορώ να μετακινούμαι, αφού είχα σκοπό
εκτός από τη «Λάμια» να εντοπίσω και την «Αγιαλένη» που είχα δει στο χάρτη να
σημειώνεται στη βόρεια παραλία της Παλικής[12]
αλλά και τον παραλιακό επίσης «Άγιο Κκωνσταντίνο», που σημειώνεται στους
πρόποδες του βουνού όπου βρίσκεται η «Λάμια». Όλες αυτές οι τοποθεσίες, σύμφωνα
με την ερευνητική μου υπόθεση περί «Μαυρηγής»-«Ελένης» συνδέονται μεταξύ τους
δομικά, ως ιεροί τόποι τοy προ-χριστιανικού μύθου που την αφορά.
Άποψη του χωριού Διλινάτα από τη μονή "της Λάμιας"
Αφήνοντας
το λιμάνι του Πόρου όπου έφτασα μετά από ταξίδι μιας ώρας και κάτι,
διέσχισα τη γνωστή μου ήδη Λιβαθώ, προσπερνώντας με συγκίνηση τον οικείο μου
Καραβάδο, χωρίς να σταθώ ούτε καν στον άγιο Κωνσταντίνο, αφού ήθελα να προλάβω
τις προετοιμασίες του πανηγυριού. ΄Εφτασα στα Διλινάτα προχωρημένο μεσημέρι,
παρακάμπτοντας το Αργοστόλι από το οποίο απέχουν μόλις πέντε χιλιόμετρα
περίπου, αλλά σε ύψος, αφού το χωριό βρίσκεται ψηλά, στην νοτιοανατολική πλευρά
του βουνού Ευμορφία, έχοντας στα πόδια του και θεώμενο ολόκληρο τον κόλπο του
Αργοστολιού και πέρα από αυτόν, προς το Ιόνιο. Ήταν η ώρα της
καλοκαιρινής σιέστας, πόσο μάλλον που το παρατεταμένο εφέτος καλοκαίρι έδινε
καύσωνα στις αρχές του Σεπτέμβρη και δεν έβλεπα ψυχή στο χωριό να ρωτήσω για το
πού θα εύρισκα τη «Λάμια» και τα σχετικά με αυτήν. Αν και για το τελευταίο δεν
αγχωνόμουν, αφού θα τους συναντούσα όλους στο πανηγύρι της Λάμιας. Οι
ανεμοκινούμενες γεννήτριες ηλεκτρικού ρεύματος που παρατάσσονται στο διάσελο
της κορυφογραμμής πάνω από το χωριό σαν τεράστιοι ανεμιστήρες, δεν κατάφερναν
να το δροσίσουν. Τα αμφιθεατρικά χτισμένα πάνω στην πλαγιά σπίτια ήταν όλα
κλειστά και ήσυχα, ούτε λόγος να βρω ανοιχτό εστιατόριο. Διέσχισα τον
έρημο, στενό κεντρικό δρόμο του χωριού, ένα καντούνι πλαισιωμένο από τις
λίγες ψηλές μάντρες των παλιών, προσεισμικών σπιτιών που σώθηκαν και από τις
βεράντες και τους τοίχους των νεότερων, που οδηγεί σε ένα πλάτωμα
στην άκρη του χωριού.
Παναγία η Λάμια
Δεξιά ο οδικός δείκτης με την ένδειξη "Λάμια" (η πάνω ταμπέλα) και αριστερά, πάνω στο λόφο, η μονή "της Λάμιας"
Εκεί με περίμενε μια ολοκαίνουργια, λαμπερή ταμπέλα που
σηματοδοτεί τα επόμενα χωριά, με απώτερα την Αγία Ευφημία και το Φισκάρδο, στα οποία οδηγεί ο
πρόσφατα ολοκληρωμένος, νέος επαρχιακός δρόμος που ξεκινάει από εκεί. Στο
πάνω μέρος της καινούριας ταμπέλας είναι προσαρμοσμένη μια παλιότερη, κάπως φθαρμένη
και ξεθωριασμένη, με τη μονολεκτική ένδειξη ΛΑΜΙΑ και ένα βέλος που
στοχεύει αριστερά, προς ΝΔ κατεύθυνση. Ακολουθώντας το βέλος με το βλέμμα μου,
είδα μια μεγάλη, περιφραγμένη με ολόλευκο τοίχο εκκλησία να δεσπόζει στην
κορυφή της απέναντι, λιόφυτης πλαγιάς.
Ταράχτηκα, όπως πάντα όταν προσεγγίζω τις ιεροτοπίες (θυμήθηκα την ταπεινή,
κακογραμμένη ταμπελίτσα με την ένδειξη «προς Αγιαλένη» που με είχε κατευθύνει
προς Εκείνη στη Λυκόσουρα), από αυτή την απρόσμενη «συνάντησή» μου με τη
«Λάμια», εντυπωσιασμένη από το περίοπτο τοπίο όπου
έβλεπα εκτεθειμένο το ναό, αναρωτώμενη ωστόσο αν ήταν όντως η Λάμια
ή αν αυτή η εκκλησία που έβλεπα ήταν ίσως η κοιμητηριακή του χωριού ή και
μήπως το σήμα παρέπεμπε σε άλλη, αθέατη και πιο μακρινή, περισσότερο «κρυφή»
και δασωμένη, τοποθεσία.
Η μονή "της Λάμιας" στην κορυφή του ελαιόφυτου λόφου
Το ευμεγέθες, φρεσκοασβεστωμένο εικονοστάσι με τζαμιλίκια
σε ζωηρό τιρκουάζ χρώμα που έστεκε πάνω στη διασταύρωση, σηματοδοτούσε ότι
μάλλον η μονή της Παναγίας «της Λάμιας» ήταν αυτή που φαινόταν και πλησίασα για
να δω αν είχε όντως κάποια εικόνα της Παναγίας μέσα και να τραβήξω
φωτογραφίες. Εκεί όμως με περίμενε άλλη «επιφάνεια». Στο κέντρο περίπου του
εικονοστασιού, μαζί με δύο-τρεις άλλες εικόνες, αντί της εικόνας της
Παναγίας που περίμενα, έστεκε μια ασημοντυμένη των αγίων Κωνσταντίνου και
Ελένης. Άλλη ταραχή!
Το οδικό εικονοστάσι που σηματοδοτεί την μονή της "Λάμιας" στα Διλινάτα, εξωτρικά και εσωτερικά
Το «θαύμα» φαινόταν να έχει μπει και πάλι σε
ενέργεια, δεδομένης της σχέσης μεταξύ των
Μαυρηγής-Αγιαλένης-Λάμιας-Παναγίας που υποστηρίζω. Όμως έβαλα φρένο στον ενθουσιασμό
μου, σκεπτόμενη ότι μπορεί να υπήρχε εκεί κοντά ναός αφιερωμένος στους δύο
αγίους, ίσως μάλιστα να αφορούσε και τον παραλιακό που σκόπευα να
επισκεφθώ, ή, το πιθανότερο, κάποιος να είχε αφιερώσει το εικονοστάσι σε
αυτούς. Η μία από τις δύο άλλες εικόνες που φαινόντουσαν ήταν του αγίου
Νικολάου ενώ η άλλη παρίστανε τον Εσταυρωμένο. Πίσω ακριβώς από την εικόνα των
αγίων Κωνσταντίνου και Ελένης ήταν μια εικόνα που δεν φαινόταν. Παραμέρισα την
εικόνα των δύο Αγίων που την κάλυπτε, και τότε φάνηκε η αναμενόμενη εικόνα της
Παναγίας. Ξανατοποθέτησα προβληματισμένη τις εικόνες όπως ήταν,
φωτογράφισα και ανηφόρισα για την εκκλησία που έβλεπα στην απέναντι
κορυφή.
Η μονή της "Λάμιας"
Ένα φαρδύ, άδεντρο πλάτωμα στην πλαγιά είναι ο προαύλιος
χώρος της περιμαντρωμένης εκκλησίας, η οποία έστεκε επιβλητική σε
ένα ψηλότερο επίπεδο, ρίχνοντας τη σκιά της στον γυμνό αυτό χώρο. Νότια,
πάνω σε ένα ακόμα πιο υπερυψωμένο σημείο που περιλαμβάνεται στον περίβολο
του ναού, ορθώνεται ένα μισογκρεμισμένο πέτρινο τετράπλευρο κτίσμα, σαν πύργος,
που φαινόταν να είναι ό, τι είχε απομείνει από το παλιό καμπαναριό του
ναού, μετά το πλήγμα του σεισμού του 1953. Το χωριό Διλινάτα ξάπλωνε κοιμισμένο
κατά μήκος της απέναντι ακριβώς πλαγιάς, στα ανατολικά. Ένα τεράστιο
ΚΑΛΩΣ ΗΛΘΑΤΕ γραμμένο με ασβέστη πάνω στο τσιμεντένιο δάπεδο του φαρδιού
διαδρόμου που οδηγεί στην αυλόπορτα της μάντρας, με υποδέχτηκε. Γιρλάντες
με πάνινες τριγωνικές σημαιούλες που ανέμιζαν πανηγυρικά στον αγέρα και που
δεμένες ψηλά στην είσοδο και σε όλο τον περίβολο στόλιζαν το χώρο σημαίνοντας
τη γιορτή, με βεβαίωσαν ότι βρισκόμουν στην «Λάμια».
Μονή "της Λάμιας": το "καθολικό", ο ναός της Γέννησης της Παναγίας, ανατολική (πάνω) και ΒΔ όψη.
Ο ναός, μεγαλόπρεπος, επιβλητική βασιλική νεοκλασικού
ρυθμού επτανησιακού τύπου με αετωματική στέγη, δεσπόζει στο χώρο του
μαντρωμένου περίβολου[13].
Βαμμένος ώχρα, με λευκούς ψευδοκίονες ιωνικού ριθμού στις τέσσερις γωνίες του
και στις παραστάδες των αετωματικών επίσης θυρών και παραθύρων του, στολίζεται
στη γαλάζια περιμετρική ταινία κάτω από τη στέγη με γύψινες άνθινες γιρλάντες,
ένα χάρμα οφθαλμών. Στα παράθυρα αντί για τζαμιλίκια έχει ημιδιαφανείς
μαρμάρινες πλάκες με τέσσερα ανοίγματα έκαστη που τα κλείνουν πολύχρωμα τζάμια,
κάτι που έμοιαζε πρόσφατη προσθήκη. Οι τρεις θύρες του στη δυτική, βόρεια
και νότια πλευρά αντίστοιχα, που είναι ξύλινες σε βαθύ βυσσινί χρώμα με λευκές
γραμμώσεις και σταυρούς, ήταν κατάκλειστες. Ο περίβολος στο επίπεδο του ναού
είναι όλος στρωμένος με τσιμέντο και γυμνός, χωρίς δέντρα, ασβεστωμένος στην
περίμετρό του, έτσι ο ναός πρόβαλε σχεδόν εκτυφλωτικός για τα μάτια μου
μέσα στο μεσημεριανό φως και το καύμα του ήλιου. Το μοναδικό δέντρο είναι
μια πολύκορμη ελιά στο ΝΔ άκρο του ναού, περιστοιχισμένη από ένα χαμηλό
πέτρινο πεζούλι. Στη ρίζα της, ανάμεσα στους κορμούς, κείτεται ένα σπασμένο
παμπάλαιο κανόνι.
Μονή της "Λάμιας": οι ελιές και το σπασμένο κανόνι στον περίβολο
Η νότια πλευρά του περίβολου ορίζεται από ένα υπερυψωμένο
επίπεδο που στηρίζει ένας πέτρινος χαμηλός τοίχος βαμμένος ώχρα επίσης. Εδώ
φιλοξενείται ένα παλιό νεκροταφείο με λίγους τάφους, ρημαγμένους τώρα.
Δυτικά του παλιού καμπαναριού, στο ίδιο υπερυψωμένο επίπεδο του περίβολου νότια του ναού, τράβηξε την προσοχή μου ένα φθαρμένο κάπως κυκλικό λιθόστρωτο και σύντομα κατάλαβα ότι πρόκειται για παλαιό αλώνι. Η καρδιά μου σκίρτησε, αφού τα «σημάδια» της σιταρο-θεάς πλήθαιναν, το «θαύμα» όλο και «φορτιζόταν»!
Πάνω και κάτω: το παλιό καμπαναριό, το νεκροταφείο και ο ναός
Προφανώς
είναι αυτοί που αναφέρει ο Λουκάτος ότι στο πανηγύρι της Λάμιας τους
στόλιζαν στον καιρό του, προσεισμικά, με λουλούδια. Παρόλο που πλησίαζε η ώρα
του πανηγυρικού εσπερινού, οι τάφοι σήμερα ήταν ερειπωμένοι και
εγκαταλελειμμένοι. Ίσως οι σεισμοί να έχουν παίξει και εδώ το ρόλο τους,
σκέφτηκα, όχι μόνο γιατί ίσως γκρέμισαν τους μαρμάρινους σταυρούς αλλά
και γιατί συνέβαλαν να αλλάξουν πολλά στο νησί. Μερικοί τάφοι, προφανώς κάποιων
επιφανών μελών της κοινότητας ή ευεργέτες της μονής, βρίσκονται στο δάπεδο του
περίβολου, γύρω από την εκκλησία, κυρίως στο δυτικό τμήμα του. Οι
μαρμάρινες πλάκες που τους καλύπτουν είναι παλιές και οξειδωμένες, με
δυσδιάκριτες ανάγλυφες διακοσμητικές παραστάσεις και τα εγχάρακτα ονόματα των
νεκρών που φιλοξενούν.
Τάφοι στον περίβολο της μονής
Κάποιος είχε φρεσκο-ασβεστώσει περιμετρικά αυτές τις
ταφόπλακες, κάνοντας εμφανή την παρουσία τους, γιατί διακρίνονται πλέον
δύσκολα, καθώς είναι ενσωματωμένες στο τσιμεντένιο δάπεδο.
Το μισο-γκρεμισμένο καμπαναριό (πάνω) και η ελικοειδής σκάλα του με το μονολιθικά σκαλοπάτια (κάτω)
Νότια του
νεκροταφείου, σε ένα τρίτο, υπερυψωμένο σε σχέση με το ναό επίπεδο, υψώνεται
το παλιό, μισογκρεμισμένο καμπαναριό. Η περίτεχνη πέτρινη κατασκευή των τοίχων
που σώζονται περίπου στο μισό του αρχικού ύψους τους, δηλώνουν ότι επρόκειτο
για μνημείο εφάμιλλο της τέχνης του ναού. Δεν έχει κτισθεί καινούργιο στη θέση
του ενώ οι καμπάνες κρέμονται τώρα από μια άτεχνη χαμηλή τσιμεντένια καμάρα
πρόσφατης κατασκευής, κοντά στο παλιό καμπαναριό. Δυτικά του παλιού καμπαναριού, στο ίδιο υπερυψωμένο επίπεδο του περίβολου νότια του ναού, τράβηξε την προσοχή μου ένα φθαρμένο κάπως κυκλικό λιθόστρωτο και σύντομα κατάλαβα ότι πρόκειται για παλαιό αλώνι. Η καρδιά μου σκίρτησε, αφού τα «σημάδια» της σιταρο-θεάς πλήθαιναν, το «θαύμα» όλο και «φορτιζόταν»!
Το πέτρινο αλώνι στον περίβολο της "Λάμιας" και η χωροθετική σχέση του με το ναό
Η δυτική πλευρά του περίβολου εκτείνεται ανοιχτή ως την
άκρη του γκρεμού που υψώνεται πάνω από την ανατολική πλευρά του κόλπου
του Αργοστολιού, στη βάση του οποίου είναι χτισμένο και το εκκλησάκι του αγίου
Κωνσταντίνου, αθέατο βεβαίως από εκεί επάνω. Η θέα είναι μαγευτική, καθώς
περιλαμβάνει ολόκληρο τον κόλπο και μπορεί κανείς να δει το Αργοστόλι αλλά
και το Ληξούρι στην απέναντι πλευρά και πέρα από τον κόλπο, το Ιόνιο και μέρος
της Ζακύνθου. Το ευρύτατο αυτό πλάτωμα έδειχνε να έχει ισοπεδωθεί πρόσφατα,
προκειμένου να δημιουργηθεί χώρος στάθμευσης για τα αυτοκίνητα, όπως
δήλωνε η παρουσία μερικών ήδη εκεί. Αναρωτήθηκα πώς ακριβώς να ήταν
προηγουμένως ο τόπος και τι άλλα τεκμήρια να πήρε ίσως στο διάβα της η
μπουλντόζα.
Η βόρεια πλευρά του περίβολου είναι επίσης
υπερυψωμένη και στο δυτικό τμήμα της ορίζεται από ένα επίμηκες ισόγειο
κτίσμα, βαμμένο και αυτό ώχρα, με αρκετές πόρτες. Αν και η στέγη του είναι
επίπεδη τσιμεντένια πλάκα, το στυλ του και η πέτρινη κατασκευή του έδειχνε να
είναι προσεισμικό κτίριο, ενώ η πρόσβαση σε αυτό γίνεται με μια σκάλα που
πιάνει όλο το μήκος του. Τα στόμια δύο πηγαδιών εμπρός από αυτή τη σκάλα
μου δήλωναν ότι αποκάτω μάλλον υπήρχε στέρνα που συγκεντρώνει το νερό της
βροχής, όπως είχα δει και στον Καραβάδο. Το ανατολικό τμήμα της βορεινής
αυτής πλευράς του περίβολου που είναι παράλληλο με τη βόρεια πλευρά του ναού,
υπερυψωμένο επίσης, είναι το φυσικό πετρώδες έδαφος, πλην εδώ σκιασμένο
από αραιές συστάδες ισχνών δέντρων που διαπίστωσα ότι είναι παμπάλαια, σκληρά
και αυχμηρά πουρνάρια. Αυτός ο χώρος βόρεια του ναού, από τον
βόρειο τοίχο του μέχρι τα πουρνάρια και που απλώνεται κλιμακωτά σε
τρία επίπεδα, ήταν καλυμμένος από πλαστικά τραπέζια και καρέκλες,
προφανώς έτοιμα για το πανηγυρικό γλέντι μετά τον εσπερινό. Στο κέντρο
του μεσαίου και φαρδύτερου επίπεδου, που είναι στρωμένο με τσιμέντο, ήταν
ζωγραφισμένος ανάμεσα στα τραπέζια με ασβέστη ένας κατάλευκος τεράστιος κύκλος
σαν φεγγάρι-αλώνι που προφανώς όριζε το χοροστάσι, την πίστα του χορού. Στη
βόρεια πλευρά αυτού του ίδιου επίπεδου η διαφορά από το επόμενο
καλύπτεται από τσιμεντένιες κερκίδες που φαίνεται ότι χρησιμεύουν για να
φιλοξενούν παρατηρητές του γλεντιού και του χορού που δεν θέλουν ή δεν είναι σε
θέση να εξασφαλίζουν τραπέζι. Όλα αυτά δήλωναν ότι θα γινόταν πανηγύρι και
ενθουσιάστηκα, σαν αμετανόητος «ερευνητής σε πανηγύρι» που είμαι, γιατί
εκτός από τα όσα τυχόν θα μάθαινα σχετικά με τη Λάμια θα παρακολουθούσα
και κεφαλονίτικο γλέντι.
Ναός της "Παναγίας Λάμιας", η κτητορική επιγραφή πάνω από τη νότια είσοδο
Ολοκληρώνοντας την ανίχνευση του χώρου γύρω από το
ναό, παρατήρησα ότι η όλη διάταξη του περίβολου με τις βόρεια και νότια
πλευρές του να αναπτύσσονται κλιμακωτά ένθεν και ένθεν του ναού, τον
τοποθετούσε στο κέντρο ενός είδους αμφιθέατρου.
Μπήκα στο επίμηκες κτίσμα της βόρειας πλευράς που οι
πόρτες του ήταν ορθάνοιχτες και από όπου ακουγόντουσαν φωνές. Βρέθηκα σε
ένα τεράστιο και σχεδόν άδειο δωμάτιο, αν εξαιρέσω ένα μεγάλο τραπέζι στην
ανατολική πλευρά του. Από το ταβάνι κρεμόντουσαν μια σειρά κακόγουστοι,
ψευτο-χρυσαφένιοι μικροί πολυέλαιοι με εικόνες αγίων πάνω τους. Κατάλαβα ότι το
κτίριο χρησίμευε μάλλον για συνεστιάσεις όταν ο καιρός δεν επέτρεπε τις
συγκεντρώσεις στο ύπαιθρο.
Πλησίασα, ευχήθηκα για την ημέρα, συστήθηκα και
άρχισα τις ερωτήσεις, στις οποίες απαντούσαν πρόθυμα χωρίς να σταματήσουν
στιγμή να δουλεύουν. Με την άδειά τους έβαλα και το μαγνητόφωνο να καταγράφει
[ακολουθεί το απομαγνητοφωνημένο κείμενο της συνομιλίας μου με το ζευγάρι]:
Ερευνήτρια
: Γειά σας, χρόνια πολλά! Εδώ δεν είναι η «Λάμια»;
Γυναίκα:
Ναι.
Ερευν.
: Εγώ είμαι λαογράφος, έρχομαι από την Κυλλήνη, απέναντι, και από την Αθήνα
δηλαδή, και ήρθα να δω το πανηγύρι. Γιατί την λένε Λάμια; Ξέρετε; … σας
ζαλίζω τώρα που έχετε δουλειά, αλλά…
Άντρας
: Όχι, ακούω. Λάμια… Κοίταξε να δεις, θα σου πω τώρα κάτι, ε; Εδώ
απουκάτω, απουκάτω-απουκάτω από ’δώ, υπάρχουνε, πρέπει να ’ναι, ένα
πηγάδι το οποίο το ’χουνε φτιάξει, όταν λέμε πηγάδι είναι δύο φορές σαν αυτό
εδώ πέρα [το δωμάτιο] τεράστιο, πολύ παλιό…
Γυναίκα
: Η Λάμια.
Άντρας:
…Και από πάνου έχει και αρχαίους τάφους, γιατί είναι απάνου στις πέτρες, έτσι
φτιαγμένο, τις πέτρες τις έχουνε κόψει έτσι, δηλαδή λαξευμένοι είναι στην
πέτρα, τόσο βαθύ. Και αυτό λεγότανε Λάμια. Στα Αρχαία κάτι ήτανε ’κεί,
είχανε νεκροταφεία. Τέλος πάντων, κάπως έτσι.
Ερευν.
: Και γι’ αυτό λένε Λάμια και την εκκλησία αυτή;
Άντρας
: Ναι, τώρα λέμε παλιά, τι είν’ αυτά….
Eρευν.
: Mπορώ να πάω να τα δω αυτά;
Γυναίκα:
Είναι εδώ απουκάτου.
Ερευν.
: Υπάρχει εδώ κοντά και παραλία αγίου Κωνσταντίνου;
Άντρας
: Ναι, είναι μακριά όμως.
Ερευν.
: Πάει αυτοκίνητο;
Άντρας:
Έχεις αυτοκίνητο; Πάει, αλλά θα πας Αργοστόλι πρώτα, πρέπει να πας στην
παραλία. Θα πας εκεί που είναι η γέφυρα που περνάει, που είναι μέσα στη θάλασσα
και εκεί που είναι η γέφυρα θα κάμεις δεξιά. Θα πας παραλία-παραλία να ντο
βρεις.
Ερευν.
: Πάντως στην πραγματικότητα είναι κάτω από εδώ, ας πούμε, αλλά είναι το βουνό
και πρέπει να πας παραλιακά.
Άντρας
: Ναι, είναι στο τέλος του βουνού αυτουνού. Από πού είσαστε σεις;
Ερευν.
Η καταγωγή μου από την Κυλλήνη, το Νιοχώρι, το χωριό πριν την Κυλλήνη.
Άντρας:
Α, και ήρθες από ’κεί με το καράβι.
Ερευν.
Γίνεται ολονυχτία εδώ το βράδυ;
Γυναίκα:
Ναι, όλο το βράδυ.
Ερευν.
: Ωραία, ωραία. Θα μείνω συνέχεια, λοιπόν. Πώς θα πάω τώρα στο πηγάδι αυτό;
Άντρας
: Θα πας μέσα από το χωριό γιατί από ’δω είναι γκρεμός.
Παιδί
: Είναι ένα πηγάδι που αναβλύζει από μόνο του, ε;
Άντρας
: [Δίνει κάποιες οδηγίες για το πώς θα βρώ το πηγάδι] [….] Το
πηγάδι αυτό το έχουνε σκεπάσει κάποιοι, με τσιμέντο. Θα το δεις, είναι μεγάλο.
Ερευν.
: Α, θα το δω. Οι τάφοι αυτοί φαίνονται;
Άντρας
: Οι τάφοι είναι από πάνου [από το πηγάδι] ακριβώς. Μπορείς να πας και
από ΄δώ [από τη μονή] στους τάφους.
Ερευν.
: Και τον λέτε αυτό τον τάφο «πετροκασέλα», είπατε;
Άντρας
: Ναι, πετροκασέλα.
Ερευν.
: Α, γιατί είναι πέτρινος, έτσι σαν κασέλα, ναι.
Άντρας
: Ναι, ναι, έτσι το λέγανε.
Ερευν.
: Και το πηγάδι είναι πιο χαμηλά από τους τάφους, ε;
Γυναίκα:
έχει πολλά πηγάδια, αλλά είναι ένα.
Ερευν.
; Δηλαδή γι’ αυτή τη Λάμια τι λέγανε; Λέγανε πως ήτανε καμιά
γυναίκα, καμιά νεράιδα, καμιά….
Άντρας:
Λάμια λέγανε την τοποθεσία αυτή.
Γυναίκα
: Θα ’ρθει ο παππουλάκης [ο ιερέας] που τα ξέρει και θα σας τα πει.
Άντρας
: Πάντως υπήρχε η ονομασία αυτή πολύ παλιά.
Γυναίκα:
Ήτανε εδώ απουκάτου αυτή η Λάμια πολύ παλιά και μετά έγινε η εκκλησία.
Το «θαύμα» μού είχε συμβεί! Ο μύθος της Λάμιας ζει σε τούτη τη
νησιωτική εσχατιά της δύσης παρών στη διαχρονία, με δομικά στοιχεία του που δεν
θα τολμούσα ποτέ να ελπίσω πως θα βρω σήμερα συνδυασμένα πάνω στον ίδιο ιερό
τόπο: τη διφορούμενη γυναικεία μεταφυσική παρουσία με την αρνητική-θανάσιμη
φόρτιση, το όνομα-τοπωνύμιο «Λάμια», το πηγάδι, το αρχαίο και το σύγχρονο
νεκροταφείο που ανακαλεί την υποχθόνια Μαυρηγή, το αλώνι και την εικόνα των αγίων
Κωνσταντίνου και Ελένης που παραπέμπουν στην "πότνια σίτου" «Ελένη», (συν το ναό τον
αφιερωμένο στη μνήμη τους στη ρίζα του ίδιου βουνού), την ίδρυση πάνω σε
αποτρόπαιο, αρχαίο ιερό τόπο ναού και μονής αφιερωμένων στην Παναγία η
οποία πήρε τοπικά και το όνομα Λάμια, πανηγύρι στη μνήμη της
γέννησης της Παναγίας, γιορτή που παραπέμπει σε ιερές μορφές «μάνα
και κόρη», όπως Δήμητρα και Περσεφόνη[14].
Η διαπίστωση ότι στο νησί υπάρχουν ιδιαίτερα πολλοί ναοί συγκριτικά με το
σύνολο παρόμοιων ναών στην Ελλάδα που μπορώ να γνωρίζω, αφιερωμένοι στη Γέννηση
της Παναγίας ( περίπου εννέα, όπως προέκυψε από σχετική αναζήτησή μου στο
διαδίκτυο πριν ξεκινήσω για την Κεφαλονιά), αναδείκνυε (σε συνδυασμό και
με τον άγιο Κωνσταντίνο στον Καραβάδο και την «Αγιαλένη» στην Παλική που
σκόπευα να επισκεφθώ) και την Κεφαλονιά (μετά την Κέρκυρα-Κόρκυρα-Γοργώ με τις
εννέα «Αγιαλένες») σε τόπο όπου κρατιέται ζωηρή η μνήμη της μητέρας-και-Κόρης,
σύμφωνα με την ερευνητική μου υπόθεση.
Παρόλ’
αυτά, διαπίστωνα ότι ο όρος «Λάμια» ταυτιζόταν για τους συνομιλητές μου με το
πηγάδι που το συνδύαζαν απαραίτητα και με τους γειτονικούς του αρχαίους τάφους,
όμως ως απρόσωπο τοπωνύμιο, «Λάμια», χωρίς να ταυτίζουν τη λέξη με κάποια
ανθρωπόμορφη αναπαράσταση, ούτε να τη συνδέουν συνειδητά με κάποιο συγκεκριμένο
τρόπο με την Παναγία.
Βγήκα έξω στο καυτό, εκτυφλωτικό προαύλιο του ναού
αφήνοντας τους να δουλέψουν για να βρει μετά χρόνο ο κυρ-Ιάκωβος να μου δείξει
πώς να πάω μέχρι το πηγάδι της Λάμιας και στους αρχαίους τάφους,
ταραγμένη από τις πληροφορίες που οι ερωτήσεις μου ανακάλεσαν στη μνήμη των
ντόπιων τόσο αυθόρμητα, χωρίς καμιά δυσκολία, λες και τις έχουν πάντα
στην άκρη των χειλιών τους. Με είχε συνοδεύσει έξω το ξανθομάλλικο αγόρι με τα
πανέξυπνα γαλάζια μάτια, εντυπωσιασμένο από το γεγονός ότι με ενδιέφεραν αυτά
τα ζητήματα, που η μνεία τους στο συγκεκριμένο χώρο έδειχνε να τον έχει ταράξει
λιγάκι, αν και δεν φαινόταν να τα ακούει για πρώτη φορά. ΄Ηρθε μαζί μου
σε μια δεύτερη περιήγηση του χώρου που επιχείρησα, τώρα και υπό το φως των
πληροφοριών που είχα πάρει. Συζητώντας αυτά που βλέπαμε, διαπίστωσα ότι η
προφορά του ήταν έντονα κεφαλονίτικη και ότι, παρά το νεαρό της ηλικίας του,
είχε πολλά βιώματα από την τοπική αγροτική και κοινωνική ζωή, τις γιορτές και
τα πανηγύρια, όπως δήλωνε και η εθελοντική βοήθεια που προσέφερε στο πανηγύρι
εκείνη την ημέρα.
Σε λίγο ήρθε και μας βρήκε και ο κυρ-Ιάκωβος και
συνεχίσαμε την κουβέντα, αφού του ζήτησα πληροφορίες για το κανόνι στη ρίζα της
ελιάς [απομαγνητοφωνημένο κείμενο της συνομιλίας]:
Ερευν. : Το κανόνι αυτό είπες ότι το είχανε για, ας πούμε,
πυροτεχνήματα;
Άντρας; Ναι, είναι παλιό, Ενετικό το κανόνι. Από τον καιρό
των Ενετών. Ήτανε εδώ [οι Ενετοί] τετρακόσα χρόνια, στα παλιά. Λοιπόν, και το
’χανε ’δώ πέρα και ρίχνανε σμπάρα, δεν είχανε τότε πυροτεχνήματα, ρίχνανε
αυτοσχέδια, κάνανε κρότους μεγάλους, βάνανε μέσα μπαρούτι. Και τι έγινε. Το
1910, στις αρχές του προηγούμενου αιώνα ήτανε, αυτό έσπασε και σκοτωθήκανε
τρεις. Έσπασε. Είχανε βάλει πολύ μπαρούτι μέσα και έσπασε. Το βλέπεις που είναι
σπασμένο. Βέβαια. Και σκοτωθήκανε τρεις.
Ερευν. : Εδώ από πάνω είναι ένα αλώνι;
Άντρας: Αλώνι, ναι.
Ερευν. : Είχε εδώ στάρια γύρω-γύρω;
Άντρας: Ναι, στάρια. Εδώ ήτανε μοναστήρι και είχανε
[στάρια] εδώ γύρω. Εδώ είχανε ζώα, είχανε μελίσσια, είχανε… αμπέλια. Αυτή η
εκκλησία το 1905 είχε καεί. Είχε πιάσει φωτιά και κάηκε. Και την ξαναφτιάξανε
πάλι από την αρχή. Και βέβαια έμεινε το… , ξέρεις…
Ερευν. : Ναι, οι τοίχοι.
Άντρας: Ναι, αλλά όλα τα άλλα καήκανε. Και με το σεισμό
είχε γκρεμιστεί αλλά της έχουν κάνει επένδυση από μέσα με τσιμέντο. Το
λέει και η πινακίδα πάνω από την πόρτα [του ναού, στο νότιο τοίχο] για το
κάψιμο. Αυτό μας το έλεγε η νόνα μου, νόνα είναι η γιαγιά, ιταλικά είναι, και
θυμότανε που κάηκε.
Ερευν. Και τα κελιά του μοναστηριού πού ήτανε;
Άντρας [δείχνει στα δυτικά του ναού, προς τον ανοιχτό
χώρο]: Εδώ. Εδώ ήτανε ένα διώροφο, δεν είχε πέσει με τους σεισμούς, το
γκρεμίσανε μετά.
Ερευν. : Θα μου πείτε το όνομά σας;
Άντρας: Βικάτος Ιάκωβος.
Ερευν.: Ευχαριστώ. Το μοναστήρι ανήκει να πούμε στα
Διλινάτα;
Ιάκωβος: δεν είναι τώρα μοναστήρι, είναι εκκλησία,
καθολική, στη Μητρόπολη.
Ερευν.
: Λειτουργεί μόνο στη γιορτή;
Ιάκωβος:
Όχι, συνέχεια. Είναι η εκκλησία του χωριού.
Γυναίκα
του κυρ-Ιάκωβου: Και τα μνημόσυνα εδώ γίνονται. Στο χωριό είναι ο άης Γιάννης.
Ιάκωβος:
Ναι, αλλά πιο πολύ εδώ λειτουργάνε. Ο άης Γιάννης! Εκεί να πας! Αυτή είναι
φτιαγμένη το 1600, δηλαδή το χίλια εξακόσα τόσο, αυτή η εκκλησία [ο άη
Γιάννης]. Το τέμπλο αυτό είναι από τα πιο παλιά των Εφτανήσων. Αύριο μετά από
’δώ την εικόνα [της Παναγίας της Λάμιας] θα την πάνε στον άη Γιάννη, το βράδυ,
και να πας να το ιδείς το τέμπλο αυτό. Να δεις τι αξία έχει αυτή η εκκλησία.
Ο άη-Γιάννης είναι πολύ πιο παλιά από αυτή [της Λάμιας]. Έχει από πίσω,
κάπου είναι γραμμένο, 1650, τόσο, το τέμπλο. Πολύ παλιό. ΄Επαθε ζημιές από το
σεισμό αλλά το φτιάσανε. Το τέμπλο είναι όπως ήτανε, δε χάλασε.
Ερευν.:
Να σου πω, όταν ερχόμουνα είδα ένα εικονοστάσι εκεί που είναι η ταμπέλα
που λέει «προς Λάμια», όπως βγαίνουμε από το χωριό. Μέσα είχε τον άγιο
Κωνσταντίνο [με την αγία Ελένη]. Γιατί έχει την εικόνα αυτή; Μήπως επειδή είναι κάτω
[στην παραλία] ο άγιος Κωνσταντίνος;
Ιάκωβος:
Όχι, όχι. Δεν ξέρω…
Γυναίκα
του κυρ-Ιάκωβου: Ε, βάνουνε εικόνες μέσα. Κάνουνε και οικογενειακές εκκλησίες…
Ερευν.
; Ναι, αλλά συνήθως βάζουνε εικόνα που να ’ναι σχετική με κάτι, γι’ αυτό ρωτάω.
Ιάκωβος:
Με την εκκλησία τούτη [τη Λάμια], να πούμε.
Ερευν.:
Ναι, και ’γώ μάλιστα νόμιζα ότι το εικονοστάσι ήτανε τούτης της εκκλησίας, γι’
αυτό πήγα να το φωτογραφίσω…
Ιάκωβος:
Έτσι είναι. Και ’γώ πρώτη φορά το ακούω πως είναι ο άγιος Κωσταντίνος,
εγώ νόμιζα ότι είναι η Παναγία.
Ερευν.:
Έχει και άλλες εικόνες αλλά αυτή είναι μπροστά-μπροστά, έτσι.
Ιάκωβος:
Θα την έχει βάλει άλλος μέσα.
Γυναίκα
του κυρ-Ιάκωβου: Κάνουνε τάματα, τάματα είναι.
Ερευν.:
Και αυτό εδώ το καμπαναριό έπεσε με τους σεισμούς;
Ιάκωβος:
Ναι. Εδώ τα Εφτάνησα έχουνε άλλη αυτή [τεχνοτροπία] από την άλλη
Ελλάδα. Οι εκκλησίες είναι έτσι [σχηματίζει με τα χέρια του τρίγωνο], αυτό, πώς
το λένε [το αέτωμα]. Είναι διαφορετικές.
Ερευν.:
Και τα καμπαναριά, είναι πολύ ωραία…
Ιάκωβος
[δείχνει το κτίριο των συνεστιάσεων]: Και αυτό παλιό είναι, είναι
προ-σεισμικό. Είχε στέγη πριν αλλά τώρα βάλανε τσιμέντο.
Ερευν.:
[δείχνω τα στόμια των πηγαδιών στον περίβολο]: Αυτό πηγάδι είναι;
Ιάκωβος:
Στέρνα, στέρνα. Μαζεύουμε τη βροχή.
Οι πληροφορίες του κυρ-Ιάκωβου ήταν ακριβείς και σύντομες,
ζωντανή ιστορία, με την δεξιότητα αυτού που έχει βιωματική σχέση με το χώρο
αλλά και ενδιαφέρεται και παρατηρεί τα πράγματα του τόπου του, όπως δήλωνε και
η εθελοντική εργασία του ίδιου και της γυναίκας του για το πανηγύρι.
Επιβεβαιώθηκαν κάποιες παρατηρήσεις μου σε σχέση με το χώρο, φωτίστηκαν
άγνωστες για μένα πτυχές του τοπικού πολιτισμού, συμπληρώθηκαν τα μοτίβα του
μύθου της Λάμιας.
Αντιλήφθηκα ότι είχε σημασία για το μύθο το ότι το
«πηγάδι της Λάμιας» είναι αναβρυτικό, βγαίνει μέσα από τη Γη (αλλά και οδηγεί
σε αυτήν και στον κάτω κόσμο), αλλιώς θα ήταν αρκετά και τα πολλά
«πηγάδια»-στέρνες που έχει το χωριό για να εντοπισθεί ο μύθος.
Η παρουσία ναού του άη-Γιάννη στο χωριό, ο οποίος
πανηγυρίζει εδώ και στις 29 Αυγούστου, στη μνήμη του θανάτου του με
αποκεφαλισμό, συμπλήρωνε ένα ακόμα δομικό μοτίβο του μύθου της Λάμιας.
Στα περισσότερα τραγούδια της το πηγάδι όπου εγκατοικεί η Λάμια αναφέρεται ως
«του άη-Γιάννη το πηγάδι»: …Το μάθατε τι έγινε στ’ άη-Γιάννη[15]
το πηγάδι / εφανερώθη ’να στοιχειό και τρώει τους αντρειωμένους… [16]
ή: …Το μάθατε τι γίνηκε στ’ άη-Γιάννη το πηγάδι / ξεφανερώθη
’να στοιχειό και ’γινε ώριο κοράκι[17]…[18]
κ. ά. Ο άη-Γιάννης φέρει στοιχεία θανάτου άρα και χθονιότητας
(όχι μόνο λόγω του αποκεφαλισμού του αλλά και λόγω του ότι η γιορτή της
Γέννησής του, στις 24 Ιουνίου τοποθετείται πάνω στις θερινές τροπές του
ήλιου, που σηματοδοτούν και τον κίνδυνο της ξηρασίας και θανάτου από τα ηλιακά
καύματα), ενώ ο Γιάννης στα δημοτικά τραγούδια είναι ιερός,
διφορούμενος, ως ένας από τους χθόνιους εραστές της θεονύφης (εναλλακτικά και με τον
Κωνσταντίνο με τον οποίο έχουν πολλά κοινά στοιχεία), ενώ το όνομά του
συνδέεται με γονιμικές, υδατικές, βλαστικές αλλά και ξηραντικές, θανάσιμες
ιδιότητες. Αναρωτιόμουν αν είχε κάποια έμμεση έστω σχέση με το μύθο η λιτάνευση
της εικόνας προς τον άη-Γιάννη και στενοχωριόμουν που δεν θα την
παρακολουθούσα, αφού είχα κλείσει θέση στο φέρι-μπόουτ για το αυτοκίνητο την
επομένη το απόγευμα, ενώ τα οικονομικά μου δεν μου επέτρεπαν να επιβαρυνθώ με
ξενοδοχείο, ακόμα και αν μπορούσα να αλλάξω την αναχώρησή μου.
Η έκπληξή του κυρ-Ιάκωβου για την εικόνα του αγίου
Κωνσταντίνου στο προσκυνητάρι, όσο και αν ο ίδιος και η γυναίκα του θεωρούσαν
ότι είναι τυχαία, εμένα με βεβαίωσε πως συμβαίνει το αντίθετο, ότι δηλαδή
κάποια μνήμη υποβάλλει ότι αυτή η εικόνα «πρέπει» να συνδυαστεί με τη «Λάμια»
(και κατ’ επέκταση με την Ελένη-Αγιαλένη, την Παναγία αλλά και τον
άη-Γιάννη).
Η ιστορία με το κανόνι, πέρα από το ότι δήλωνε ότι στα
πανηγύρια είχαμε τοπικά έθιμα όπως η ρίψη κροτίδων που αλλού συνδέονται
κυρίως με το Πάσχα ή τους γάμους (αν και προσωπικά δεν είχα δει κάτι
σχετικό στην Κεφαλονιά ούτε στο πανηγύρι στον Καραβάδο, ούτε στο
Μαρκόπουλο). Η πληροφορία αναδείκνυε όχι μόνον τη σπουδαιότητα και τη
λαμπρότητα που πρέπει να είχε ανέκαθεν η γιορτή της Λάμιας, αλλά
και την παλαιότητα, αφού μας δίνει, μαζί και με την χρονολογία κτίσεως του
άη-Γιάννη, και ένα χρονικό terminus post quem για την ιστορία της
μονής της Λάμιας, με ορόσημο τουλάχιστον την Ενετοκρατία[19].
Αντιλήφθηκα επίσης ότι κάτι περίεργοι σωλήνες που είχα δει πάνω από το
νεκροταφείο, προορίζονταν για τη εκτόξευση πυροτεχνημάτων, πράγμα που μου
επιβεβαίωσε και ο μικρός φίλος μου, άρα το έθιμο των «κρότων» δεν έχει
εκλείψει, έστω και αν έχει κάπως τροποποιηθεί με τα σύγχρονα μέσα που το
καθιστούν και πιο εντυπωσιακό.
Το στοιχειωμένο πηγάδι – η «πετροκασέλα»
Ο κυρ-Ιάκωβος, επειδή θα έφευγε για λίγο από τη Λάμια,
με οδήγησε στην άκρη της απόκρημνης κατωφέρειας στα ανατολικά του ναού, έξω από
τον περίβολο, και από εκεί ψηλά μου έδειξε χαμηλά, ανάμεσα στις αυχμηρές
γκρίζες πέτρες να διακρίνεται ένα τετράπλευρο λάξευμα στον βράχο, η
«πετροκασέλα», που μου είχε περιγράψει πριν λίγο, δηλαδή ο αρχαίος λαξευτός
τάφος. Διαπίστωνα πως η πρόσβαση σε αυτόν θα ήταν όντως εξαιρετικά δύσκολη. Η
κατωφέρεια ήταν πολύ απότομη, στο ανώτερο μέρος της καλυμμένη με «σάρα»,
μετακινούμενο, γλιστερό χαλίκι, ενώ από εκεί και κάτω οι πυκνοί, αυχμηροί
βράχοι καλύπτονταν από άγρια αγκαθωτά πουρνάρια που έκαναν τη διέλευση ανάμεσά
τους δυσχερέστατη. Φωτογράφισα από ψηλά, ζουμάροντας για να γίνει ευκρινές το
ταφικό λάξευμα μέσα στο συνοθύλευμα των γκρίζων βράχων και των
πουρναριών, χωρίς ωστόσο να παραιτηθώ από την ιδέα του να προσπαθήσω να το
προσεγγίσω.
Η "πετροκασέλα"
Ο κυρ-Ιάκωβος, ενθαρρύνοντας με να αποτολμήσω την κατάβαση [«θα
βρεις τρόπο να κατέβεις, σιγά-σιγά αλλά να προσέχεις»], με καθοδήγησε επίσης από
εκεί ψηλά, δίνοντάς μου σημάδια, για το πώς μέσα από τους δρόμους του
χωριού που φαινόντουσαν απέναντί μας θα κατάφερνα να βρω το πηγάδι της Λάμιας,
που αντιλήφθηκα ότι πρέπει να ήταν κάτω από τα πόδια μας, μέσα στους ελαιώνες
που είναι φυτεμένοι στους πρόποδες του κρημνώδους λόφου όπου είναι
χτισμένη η μονή της Λάμιας, λίγο κάτω και αριστερά από τον αρχαίο τάφο.
Λίθινες πεζούλες σιτηρων μέσα στον ελαιώνα στο λόφο της μονής της "Λάμιας"
Τον ευχαρίστησα και παρόλο που ήταν «ντάλα μεσημέρι»
ξεκίνησα να βρω το διφορούμενο, ζωογόνο και φοβερό συνάμα, πηγάδι. Η ζέστη ήταν
δυνατή και ο ήλιος έκαιγε αλλά ευτυχώς με προστάτευαν κάπως από το καύμα
τα λιόδεντρα, όταν άφησα το αυτοκίνητο για να προχωρήσω πεζή μέσα στον
ελαιώνα. Οι πέτρινες πεζούλες που ορίζουν τις ιδιοκτησίες
σχημάτιζαν στενά, βαθιά δρομάκια ενώ εδώ κι εκεί διέκρινα πέτρες
βαλμένες τη μια πάνω στην άλλη να σηματοδοτούν με τον παμπάλαιο τρόπο το αν
επιτρέπεται ή όχι η βόσκηση στη συγκεκριμένη ιδιοκτησία. Κάτω από τις ελιές
διέκρινα ένα-δυο πέτρινα αλώνια, δείγμα πως ο τόπος πριν σπερνόταν με
δημητριακά, ή και ταυτόχρονα με αυτές, αν και ο τρόπος που οι ελιές
καλύπτουν τώρα τα χορταριασμένα αυτά αλώνια φανερώνει πως δεν είναι
δυνατόν να ήταν σε χρήση πρόσφατα.
Η μονή της "Λάμιας" στην κορυφή του ελαιόφυτου λόφου, στον οποίο διακρίνονται οι κλιμακωτές, παλαιές σιταροπεζούλες
Πέτρινο αλώνι (στο βάθος) και σιταρο-πεζούλες μέσα στο σύγχρονο ελαιώνα
"Κούκουρα", πέτρες που ορίζουν ιδιοκτησίες η ελεγχόμενους χώρους βόσκησης
Τα σημάδια που μου είχε δώσει ο κυρ-Ιάκωβος ήταν ακριβή
και δεν άργησα, όχι με κάποιους δισταγμούς, να βρεθώ σε ένα ξέφωτο, στην άλλη
άκρη του οποίου αντίκρισα το περίφημο πηγάδι της Λάμιας, ένα κυκλικό,
σκούρο τσιμεντένιο κατασκεύασμα σαν κλειστή δεξαμενή. Δεν θα ήμουν σίγουρη ότι
είναι αυτό, αν δεν έβλεπα δύο πηγαδίσια στόμια με χτιστά φιλιατρά, το ένα και
με σιδερένια ανέμη για την άντληση του νερού, να στέκουν πάνω στο τσιμεντένιο
«αλώνι» που σκεπάζει τώρα το ανοιχτό κάποτε πηγάδι. Τότε κατανόησα τι εννοούσε
η γυναίκα του κυρ-Ιάκωβου όταν είπε ότι έχει πολλά πηγάδια αλλά είναι «ένα».
Πάνω και κάτω: προσεγγίζοντας "το πηγάδι της Λάμιας"
Το "πηγάδι της Λάμιας" και η χωροθετική σχέση του με την υπερκείμενη μονή "της Λάμιας" (προς τ' αριστερά, πάνω στην κορυφογραμμή του λόφου)
Ο έρημος τώρα χώρος εμπρός του δείχνει να ήταν κάποτε
πολυσύχναστος, όχι μόνο λόγω του γυναικείου κυρίως κόσμου που λογικά θα ερχόταν
εδώ συχνά-πυκνά για την άντληση νερού αλλά γιατί φαίνεται να αποτελούσε
και σταυροδρόμι, αφού δύο μονοπάτια, χαλασμένα τώρα, συναντιούνται μπροστά στο
πηγάδι. Το ένα, πιο διακριτό, στρωμένο με χοντρά χαλίκια, μου έδινε την
εντύπωση ότι πρέπει κάποτε να ήταν αυτό που οδηγούσε πάνω στη μονή, αφού
ανηφορίζει για λίγο προς τα εκεί, πριν χαθεί στη βλάστηση που καλύπτει τώρα την
πλαγιά χαμηλά. Το άλλο, πιο ανηφορικό, φαίνεται σαν να ήταν κάποτε δομημένο,
πέτρινο καλντερίμι και κατευθύνεται προς τα πάνω, αριστερά του πηγαδιού, προς
την κατεύθυνση όπου είχα δει από ψηλά τον λαξευτό τάφο. Με αποδομημένες,
σμπαραλιασμένες τώρα τις χτισμένες κάποτε πέτρες του, μετά από
ελάχιστα μέτρα χάνεται μέσα στα πυκνά πουρνάρια και τα βράχια.
Από πάνω προς τα κάτω: το παλιό καλντερίμι αριστερά του "πηγαδιού
της Λάμιας" και κεραμικά όστρακα από τα σπασμένα δοχεία νερού που βρήκα
in situ
Εδώ βρήκα
και τεκμήρια της χρήσης του πηγαδιού, που ήταν τώρα έρημο και εγκαταλελειμμένο,
αφού το χωριό διαθέτει τρεχούμενο νερό μέσα στα σπίτια: πεσμένα ανάμεσα στις
πέτρες ήταν λιγοστά κεραμικά θραύσματα από ωχροκίτρινο πηλό, εφυαλωμένα
μέσα-έξω και ένα μοναδικό από μπεζ πηλό που φέρει επιζωγραφημένα και
διακοσμητικά μοτίβα, προφανώς πεσμένα εκεί από σπασμένα δοχεία νερού με τα
οποία το μετέφεραν στα σπίτια. Η παλιά ζωή του χωριού ζωντάνεψε μπρος στα
μάτια μου, καθώς κρατούσα στα χέρια μου με συγκίνηση τα μικροσκοπικά,
σκονισμένα θραύσματα τούτης της ζωής.
Από πάνω προς τα κάτω: η καλυμμένη με τσιμέντο πηγή, τα στόμια των πηγαδιών "της Λάμιας" και οι ποτίστρες στην περίμετρο
Ανέβηκα στο πηγάδι. Το μέγεθός του είναι πράγματι
εντυπωσιακό, με πάνω από δέκα μέτρα διάμετρο, ενώ οι τσιμεντένιες γούρνες που
είναι χτισμένες εξωτερικά στην περίμετρό του, προφανώς για το επιτόπιο πλύσιμο
των ρούχων κάποτε ή και για το πότισμα των ζώων, του δίνουν ακόμα μεγαλύτερο
όγκο. Έχει τρία-τέσσερα καλυμμένα στόμια για την άντληση του νερού. Το
ένα από τα δύο με τα φιλιατρά ήταν ανοιχτό, με το σκουριασμένο του
σκέπασμα να είναι σπασμένο και πεταμένο κάτω. Η σιδερένια ανέμη ωστόσο ήταν στη
θέση της, με ένα μεγάλο πλαστικό δοχείο που κάνει χρέη κουβά πεταμένο στο χώμα,
να κρέμεται στην άκρη του σχοινιού.
Το σκοτεινό νερό στο βάθος του "πηγαδιού της Λάμιας "
Έσκυψα πάνω από το άνοιγμα και είδα το κεφάλι μου να
καθρεφτίζεται στο σκοτεινό, μαύρο νερό, με τα φουντωτά μαλλιά μου να απλώνονται
σχηματίζοντας στεφάνι γύρω του σαν της Μέδουσας και τις γραμμές που
κάνουν οι σιδερένιες ράγες της ανέμης πάνωθέ του. Μου ήρθε στο νου ο
μύθος της θανάσιμης Λάμιας-Μαυρηγής που καραδοκεί στα
στοιχειωμένα πηγάδια, όπως τον παραδίδουν τα τραγούδια, αλλά ο
ορθολογισμός μου καταλάγιασε την ανατριχίλα που ένοιωσα συνειδητοποιώντας την
«ανοιχτή ώρα» του καταμεσήμερου μέσα στην οποία κατάφερα να επισκεφθώ τούτο το
στοιχειωμένο από το μύθο της πηγάδι. Φωτογράφισα το ίδιο και τον περιβάλλοντα
χώρο, κυρίως τη χωροταξική σχέση του με τη μονή, και απομακρύνθηκα από
κάτι χορταριασμένες πέτρες που ήταν στις άκρες του, καθώς θυμήθηκα και τον
πολύ ρεαλιστικό κίνδυνο να δω στην πραγματικότητα τα συμβολικά «…φίδια
πλεχταριές, οχιές με δυο κεφάλια…» που είδε ο «βουτηχητής» του τραγουδιού.
"Το πηγάδι της Λάμιας"
Τούτο τον κίνδυνο αλλά και το να γκρεμοτσακιστώ στις
αυχμηρές πέτρες και να ξεσχιστώ στα πουρνάρια αψήφησα σε λίγο, όταν
επιχείρησα να κατέβω από πάνω, από την πλευρά της μονής, για να πλησιάσω όσο το
δυνατόν περισσότερο τον λαξευτό τάφο, ως άλλος Ιντιάνα Τζόουνς, στην ηλικία μου
μάλιστα, αφού ακριβώς πριν ένα μήνα είχα κλείσει τα εξήντα δύο
χρόνια μου. Σκεφτόμουν το πώς θα έφευγα από το νησί αν χτυπούσα άσχημα, χωρίς να πτοηθώ
ωστόσο, αφού και ο κυρ- Ιάκωβος με είχε προτρέψει να επιχειρήσω την προσέγγιση
των τάφων από ’δώ και όχι από την πλευρά του πηγαδιού. Και όντως, όπως είχα
διαπιστώσει και επιτόπια, το μονοπάτι που πρέπει κάποτε να οδηγούσε εκεί
φραζόταν τώρα από πυκνά, αδιάβατα πουρνάρια.
Έβλεπα ότι σε ένα σημείο του γκρεμού οι πανηγυριστές
πετούσαν τα απομεινάρια του πανηγυριού, τώρα σε ημι-αποσύνθεση (κουτιά
μπύρας και αναψυκτικών, χάρτινα τραπεζομάντιλα, πλαστικά πιάτα και ποτήρια) και
άλλα άχρηστα αντικείμενα, (καθίσματα αυτοκινήτων, κουτιά, λάστιχα, πλαστικές
πολυθρόνες κ.λπ.), ένα είδος αποθέτη, μιας ανοίκειας κατ’ εμέ για τον ιερό χώρο
(έστω και αν ήταν έξω από τον περίβολο, ωστόσο σε πολύ κοντινή απόσταση)
πρόχειρης χωματερής, που φαίνεται ότι διευκόλυνε τη δημιουργία της η απότομη
κατωφέρεια. Μου θύμισε την αντίστοιχη «χωματερή» που είχα δει το περασμένο
καλοκαίρι στο πανηγύρι του άη-Γιάννη στη Βρουκούντα, στην Κάρπαθο,
μόνο που εκεί τα σκουπίδια κατέληγαν μέσα στη θάλασσα, όταν τα μανιασμένα
κύματα τα «κατάπιναν» από τα κρημνώδη βράχια της παραλίας όπου τα πετούσαν. Και
είναι μεν τα σκουπίδια και οι αποθέτες ανέκαθεν αναπόφευκτο κομμάτι του πολιτισμού (και συχνά αρχαιολογικά χρήσιμοι) αλλά ο
τρόπος διαχείρισής τους αποτελεί και δείγμα της ποιότητας ζωής κάθε εποχής.
Ωστόσο, παρά τον αποτροπιασμό μου, τα σκουπίδια μού έδωσαν «πατήματα» ώστε να
κατηφορίσω πάνω από τις γλιστερές, μετακινούμενες σάρες, χωρίς να
γκρεμοτσακιστώ πάνω στα αυχμηρά βράχια, με τη βοήθεια και της γκλίτσας που έχω
πάντα στο αυτοκίνητο για τέτοιες περιστάσεις.
Στο κέντρο της εικόνας το ξέφωτο όπου το τρίστρατο και το "πηγάδι της Λάμιας", όπως φαίνεται πάνω από τη μονή "της Λάμιας"
Η "πετροκασέλα", ο αρχαίος λαξευτός τάφος, αριστερά από το "πηγάδι της Λάμιας"
Κατάφερα εν τέλει να προσεγγίσω σε απόσταση δύο μέτρων τον
μοναδικό, απ’ όσο τουλάχιστον μπορούσα να δω, πέτρινο τάφο, την «πετροκασέλα»,
που έχασκε ανοιχτός και άδειος κάτω από τον καυτό ήλιο και να τον
φωτογραφίσω. Τα αδιάβατα για μένα βράχια και τα αγκαθωτά πουρνάρια δεν μου
επέτρεψαν να δω αν είναι και άλλοι τάφοι εκεί γύρω. Πισωγύρισα και αφού πλέον
δεν είχα επικεντρωμένη την προσοχή μου αποκλειστικά στο πώς θα προσεγγίσω τον
τάφο αψηφώντας όλα τα άλλα, τώρα υποψιάστηκα ότι υπήρχε κίνδυνος να
ενοχλήσω τη σιέστα καμιάς οχιάς. Ευτυχώς δεν συνέβη κάτι τέτοιο και
σκαρφάλωσα προς τη μονή με απώλειες μόνο δυο-τρεις τρύπες στο μοναδικό
παντελόνι που είχα μαζί μου και μερικές βαθιές γρατζουνιές στα πόδια και στα
χέρια, ενώ άφησα αρκετές τούφες από τα μαλλιά μου
να κρέμονται στα πουρνάρια…
Φτάνοντας στον πυρπολούμενο από τον ήλιο περίβολο του
ναού, που ήταν ακόμα άδειος από κόσμο, κάθισα στον ήσκιο της μοναδικής ελιάς να
ξανασάνω και να καταλαγιάσει το
λαχάνιασμα και οι χτύποι της καρδιάς μου από την απότομη ανάβαση, γιατί
την είχα κάνει μονοκόμματη, χωρίς στάση, εξ αιτίας και των σκουπιδιών. Τα
μηνίγγια μου χτυπούσαν λόγω του μεσημεριανού καύματος στο οποίο είχα εκτεθεί.
Στο ίδιο πεζούλι που είναι γύρω από την ελιά, καθόντουσαν τώρα και δύο ζευγάρια
μικροπωλητών από αυτούς που δεν λείπουν από κανένα πανηγύρι, όπως
κατάλαβα από τα αυτοκίνητα με τα εμπορεύματα που τα είχαν σταθμεύσει εκεί
δίπλα.
Κουβέντιαζαν χαλαρά και από τη συζήτησή τους που άκουγα
άθελά μου, φαινόταν να είναι γνωστοί μεταξύ τους χρόνια, παρόλο που από τις
κουβέντες, την ιδιωματική προφορά, τα ιδιαίτερα χαρακτηριολογικά γνωρίσματα
αλλά και όσα δήλωναν, προέκυπτε ότι το μεν ένα ζευγάρι πρέπει να ήταν
Τσιγγάνοι από τη Θράκη, ενώ το άλλο Κεφαλονίτες από το Ληξούρι. Καθώς
συζητούσαν ήσυχα για τη συγκεκριμένη γιορτή στη Γέννηση της Παναγίας και για τα πιο
διάσημα πανηγύρια που την αφορούσαν, με κριτήριο βεβαίως την τιμή που είχε σε
αυτά η άδεια να στήσεις πάγκο μικροπωλητή, οι Κεφαλονίτες έφεραν ως πολύ
σημαντικό αλλά και πανάκριβο σε σχέση με την περιπόθητη άδεια παράδειγμα, αυτό που γίνεται
στο Λουτράκι της Κορίνθου. Πανηγύρι που είχα και προσωπικά την τύχη να
παρακολουθήσω και να καταγράψω κατά τη λαογραφική αποστολή μου, το 2004, και
είχα εκτιμήσει ότι είναι όντως πολύ σημαντικό, τοπικά, ιστορικά,
συμβολικά και οικονομικά και βεβαίως για την ερευνητική μου υπόθεση περί
«Ελένης». Το ζεύγος των Τσιγγάνων αναφερόταν σε χωριό Λουτράκι που δεν γνώριζα,
κάπου στη Μακεδονία ή τη Θράκη, ενώ οι Κεφαλονίτες στο συγκεκριμένο της
Κορίνθου, το οποίο οι άλλοι έδειχναν να αγνοούν, ή εν πάση περιπτώσει να έχουν
πολύ θολή και μπερδεμένη άποψη ως προς τις γεωγραφικές συντεταγμένες του,
σύγχιση που τους δυσκόλευε να συνεννοηθούν. Παρόλο που λόγω δουλειάς (και όχι
μόνο) γνωρίζω κάποια πράγματα για τους πλάνητες Ρομά, δεν μπορούσα να μην
εντυπωσιαστώ από το γεγονός ότι οι εν λόγω Τσιγγάνοι ερχόντουσαν από τόσο
μακριά για το συγκεκριμένο πανηγύρι, και μάλιστα όχι για πρώτη φορά, όπως
έδειχνε η οικειότητά τους με το χώρο και η σχέση τους με τους Ληξουριώτες
μικροπωλητές. Από την άλλη με ξένιζε επίσης και το ότι οι Ληξουριώτες
φαινόταν να επισκέπτονται επαγγελματικά το πανηγύρι στο Λουτράκι. Ένα είδος
νομαδισμού που έχει τεράστιο ενδιαφέρον αλλά που ομολογώ δεν κατέχω τις
ιδιαίτερες παραμέτρους του, όσο τουλάχιστον αυτές του κτηνοτροφικού νομαδισμού.
Καθώς η συνεννόηση μεταξύ τους είχε κάπως μπλοκάρει,
αμφότερα τα ζεύγη των μικροπωλητών σηκώθηκαν και άρχισαν να στήνουν τους
πάγκους όπου θα εξέθεταν έκαστος τα εμπορεύματά τους προς πώληση. Παρά τη λευκή
ασβεστωμένη ταινία που τους οριοθετούσε, η Ληξουριώτισσα δεν πρόσεξε τους
τάφους που είναι ενσωματωμένοι στον περίβολο και έβαλε τον πάγκο της πάνω
τους, για να δεχτεί την παρατήρηση του μικρού γαλανομάτη φίλου μου: «το βάζεις
πάνω στους τάφους»!! Η εμπόρισσα δεν έδειξε να καταλαβαίνει τι της έλεγε το
παιδί και συνέχισε την τοποθέτηση χωρίς να το λάβει υπόψη της, μέχρι που ένα πόδι
του πάγκου σκόνταψε πάνω σε ένα έκγλυφο λυχνάρι που κοσμούσε συμβολικά την
ταφόπλακα. «Είναι τάφος στ’ αλήθεια!», είπε στον άντρα της, «πιάσε να
μετακινήσουμε τον πάγκο». Εκείνος δεν έδωσε σημασία και ο πάγκος έμεινε στη
θέση του, παρόλο που η γυναίκα προσπάθησε να τον μετακινήσει λίγο.
Μικροπωλητές στον περίβολο της μονής
Οι μοναδικοί αυτοί μικροπωλητές σε αγαστή συνεργασία
μεταξύ τους και χωρίς ανταγωνιστική διάθεση, έδιναν την κυρίως εμπορική
διάσταση στο πανηγύρι: οι μεν Τσιγγάνοι πουλούσαν παιχνίδια ενώ οι Ληξουριώτες
είχαν δύο διαφορετικές πραμάτειες, καθώς ο άντρας πουλούσε σε δικό του
πάγκο «χαλβά Φαρσάλων», παστέλια, σουτζούκια και άλλα ζαχαρωτά, ενώ
η γυναίκα του κυρίως είδη καλλωπισμού.
Αφού συνήλθα αρκετά, άφησα τους μικροπωλητές να στήνουν
τους πάγκους τους και μπήκα πάλι στην αίθουσα όπου ετοίμαζαν τα φαγητά, στην
άλλη άκρη του περίβολου. Ήταν ήδη περασμένες πέντε η ώρα αλλά η ζέστη
ήταν αμείωτη. Τώρα μια άλλη, πιο έντονη και γαργαλιστική μυρωδιά πλημμύριζε το
χώρο δοκιμάζοντας την αντοχή μου, παρόλο που πριν επισκεφθώ το πηγάδι είχα
γευματίσει πρόχειρα με λίγο ψωμοτύρι και μια ντομάτα που είχα προνοήσει να έχω
στο αυτοκίνητο. Η μοσχοβολιά προερχόταν από μια σειρά λαμαρίνες που ήταν
ακουμπημένες πάνω στους πάγκους, μέσα στις οποίες ξάπλωναν ροδοκόκκινα ανά δύο
μικρά γουρουνόπουλα πάνω σε κλήματα, ψημένα στο φούρνο. Άλλο σημάδι της
θεάς, σκέφτηκα, καθώς το γόνιμο, όσο και παμφάγο, και ανθρωποφάγο αν τύχει, γουρούνι ήταν
ιερό ζώο της Δήμητρας [δηλαδή της αμφιπρόσωπης θεάς, ως παμφάγου, όπως η Λάμια,
Μαυρηγής και ως γόνιμης νύφης Ελένης], συνδεδεμένο και με την
προετοιμασία της σποράς και τα σιτηρά, αφού στα «μέγαρα», τους ιερούς
βόθρους, οι γυναίκες στην Αρχαιότητα έρριχναν θυσιασμένα γουρουνάκια να σαπίσουν, να
«μελισθούν» μαζί με το σπόρο, πριν τον ρίξουν στο οργωμένο χώμα.
Τα ψητά γουρουνόπουλα
Μερικοί νέοι άντρες είχαν ήδη αρχίσει να κόβουν τα
ροδοψημένα γουρουνάκια σε μερίδες του κιλού, διαμελίζοντας το τρυφερό,
καλοψημένο κρέας με τα χέρια τους, υπό την καθοδήγηση ενός γέροντα που
συντόνιζε την όλη δουλειά, ενώ οι άλλοι ακολουθούσαν με σεβασμό τις
υποδείξεις του. Ο διαμελισμός των σφαχτών γινόταν μεθοδικά και με ταχύτητα. Οι
ξεσκλισμένες, αχνιστές ακόμα μερίδες με την ροδοκόκκινη πέτσα και τις
λιπώδεις σάρκες έμπαιναν σε βαθιά δισκάκια από χοντρό αλουμινόχαρτο που τα
σκέπαζαν με ειδικά χαρτονένια κουπώματα και τα τοποθετούσαν στα ράφια, για να
είναι έτοιμα για το βράδυ.
Μια επιγραφή με τον τιμοκατάλογο πληροφορούσε τους
υποψήφιους καταναλωτές του κρέατος ότι θα το απολάμβαναν έναντι της
τσουχτερής τιμής των 28 ευρώ το κιλό! Τιμή που μου φάνηκε
προσωπικά ακριβή, συγκριτικά
με αυτή της σουβλιστής γουρουνοπούλας στην άλλη πλευρά της θάλασσας, στη δυτική
Πελοπόννησο, όπου είχα δει όλο το καλοκαίρι να πουλιέται στα
πανηγύρια προς είκοσι ευρώ το κιλό. Αυτά εδώ βέβαια ήταν μικρά γουρουνόπουλα
και όχι ογκώδεις γουρουνοπούλες. Εξάλλου δεν θα έπαιρνα, αφού δεν έδιναν μερίδα
λιγότερη από μισό κιλό και δεν σκόπευα να φάω τόσο κρέας. Είχαν όμως και
κοτόπουλα ψητά στη σούβλα, 5 ευρώ την μερίδα. Ακριβό μου φάνηκε και αυτό, αλλά αυτά
έχει η τελετουργική σπατάλη. Εξάλλου μέρος των εσόδων θα πήγαινε σε κοινωφελή
σκοπό, στη συντήρηση της τέως μονής της "Λάμιας" και στον τοπικό πολιτιστικό Σύλλογο.
Παρ’ όλη τη φούρια της δουλειάς των χασάπηδων, ούτε
η δική μου δουλειά, εξίσου σημαντική πιστεύω, μπορούσε να περιμένει, αφού
είχα αυτή μόνο την ημέρα για να πάρω τις πληροφορίες για την έρευνά μου
και να τους έχω όλους εκεί, στο πλαίσιο της γιορτής, που ενεργοποιεί στο έπακρο
και τις σχετικές μνήμες και γνώσεις. Απτόητη λοιπόν, πλησίασα τους πάγκους για
να διασταυρώσω, και, αν ήμουν τυχερή, να εμπλουτίσω τις πληροφορίες
του κυρ-Ιάκωβου, ρωτώντας πάντα για την Λάμια, με απώτερο στόχο να
καταφέρω και τον γέροντα να μου μιλήσει σχετικά, αν ήταν δυνατόν
[απομαγνητοφωνημένο κείμενο της συνομιλίας]:
Ερευν.: Ξέρω ότι έχετε φούρια τώρα αλλά μήπως ξέρετε γιατί
τη λένε «Λάμια» την Παναγία εδώ;
Άντρας: «Λάμια» είναι η ονομασία. Κάτσε, θα σου πει
λεπτομέρειες ο παππούς [ο γέροντας που τους καθοδηγούσε].
Ερευν. [υποκριτικά]: Αν έχει δουλειά, μην τον ενοχλήσετε,
δεν πειράζει τώρα, τέτοια ώρα!
Γέρος [χωρίς να σταματήσει στιγμή να διαμελίζει το κρέας]:
Κοίταξε να δεις. Υπάρχουν πολλές … [απόψεις, υποθέσεις]. Η «Λάμια» που είναι
εδώ απουκάτου, στο πηγάδι. Είναι ένα πηγάδι μεγάλο, η μπούκα του πρέπει να ’ναι
γύρω στα δέκα μέτρα.
Ερευν.: Αυτό που είναι τώρα κλεισμένο;
Γέρος: Ναι, ναι. Κάμανε τη βλακεία και το σκεπάσανε.
Ερευν.: Αυτό είναι πηγάδι ή στέρνα;
Γέρος: Πηγάδι. Πολλά πηγάδια. Βρεχούμενο [εννοεί
αναβρυτικό, όχι στέρνα] πηγάδι , δύο πηγάδια είναι [εννοεί τα δύο στόμια].
Λοιπόν, λέει [ο μύθος] ότι η Λάμια πήρε το όνομα, το πηγάδι, από
κάποια γυναίκα, λέει [διακόπτει και μιλάει με τους άλλους, δίνοντας οδηγίες] …
Ερευν.: …κάποια γυναίκα που;;…
Γέρος; …που ήτανε κακιά…! Πολύ κακιά!... Και τη λέγανε Λάμια.
Και εκεί μέσα σε αυτό το πηγάδι ήτανε αυτή και το βγάλανε Λάμια.
Τώρα, άλλοι τήνε λένε ότι ήτανε καλή, γιατί είναι η Παναγία βλέπεις τώρα, αλλά
ήτανε κακή!
Η ένταση της δουλειάς ήταν τόση που ο γέροντας με αγνόησε
μετά από μια νέα διακοπή γιατί ζητούσαν τη βοήθειά του και στη συνέχεια απορροφήθηκε
πλήρως από αυτήν, ώστε δεν με έπαιρνε να μείνω άλλο εκεί. Ωστόσο, οι
ελάχιστες, λιτές φράσεις του γέροντα στάθηκαν αρκετές να συμπληρώσουν τα κενά,
αφού μέσω αυτών έδωσε μορφή, φύλο και ποιοτικό στίγμα στη Λάμια:
γυναίκα που κατοικούσε μέσα στο πηγάδι και κακιά, πολύ κακιά! Και ενώ τα
νεότερα από αυτόν μέλη της κοινότητας που μου είχαν μιλήσει αδυνατούσαν
να συγκροτήσουν και να εκφράσουν κάποια ανθρωπόμορφη αναπαράσταση σχετικά
με τη Λάμια, ο γέροντας την έφερε στη μνήμη του ως γυναικεία
μορφή άμεσα, μέσω της προφορικής, μυθικής παράδοσης του τόπου όπως
δηλώνει και το παραμυθιακό ρήμα λέει που το χρησιμοποιεί στην
αφήγησή του για να δηλώσει την ανώνυμη, συλλογική, προφορική πηγή της μαρτυρίας του.
Ταυτόχρονα επισημαίνει κριτικά την αλλαγή που φαίνεται να επιχειρείται από
κάποιους να «ωραιοποιήσουν» την Λάμια, να την κάνουν αποκλειστικά
«καλή», γιατί δεν συνάδει να ταυτίζεται με την Θεομήτορα Παναγία ένα κακό
στοιχειό. Ωστόσο η δύναμη της ιεροτοπίας που στοιχειώνεται αιώνες τώρα από την Λάμια
και ο προφορικά μεταδιδόμενος από γενιά σε γενιά μύθος δεν επιτρέπει φαίνεται να απαλειφθεί το φοβερό αυτό όνομα-τοπωνύμιο. Και
μάλιστα η παγανιστική παράδοση προκύπτει τόσο έντονη, ώστε να υπερισχύει του
χριστιανικού χαρακτήρα του τόπου, αφού κατά κανόνα οι Κεφαλονίτες δεν
αναφέρονται στον ναό έστω ως «Παναγία Λάμια» αλλά ως «Λάμια» σκέτη,
όπως την αναφέρει και ο Λουκάτος άλλωστε, αλλά και η οδική ταμπέλα που είχα δει πριν λίγο να
σηματοδοτεί την τοποθεσία της τέως μονής. Αναρωτιόμουν αν έχει γίνει ποτέ ανασκαφική
έρευνα στην περιοχή και αν εκτός από το πηγάδι και τους τάφους υπήρχε ίσως και
κάποιου είδους αρχαίος ναός ή ιερό στον ευρύτερο χώρο. Δύο επιμήκεις λαξευμένες πέτρες
που είχα δει πάνω στο χώμα στη ΝΑ γωνία του περίβολου της εκκλησίας έδειχναν να
είναι παλαιό οικοδομικό υλικό αλλά μπορεί να ανήκαν στα γκρεμισμένα τώρα
κελιά, αν και τέτοια λίθινα οικοδομικά λείψανα όταν φυλάσσονται στον περίβολο
μονών ή χριστιανικών ναών είναι κατά κανόνα αρχαία.
Ο ναός της Λάμιας - ο πανηγυρικός εσπερινός
Η είσοδος ενός από τους άνδρες επιτρόπους του ναού που
ζητούσε τα κλειδιά για να τον ανοίξει, επέτρεψε μετά από λίγο και
τη δική μου επίσκεψη στον κατάκλειστο ως εκείνη την ώρα, ναό.
Η βασιλική και στο εσωτερικό της αρχιτεκτονικά είναι
νεοκλασικού ρυθμού, παρόμοια με αυτήν του άγιου Κωνσταντίνου στον Καραβάδο
αλλά πολύ πιο απλή στη διακόσμηση. Φαίνεται ότι στην μετα-σεισμική
Κεφαλονιά, ή εν πάσει περιπτώσει στις μέρες μας, οι ναοί έχουν χάσει αρκετά από
τα πλούσια φυτικά, υφασμάτινα και χάρτινα στολίδια που έφεραν στον καιρό
του Δ. Λουκάτου, προπολεμικά και προ-σεισμικά. Μια ιδέα τέτοιων πλούσιων στολισμών
είχα πάρει από τον άγιο Κωνσταντίνο στον Καραβάδο, και από την «Παναγία
των Κρίνων», στολισμού που δεν συνάδει με τον αυστηρό και λιτό «βυζαντινισμό»
που θέλουν να αποδίδουν στις εκκλησίες σήμερα, στην ηπειρωτική Ελλάδα
ιδιαίτερα. Με έντονα φυσιολατρικά, παγανιστικά και θεατρικά διακοσμητικά και
αναπαραστατικά στοιχεία, οι ναοί της Κεφαλονιάς κατά την αντίληψή μου
ανακρατούν όχι μόνο ως προς την αρχιτεκτονική μορφή αλλά και ως προς το
στολισμό, στοιχεία από την προ-χριστιανική λαϊκή λατρευτική παράδοση:
«…Ολόκληρο το τέμπλο λες και στηρίζεται πάνω στην πλατιά σκαλινάδα
του Ιερού, τη Σωλέα, που απλώνεται άφθονη, μακριά, πολύσκαλη και
φουσκωτή κάτω από τις ψηλές βημόθυρες. Μαρμάρινη ή πωρένια, διατηρείται πάντα
κάτασπρη στις Κεφαλονίτικες εκκλησιές, κι ασβεστώνονται πολλές φορές, σαν τις
αυλές των νησιώτικων σπιτιών και στρώνεται με πέφκια και χαλιά και
στολίζεται με βασιλικούς και με πρασινάδες. Κάθε στη γιορτή της Εκκλησιάς,
τούτο το Τέμπλο παίρνει αλλιώτικη μορφή, έτσι όπως το στολίζουν. Γίνεται
ολόκληρο περιβόλι, καθώς το γεμίζουν λουλούδια και γιρλάντες και μυρτσίνες
και πολυκάντηλα και κορδέλες μεταξωτές. Βάζα με φιόρα δένονται στις γωνιές των
ξυλόγλυπτων θολωμάτων, ταινίες κρεμιούνται δεξιά κι αριστερά από τα διάστυλα,
βέλα και μετάξια και κουρτίνες χρυσοκέντητες σκεπάζουν τα πλάγια των εικόνων.
Και σε κάθε κολώνα, ένα χρυσοκέντητο πετραχήλι, κρεμασμένο ως κάτου, δίνει
ιερόπρεπη μορφή στο διάκοσμο….», μας περιγράφει γλαφυρά ο Δ. Λουκάτος[20].
Ως προς τα υφάσματα, προσωπικά μόνο στις εκκλησιές της Ολύμπου στην Κάρπαθο έχω συναντήσει
κάτι ανάλογο σήμερα.
Από πάνω προς τα κάτω: "μονή της Λάμιας" το καθολικό, εσωτερικό
Η καμαρωτή εσωτερικά και εδώ οροφή, στολίζεται με χρυσά
αστέρια πάνω σε αχνό γαλάζιο φόντο. Σε όλη τη δυτική πλευρά φέρει επίσης εξώστη
που κάποτε έκανε χρέη γυναικωνίτη. Το τέμπλο στην ανατολική πλευρά του ναού
είναι γλυπτό, μαρμάρινο επίσης με αετωματική εδώ απόληξη πάνω από την ωραία
πύλη και φέρει τις δεσποτικές εικόνες και την αφιερωματική εικόνα με τη σκηνή της
Γέννησης της Παναγίας. Πάνω από αυτή την εικόνα είναι προσαρτημένο ένα είδος
διάτρητου μεταλλικού (μάλλον μπρούτζινου) στεφανιού από το οποίο, εκτός από το
κεντρικό εμπρός στην εικόνα που φέρουν όλες οι εικόνες του τέμπλου, κρέμονται
αρκετά ασημένια καντήλια, προφανώς αφιερώματα των πιστών προς την Παναγία τη Λάμια.
"Μονή της Λάμιας": το τέμπλο στο καθολικό (πάνω) και η αφιερωματική
εικόνα της Γέννησης της Παναγίας στο ΒΑ άκρο του (κάτω, λεπτομέρεια)
Οι τρεις πύλες που οδηγούν στο ιερό, η Ωραία και οι δύο παράπλευρες με τους
αρχαγγέλους Μιχαήλ και Γαβριήλ, ήταν εορταστικά πλαισιωμένες με γαλάζια και
λευκά σατέν υφάσματα (με προφανή παραπομπή στα εθνικά χρώματα της ελληνικής
σημαίας), περισσότερο πλούσια στην Ωραία Πύλη, η οποία πάνω στα βημόθυρα φέρει
τη σκηνή του Ευαγγελισμού της Θεοτόκου. Πάνω στα τρία λίθινα σκαλοπάτια όπου
ακουμπάει το μαρμάρινο τέμπλο ήταν τοποθετημένοι ασημένιοι (ή από κάποιο λευκό
μέταλλο) αμφορείς με φρέσκα λουλούδια, ένας εμπρός σε κάθε εικόνα (μάλλον
σε αντικατάσταση των ντενεκέδων και γλαστρών με λουλούδια που είδαμε παραπάνω να περιγράφει για τα
χρόνια του στους ναούς ο Δ. Λουκάτος[21]).
Τα παλιά λίθινα αυτά σκαλοπάτια ερχόντουσαν στα μάτια μου σε ζωηρή
αντίθεση με τις απαστράπτουσες σχεδόν, καλογυαλισμένες ασπρόμαυρες μαρμάρινες
[;] πλάκες που είναι καλυμμένο το δάπεδο του ναού. Αντίθεση που με
υποψίαζε ότι οι λοξά, διαγώνια τοποθετημένες αυτές καινούργιες πλάκες με το
διακοσμητικό μοτίβο στο κέντρο του δαπέδου, πρέπει να έχουν πρόσφατα
αντικαταστήσει τις παλιότερες, φθαρμένες ίσως, λίθινες πλάκες, όμοιες με
το υλικό των σκαλοπατιών του τέμπλου, που μάλλον ήταν πριν όχι και πολλά χρόνια
εδώ, όπως τις είχα δει και στον άγιο Κωνσταντίνο στον Καραβάδο.
Οι τοίχοι του ναού είναι λευκοί, χωρίς φορητές ή
τοιχογραφημένες εικόνες και στολίζονται από τα λευκά επίσης, ξυλόγλυπτα
κουφώματα των τριών θυρών με τις παραστάδες τους από κορινθιακού ρυθμού
ψευδο-κίονες και τις αετωματικές απολήξεις με επίχρυσα φυτικά στολίδια και τα
έγχρωμα τζαμιλίκια. Τα παράθυρα εσωτερικά είναι μέσα σε αψιδωτές εσοχές των
τοίχων και δεν έχουν κουφώματα αλλά μόνο τις μαρμάρινες ημιδιαφανείς πλάκες με
τα χρωματιστά τζάμια που προανέφερα. Καινούρια, όπως έδειχναν,
ξυλόγλυπτα, στο φυσικό χρώμα του ξύλου, πολυτελή «στασίδια» για τους
εκκλησιαζόμενους είναι εντοιχισμένα γύρω-γύρω στις τρεις πλευρές του ναού ενώ
άλλα καθίσματα, ίδιας πολυτελούς κατασκευής, πληρούν τοποθετημένα σε σειρές όλο
το δυτικό τμήμα του ναού. Τρεις μπρούτζινοι, καλογυαλισμένοι πολυέλαιοι
κρέμονται από την οροφή, ο κεντρικός αισθητά μεγαλύτερος από τους άλλους δύο.
Πάνω από τη δυτική είσοδο του ναού κρέμεται ένα ομοίωμα ιστιοφόρου καραβιού με τα ξάρτια του, φτιαγμένο με χάντρες από κρύσταλλο, αφιέρωμα κάποιου πιστού, προφανώς ναυτικού ή καραβοκύρη. Καθώς ο ήλιος έγερνε εκείνη την ώρα προς τη δύση, το φως του διαπερνούσε από την ανοιχτή πόρτα το κρυσταλλένιο καράβι, κάνοντάς το φωτεινό, σχεδόν άυλο.
Το κρυστάλινο καράβι-τάμα
Πάνω από τη δυτική είσοδο του ναού κρέμεται ένα ομοίωμα ιστιοφόρου καραβιού με τα ξάρτια του, φτιαγμένο με χάντρες από κρύσταλλο, αφιέρωμα κάποιου πιστού, προφανώς ναυτικού ή καραβοκύρη. Καθώς ο ήλιος έγερνε εκείνη την ώρα προς τη δύση, το φως του διαπερνούσε από την ανοιχτή πόρτα το κρυσταλλένιο καράβι, κάνοντάς το φωτεινό, σχεδόν άυλο.
Η επίτοιχη εικόνα της Παναγίας βρεφοκρατούσας (κάτω) και η χωροταξική θέση της μέσα στο καθολικό της μονής (πάνω)
Στο βόρειο τοίχο, ακριβώς δίπλα στη δυτική πλευρά της
βόρειας θύρας, υπάρχει και η μοναδική επίτοιχη εικόνα: μια μεγάλη, υαλόφρακτη,
της βρεφοκρατούσας Παναγίας, δυτικής τεχνοτροπίας, τοποθετημένη μέσα σε ένα
λευκό ξυλόγλυπτο αετωματικό «στασίδι», ίδιου ακριβώς στυλ με τα πλαίσια των
θυρών του ναού. Η εικόνα καλύπτεται και από λευκή, υφασμάτινη, πολυτελή σατέν
«ποδιά» που τα δύο μέρη της τραβηγμένα στερεώνονται με κορδέλες πάνω στους
κίονες του στασιδιού, αφήνοντας ακάλυπτο το κεντρικό μέρος της εικόνας, με τα
πρόσωπα της Παναγίας και του Χριστού ζωγραφισμένα σε στυλ αναγεννησιακό,
φωτεινά και όμορφα, στεφανωμένα με χρυσά στέμματα.
Η αφιερωματική επίγραφή στην Παναγία "Λάμια" (1909) πάνω στην εικόνα της βρεφοκρατούσας Παναγίας
Στο κάτω αριστερό άκρο
της εικόνας υπάρχει αναθηματική επιγραφή, ευανάγνωστη μεν, αλλά που καλύπτεται
εν μέρει από κάτι ξύλινα πηχάκια που διακοσμούν το τζαμένιο κάλυμμά της και την
καθιστούν εν μέρει ορατή: “εις ναόν Παναγίας «Λάμιας» αφιέρωμα δαπάναις …
[ακολουθούν δυσδιάκριτα για μένα ονόματα] εν Βόλω τη 5/5/909” . Η ημερομηνία
χρονολογεί την εικόνα προ της θρυλούμενης αλλά και μαρτυρούμενης επιγραφικά,
όπως είδαμε, πυρκαγιάς του 1915, ενώ δηλώνει ότι κατασκευάστηκε στο Βόλο,
αναδεικνύοντας κάποιες σχέσεις ανάμεσα σε αυτόν και την Κεφαλονιά. Εκτός από
τρία ασημένια καντήλια που κρέμονται εμπρός στην εικόνα από τις τρεις
κορυφές της αετωματικής απόληξης, δύο πολύ χοντρές και ψηλές λαμπάδες,
όπως αυτές των καθολικών εκκλησιών, τυπικές στους ναούς και στα Επτάνησα, είναι
ένθεν και ένθεν της σεβάσμιας αυτής εικόνας μαζί με δύο αμφορείς με φρέσκα
λουλούδια, ενώ ένα μπρούτζινο μανουάλι για κεριά στα δεξιά της δηλώνει και τον
προσκυνηματικό της χαρακτήρα.
Τα στασίδια για τους ψαλτικούς χορούς, αριστερό και δεξιό,
βρίσκονται στο ανατολικό μέρος του βόρειου και του νότιου τοίχου, αντίστοιχα,
με μια ακόμη σειρά καθισμάτων εμπρός τους. Ανάμεσα στο δεξιό ψαλτήρι και
τη νότια θύρα, που αποτελεί και την κεντρική πύλη του ναού, αφού δίπλα
της, στα δυτικά, έβλεπα τοποθετημένο το ξυλόγλυπτο, ανάλογου στυλ
με τα στασίδια και τα καθίσματα, παγκάρι, βρίσκεται ο Δεσποτικός θρόνος,
νεοκλασικής επίσης τεχνοτροπίας, λευκός, ξυλόγλυπτος, με χρυσά φυτικά στολίδια
και με μια εικόνα του Κυρίου στη πλάτη του. Εμπρός από την αχρηστευμένη, όπως
φαινόταν, βόρεια πύλη του ναού, είναι τοποθετημένο ένα από τα σύγχρονα, του
συρμού, επιμήκη, στεγασμένα μπρούτζινα μανουάλια με άμμο όπου τοποθετούν
οι προσκυνητές τα κεριά, τα οποία διαθέτουν και ηλεκτρικό αποροφητήρα για τον
καπνό, ώστε να μην μαυρίζουν οι τοίχοι και οι τυχόν τοιχογραφίες και οι εικόνες
των ναών.
Ο "θρόνος της Παναγίας" με την προσκυνηματική εικόνα, εορταστικά ανθοστόλιστος, στο κέντρο του ναού
Στο κέντρο και προς τα ανατολικά του ναού, στο κενό που
αφήνουν τα καθίσματα και τα στασίδια των ψαλτών, και στην ίδια ευθεία με την
Ωραία Πύλη, δεσπόζει ο «θρόνος», της Παναγίας, όπως σε κάθε κεφαλονίτικο ναό,
όπως αναφέρει ο Δ. Λουκάτος, δηλαδή ένα περίοπτο «στασίδι» όπου τοποθετείται
η προσκυνηματική εικόνα της ιερής μορφής της[22].
Της «Λάμιας» ο θρόνος είναι πολυτελής: λευκός, ξυλόγλυπτος, καλυμμένος με
ανάγλυφα επίχρυσα φυτικά κοσμήματα και οξυκόρυφη, σαν στέμμα,
απόληξη. Στολισμένος πανηγυρικά στην πρόσοψη με περίτεχνες γιρλάντες από
λουλούδια που φαινόντουσαν φτιαγμένες σε ανθοπωλείο, έδινε τον τόνο της
γιορτής. Ανάμεσα σε δύο χρυσοβαμμένους κίονες είναι τοποθετημένη, υαλόφρακτη, η
εικόνα της Γέννησης της Παναγίας στην οποία και είναι αφιερωμένος ο ναός. Αυτή
εδώ η εικόνα στο «θρόνο» της «Λάμιας» είναι πολύτιμη όχι μόνο συμβολικά αλλά
και υλικά, αφού είναι ασημοντυμένη ενώ στο κάτω μέρος της κρέμονται
από ένα σχοινάκι πλήθος από χρυσά και αργυρά αφιερώματα, κυρίως αναθηματικές
πλάκες και κοσμήματα κάθε είδους, όπως και από τις κολώνες του «θρόνου».
Μια ακόμα ένδειξη για το μέγεθος της τοπικής πίστης και την ποιότητα της
λατρείας προς την Παναγία τη Λάμια.
Φαίνεται ωστόσο ότι ο θρόνος, στη Λάμια τουλάχιστον,
έχει χάσει πολλά από τα φαντασμαγορικά, θα έλεγα, στολίδια που έφεραν οι
«θρόνοι» στην προ σεισμών εποχή βεβαίως, όπως μας τα παραδίδει τόσο γλαφυρά και πάλι ο
Δ. Λουκάτος: «…Και μπροστά ο Θρόνος. Απαραίτητο Εικονοστάσι της
Εκκλησιάς, μεγάλος, άνετος, με πανύψηλον κουπέ από πάνω του, με
κολονίτσες και στοούλα εμπρός του, ξυλόγλυπτος, χρυσαλοιφωμένος, καταστόλιστος,
δεσποτικός. Αφιερωμένος πάντα στην Παναγία, είναι ο θρόνος της και ο βωμός της.
Γεμάτος μπιχλιμπίδια κι αφιερώματα, βέλα με πούλιες χρυσές, κοντρίνες
[=κουρτίνες] μεταξωτές με κορδέλες πολύχρωμες, ρεστρόμπολες
[=λευκό ύφασμα] κατακάθαρες στρωμένες πάνω στο αλτάρι του, κεντίδια και
πετσετάκια από αθανατοκλωστές, ζωγραφιές κι αγγελούδια στα πλάγια
παντού. Οι ενορίτισσες φιλοτιμούνται ποια να ντύσει το Θρόνο με τα πιο
φανταχτερά καλύμματα. ‘Ένα μακρύ πανί μεταξωτό ή βελούδινο πίσω του, του
σκεπάζει μονοκόμματα τη ράχη κι είναι συνήθως μαύρο ή ουρανί, κι έχει κεντημένα
πάνω του αστέρια, που παριστάνουν τον ουρανό με τ’ άστρα[23].
Και ψηλά ψηλά στέκει ογκώδικος ο κουπές, γεμάτος καλλιτεχνικά
ξυλοσκαλίσματα, μ’ ένα σταυρό ή σφαίρα στην κορφή, χρυσά, και μ’ ένα
ανοιχτοφτέρουγο περιστέρι στο κοίλο του, που κρεμιέται μπρος από το επάνω μέρος
της εικόνας. Πίσω από τη σπιέρα [=τζάμι] της, ωραία πάντα, ζωγραφισμένη
από αγιογράφους ξακουστούς, μεγάλη και θαυματουργή, με κάποια παράδοση για την
προέλευσή της, στέκεται και μας βλέπει με γλυκό χαμόγελο η Παναγία, μισόσωμη,
με το Χριστό στην αγκαλιά της. Γιορτάζει σε ιδιαίτερη γιορτή, άσχετη από
τον άλλον Άγιον της Εκκλησιάς, κι όλος ο θρόνος της στολίζεται τότε με
λουλούδια και γιρλάντες και βασιλικούς και τζαντζαμίνια [=γιασεμιά] και
μυρτόφυλλα. Μια βελουδένια ζώνη πλατιά, περασμένη στο κάτω μέρος της εικόνας,
είναι πάντα κατάφορτη από τάματα κι από τροπάρια. Ασημένια ανθρωπάκια ή
πονεμένα μέλη του κορμιού που θεραπεύτηκαν, άλογα, ψαράκια, σκολαρίκια, γολάνες,
χτενάκια, νομίσματα, είναι περασμένα με παραμάνες ή κορδελίτσες μεταξωτές από
τη φάσα τούτη της Παναγίας, ενώ από τα πλάγια του θρόνου κρέμονται πατερίτσες
κι αλυσίδες, αναμνηστικές κάποιου θαύματος τση χάρης τση….»[24].
Η «ένθρονη», καταστόλιστη αυτή αναπαράσταση της Παναγίας, φορτωμένη με τόσα
παγανιστικά στοιχεία, ως Κυρία του έναστρου ουρανού και της βλαστημένης
γης, με τάματα ικεσίας, πόνου και χαράς, φέρνει στο νου και τις ένθρονες
μεγαλοπρεπείς απεικονίσεις της Μεγάλης Μητέρας και αναδεικνύει ίσως
μνήμες από την αρχαία λατρεία της στο νησί, αν αναλογιστούμε και την επωνυμία
«Λάμια» που φέρει εδώ στα Διλινάτα.
Η ασημοντυμένη θαυματουργή εικόνα της "Παναγίας της Λάμιας" πάνω στο
"θρόνο", που απεικονίζει την λεχώνα αγία Άννα, τον Ιωακείμ και το
λούσιμο της νεογέννητης Παναγίας από τις θεραπαινίδες (πάνω) και
λεπτομέρεια της ίδιας εικόνας με το βρέφος-Παναγία και με τα χρυσά και
ασημένια "τάματα"-αφιερώματα των πιστών (κάτω)
Όπως όλες οι εικόνες της γέννησης της Παναγίας, με μικρές
παραλλαγές, όπως επίσης και αυτή του τέμπλου μέσα στον ίδιο ναό, η εικόνα στο
«θρόνο» της Λάμιας παριστάνει όχι ακριβώς τη στιγμή της ιερής
γέννας
αλλά το «λούσιμο» και συγκεκριμένα την προετοιμασία του λουσίματος, της
νεογέννητης άγιας κορασίδας. Η «γριά» Μητέρα αγία Άννα εικονίζεται μέσα
σε ένα
δωμάτιο να ξαπλώνει ντυμένη, ως αποκαμωμένη λεχώνα πάνω σε κρεβάτι
στρωμένο με πολυτελή σκεπάσματα ενώ γύρω της συμπαραστέκουν όρθιοι ο
γέροντας
σύζυγός της Ιωακείμ και θεραπαινίδες, επιφορτισμένες με την φροντίδα της
λεχώνας αλλά κυρίως της νεογέννητης θυγατέρας. Μία από τις θεραπαινίδες
κρατάει
στα χέρια της τα ρούχα του μωρού [ή/και της γέννας] ενώ μια άλλη,
καθισμένη, κρατάει στην αγκαλιά της το ίδιο το θηλυκό ιερό βρέφος,
ντυμένο ή
σπαργανωμένο, και ετοιμάζεται να το «λούσει», να του κάνει το πρώτο του
μπάνιο,
μέσα στο λουτήρα που απεικονίζεται κοντά τους και δίπλα στο κρεβάτι της
ιερής λεχώνας, ενώ κάποια άλλη τον γεμίζει νερό από ένα λαγήνι (βλ. και
παραπάνω, την αντίστοιχη εικόνα του τέμπλου). Μια εικόνα που
μου φαινόταν να παραπέμπει κάπως, ως προς τη διάταξη των μορφών, αλλά
και
συμβολικά, σκόπιμα ή μη, σε αυτή της κοίμησης της Παναγίας (κρεβάτι με
ξαπλωμένη γυναικεία μορφή και γύρω όρθιες γυναικείες κυρίως μορφές, ο
Χριστός
όρθιος στο κέντρο όπως εδώ ο Ιωακείμ, το σπαργανωμένο βρέφος στα χέρια
της θεραπαινίδας
όπως η «ψυχή» της Παναγίας στα χέρια του Χριστού)[25].
Πάνω στο ασημένιο κάλυμμα είναι σκαλισμένη ανάγλυφα όλη η
σκηνή του «λουσίματος», όπως την περιέγραψα, με όλες τις μορφές που την
απαρτίζουν, με εξαίρεση μόνο τα κεφάλια του Ιωακείμ, της Μητέρας αγίας Άννας
και της νεογέννητης κόρης της Παναγίας [-Λάμιας εδώ]. Δηλαδή ενώ είναι
σκαλισμένα τα σώματά τους πάνω στο ασημένιο κάλυμμα, όμως στη θέση των κεφαλιών
υπάρχουν μικρά ανοίγματα με το ανάλογο σχήμα από όπου διακρίνονται τα «πρόσωπα»
των άγιων μορφών, όπως δηλαδή είναι ζωγραφισμένα πάνω στην πρωτογενή, την
αυθεντική εικόνα που βρίσκεται κάτω από το προστατευτικό και λατρευτικό,
αναθηματικό ασημένιο «κάλυμμά» της, όπως συμβαίνει σε όλες τις ανάλογες εικόνες.
Ενώ όμως τα πρόσωπα της Μητέρας Παναγίας και του
γιου Χριστού στην εικόνα της Βρεφοκρατούσας Παναγίας που περιέγραψα παραπάνω είναι
όμορφα, ανοιχτόχρωμα και ευκρινέστατα, όπως επίσης και της αγίας Άννας
και της Παναγίας στην εικόνα του τέμπλου με τη «γέννηση» (και όπως περιγράφει
παραπάνω ο Λουκάτος τις «ένθρονες» εικόνες της Παναγίας), εδώ, στην εικόνα του
«θρόνου» στη «Λάμια», τα πρόσωπα της Μητέρας και της Κόρης, της κόρης
ιδιαίτερα, είναι σχεδόν μαύρα, άμορφα, αδιευκρίνιστα, σαν να είναι
καμένα, σαν να είναι δυο «μουτζούρες» στη θέση τους! Και του Ιωακείμ το πρόσωπο
είναι σκοτεινό, όμως διακρίνονται τα χαρακτηριστικά του.
Ταράχτηκα, καθώς μου ήρθαν πάλι στο νου οι στίχοι από μοιρολόγια …πλάκα
χρυσή, πλάκ’ αργυρή, πλάκα μαλαματένια…, και …πανάθεμά σε Μαυρηγή και
μαυρισμένη πλάκα… των οποίων τη σχέση με τις «μαύρες» εικόνες της Παναγίας
υποστηρίζω στο βιβλίο μου για τις «Μαυρηγή» και «Ελένη», μάνα-και -κόρη. Η
επωνομασία του ιερού αυτού τόπου όσο και της Παναγίας ως «Λάμια», που
υποστηρίζω ως ένα από τα ονόματα της «Μαυρηγής», εδώ μάλιστα συνδυασμένης ως
μάνας-και-κόρης λόγω της αφιέρωσης στη Γέννηση, έκανε πιο σημαντική συμβολικά
τούτη τη «μαύρη» απεικόνιση των ιερών μορφών στις οποίες είναι αφιερωμένος
χριστιανικά ο ναός και, πέραν των άλλων «σημείων», μου έδινε και
εικονικά, μέσα στον ίδιο το ναό, τη σύνδεση και ώσμωση ανάμεσα στην προ-χριστιανική
Λάμια-Μαυρηγή-Μητέρα και την χριστιανική θεομήτορα Παναγία. Μια και
μοναδική γλάστρα με φουντωτό, σγουρό βασιλικό ήταν τοποθετημένη στα πόδια του
«θρόνου», κάτω δεξιά της εικόνας, συνδέοντας και εδώ τη γιορτή όσο και την ίδια
τη «Λάμια» (όπως είχα παρατηρήσει κατά την ίδια γιορτή και στο Γκορτσούλι της
Μαντίνειας, στο Λουτράκι και αλλού) με το χθόνιο αυτό φυτό της
«Αγιαλένης»[26].
Το «θαύμα» συνεχιζόταν!
Το ξύλινο "ιπάρκο" εμπρός από το "θρόνο" της Παναγίας
Εμπρός από το «θρόνο», προς το δυτικό τμήμα του ναού, ήταν
τοποθετημένο ένα κλιμακωτό, κυκλικό ξύλινο βάθρο σε λευκό χρώμα, με τρία
επίπεδα[27].
Ήταν άδειο, αλλά υπέθεσα ότι προορίζεται για την τοποθέτηση των τελετουργικών
«πεντάρτων» που προσφέρουν οι γυναίκες ως τάμα στους πανηγυρικούς εσπερινούς.
Τέτοιους άρτους είχα εξάλλου φωτογραφίσει και στη γιορτή του άγιου Κωνσταντίνου
στον Καραβάδο, στολισμένους με λουλούδια, αντί για ζάχαρη που βάζουν αλλού.
Επαληθεύτηκα σε λίγο, όταν άρχισαν να φθάνουν γυναίκες κρατώντας με καμάρι ανά
δύο τις κόφες με τους άρτους, τέσσερις σκέτους και τον πέμπτο με
λουλούδια εποχής μπηγμένα στην επιφάνειά του τοποθετημένο πάνω-πάνω, να
στολίζει την κόφα. Ο επίτροπος του ναού έπαιρνε τον στολισμένο άρτο, έμπηγε στο
κέντρο των λουλουδιών ένα χοντρό λευκό κερί που έπαιρναν οι γυναίκες από το
παγκάρι έναντι μικρού χρηματικού αντίτιμου, και τον τοποθετούσε πάνω στο
κυκλικό βάθρο. Εκεί έβαζε και τα μικρά πλαστικά μπουκάλια από νερό που
έφερναν οι γυναίκες μαζί με τους άρτους, γεμάτα με ελαιόλαδο και «ανάμα»,
κόκκινο κρασί. Τους υπόλοιπους τέσσερις άρτους τους παρέδιδε στον
γαλανομάτη μικρό φίλο μου που τώρα διακονούσε και μέσα στο ναό, για να τους
πάει στην αίθουσα των συνεστιάσεων όπου θα τους έκοβαν κομμάτια για να
μοιραστούν μετά τον εσπερινό στους πανηγυριστές. Έτσι ο στολισμένος άρτος θα
ευλογούνταν αντιπροσωπευτικά και για τους πέντε, ενώ στην ηπειρωτική Ελλάδα
ευλογούνται όλοι μαζί, ακόμα και αν είναι τόσο πολλοί, όπως στην
Παναγίτσα, στην Ελευσίνα[28].
Μετά, κάθε γυναίκα πήγαινε στην αριστερή πύλη του ιερού, όπου και παρέδιδε στον
ιερέα πρόσφορο (σφραγισμένο με χριστιανικά σύμβολα καρβέλι ψωμί) μαζί με ένα
χαρτί όπου αναγράφονταν τα ονόματα των οικείων νεκρών που θα μνημόνευε ο
ιερέας, συνοδευόμενα από προαιρετικό μεν, πλην απαραίτητο, χρηματικό ποσό,
ανάλογο με τις οικονομικές δυνατότητες κάθε μιας. Σιγά-σιγά το κυκλικό βάθρο
γέμιζε από τους ανθοστόλιστους άρτους που έτσι συγκεντρωμένοι κλιμακωτά
δημιουργούσαν ένα πολύχρωμο, μοσχοβολιστό κήπο μπρος στο θρόνο της
«Λάμιας»: βασιλικά, τσετσέκια, κοράλια, τριαντάφυλλα, υάκινθοι, κρίνα,
τσαντσαμίνια (γιασεμιά), τζίνιες, γαρύφαλλα, χρυσάνθεμα και άλλα, είτε
αγορασμένα από ανθοπωλεία, είτε κομμένα από τους κήπους, που ήταν και τα
καλύτερα.
Προσκομιδή στολισμένων άρτων (στην κάτω φωτο, δεξιά, ο συνομιλητής μου Ιάκωβος Βικάτος)
Συγκριτικά, για τον προ και μετά τους σεισμούς σχετικό στολισμό των άρτων, παραθέτω την, πάντα γλαφυρή, περιγραφή του ιπάρκου
από τον Δ. Λουκάτο, εξηνταδύο χρόνια πριν: «…Μα ας μιλήσουμε λίγο και για το
τραπέζι της Λιτής, το μεγάλο ιπάρκο, που το στήνουν εδώ κάθε πανηγύρι
της εκκλησιάς και το γεμίζουν ως απάνω κανίστρια με σπερνά κι αρτοπλασίες με
φιόρα και κεριά. Πελώριο, στρογγυλό, φτιαγμένο επίτηδες να έχει τρεις σειρές
κύκλους απανωτούς, είναι στρωμένο με τη μεγάλη τραμπάκα, χοντρή,
κόκκινη, μεταξωτή, κεντημένη, που έχει από πάνω της κάτασπρο και
κολαρισμένο ένα λευκό πανί. Κι όταν έρχεται το πανηγύρι, γεμίζει τούτο το σκαλοτράπεζο
από άρτους και λουλούδια και κεριά, και γίνεται λουλουδόκηπος γεμάτος φώτα,
γίνεται ένα μεγάλο ανθισμένο δέντρο, που φτάνει ως τον πολυέλαιο…»[29].
Το "ιπάρκο" πλήρες άρτων
Είχε έλθει εντωμεταξύ και ο ιερέας. Ένας από τους
δυναμικούς, παλιού τύπου, παπάδες-ζευγάδες, που περιγράφει και Λουκάτος[30],
δραστήριος και αποφασιστικός, γύρω στα σαρανταπέντε. Φορώντας ένα
ξεθωριασμένο, σκονισμένο ράσο, με τα μαλλιά και τα γένια του κάπως
ανακατωμένα, μπήκε φουριόζος στο ναό, μίλησε λίγο με τον επίτροπο και
σκαρφαλώνοντας σε μια φορητή σκάλα, συχνά ακροβατώντας, άρχισε να ανάβει
ένα-ένα τα καντήλια εμπρός στις εικόνες. Δεν έβλεπα να ανάβει φυτίλια
βουτηγμένα σε λάδι, αλλά έβγαζε από την βαθιά τσέπη του ράσου του αυτά τα μικρά
καντηλέρια από αλουμίνιο με παραφίνη, τα ρεσό, που είναι πολύ του συρμού και
ανάβονται πλέον παντού αντί για κεριά ή καντήλια ή και μαζί με αυτά. Τα άναβε
και τα τοποθετούσε μέσα στα γυάλινα σκούρα κόκκινα καντήλια όπου έμπαινε πριν
το λάδι με το φυτίλι. Τον βοηθούσε μια ηλικιωμένη, καλοντυμένη Επιτρόπισσα.
Κάποιες γυναίκες, κομψές και ευκατάστατες, όπως έδειχναν, πλην
μαυροντυμένες, του ζήτησαν, αφού παρέδωσαν τους άρτους και τη λειτουργιά
(πρόσφορο) με τα ονόματα των νεκρών, να τους διαβάσει Παράκληση, πράγμα που
έκανε, δίπλα στο «θρόνο» της «Λάμιας». Το ίδιο έκαναν και άλλες γυναίκες,
αργότερα.
Ο ιερέας (αριστερά) διαβάζει ευχές εμπρός στο "θρόνο" της Παναγίας
Κάποια στιγμή που τον είδα να μην έχει τόση φούρια, τον
πλησίασα και τον παρακάλεσα να μου απαντήσει σε κάποιες ερωτήσεις, πράγμα που
δέχτηκε χωρίς δισταγμό [απομαγνητοφωνημένη συνομιλία]:
Ερευνήτρια: Συγγνώμη που σας απασχολώ. Με λένε Ελένη
Ψυχογιού και είμαι λαογράφος. Έχω έλθει από την Ακαδημία Αθηνών να δω το
πανηγύρι.
Παπάς: Μάλιστα.
Ερευν.: Μπορείτε να μου πείτε λίγα λόγια για το μοναστήρι;
Γιατί το λένε Λάμια;
Παπάς: Κοιτάξτε να δείτε. Αυτό είναι μάλλον από ένα τοπωνύμιο.
Όχι τοπωνύμιο, εδώ απουκάτου έχει ένα μεγάλο πηγάδι και το χρησιμοποιούσανε τον
καιρό που δεν υπήρχε νερό, είναι και το μοναδικό που είναι αναβρυτικό στο
χωριό. Τα άλλα είναι στέρνες ας πούμε, δεξαμενές. Και λοιπόν προμηθευότανε
σχεδόν όλο το χωριό νερό από αυτό και ανήκε στην Εκκλησία. Το λέγανε [το
πηγάδι] «Λάμια», ότι ήτανε νια καλλονή, νια ωραία, έτσι το εξηγούσανε αυτό, και
αυτό ήτανε κοντά στο μοναστήρι, γιατί ήτανε μοναστήρι εδώ παλιά. Ήτανε με 12-13
πλήρωμα ας το πούμε, μοναχών και εν πάση περιπτώσει, με το πέρασμα των χρόνων
ερήμωσε. Την φήμη να πούμε, την κρατάμε, την «αγία ιερά μονή», και αυτό. Και
λέγανε, ας πούμε, «η Λάμια της Παναγίας» αλλά φαίνεται πως αντιστράφηκε η λέξη
και έγινε «Παναγία η Λάμια», διότι η τοποθεσία είναι «Κουκούρι»[31],
εδώ [που είναι ο ναός], καταλάβατε;
Ερευν.: Μήπως ξέρετε αν έχουν γίνει εδώ ανασκαφές για
αρχαία;
Παπάς: Όχι, όχι, ανασκαφές δεν έχουνε γίνει, όχι. Εδώ
ευρέθηκε η εικόνα της Παναγίας, την οποία την είχανε βρει μέσα σε ένα θάμνο, το
οποίο συγκεκριμένα βλέπανε από το χωριό ένα φως. Ε, δεν ήξεραν τέλος πάντων,
και ερχόντουσαν εδώ, στην αρχή δε βλέπαν’ τίποτε. Κάποια στιγμή το είδανε [το
φως] μέσα σ’ ένα θάμνο και βρήκανε την εικόνα. Την πήρανε την εικόνα και την
πήγανε στο χωριό, στην άλλη εκκλησία. Διαβάσανε Παράκληση τέλος πάντων
και την πήγανε στο χωριό. Στο χωριό που την πήγανε, την άλλη μέρα είχε χαθεί
από την εκκλησία. Κι αυτό επανελήφθη τρεις φορές. Στην τρίτη φορά, λένε
θα βάλουμε έναν άνθρωπο να κάτσει τη νύχτα, μήπως έρχεται κανείς και την
παίρνει.
Ερευν.: Στον άη-Γιάννη;
Παπάς: Ναι, στον άγιο Γιάννη. Πραγματικά, ας το πούμε,
έκατσ’ αυτός, δεν είδε τίποτα, ούτε άκουσε, ας πούμε. Μονάχα του φάνηκε, ας πούμε,
τη νύχτα, τα μεσάνυχτα, ότι άκουσε να πούμε μια ψαλμωδία, μέσα στο ναό. Τίποτε
άλλο. Ε, και μετά ας πούμε, το πρωί έλειπε πάλι η εικόνα. Πήγε πάλι εδώ, σε
αυτή τη θέση και έτσι ας πούμε φτιάστηκε η εκκλησία ’ δώ. Η πρώτη εκκλησία έχει
καεί, αυτή είναι μετά.
Ερευν.: Ευχαριστώ πάρα πολύ. Είναι η ώρα ακατάλληλη αλλά
νά ’στε καλά που μου μιλήσατε.
Η εκκλησία γέμιζε σιγά-σιγά με κόσμο που τον ζητούσε και
δεν γινόταν να κρατήσω άλλο τον ιερέα. Η σύντομη συνομιλία μας είχε ωστόσο
φωτίσει και άλλες όψεις της «Λάμιας» και μάλιστα από τη χριστιανική σκοπιά,
αφού η προσωνυμία «Λάμια» με τη δαιμονική, αρνητική φόρτιση είναι τόσο
ανοίκειο για τους πιστούς, και κυρίως για τους παπάδες, να αφορά την Παναγία. Η «Λάμια» λοιπόν
κατά την εκδοχή του παπά ήταν «καλλονή», κάτι που ταίριαζε όχι μόνο με την
εικόνα της Παναγίας περισσότερο από το να ήταν «κακιά» αλλά και με το μύθο της
Λάμιας που την θέλει διφορούμενη, θανάσιμη μεν, αλλά όμορφη. Το ιερό πηγάδι
φαίνεται ότι ήταν ανέκαθεν «βακούφικο», ανήκε δηλαδή στο ιερατείο, ίσως σε κάθε
θρησκευτική εξουσία, χριστιανική ή μη, που προστάτευε και συνάμα
εκμεταλλευόταν μάλλον το μοναδικό για τον τόπο, πολύτιμο, αναβρυτικό νερό
που βγαίνει από τα σπλάχνα της γης, Μαυρηγής-Λάμιας που είναι και η Κυρά του. Η
εικόνα της Παναγίας επιφάνηκε ως «δενδρίτις», ένα ακόμα από τα
χαρακτηριστικά τής εδώ και «ορείας», «κατά κορυφήν» Μητέρας, προστάτιδας και
των δασών. Η εμμονή της εικόνας να επιστρέφει στον τόπο της «εύρεσης» και η
άρνησή της να «σπιτωθεί» στο χριστιανικό ναό του άη Γιάννη, μη διακριτή από
αυτόν, μέχρις ότου κατάφερε να χτιστεί ναός στον δικό της τόπο, στο όνομά
της, ως «Παναγίας Λάμιας» υποδεικνύει για μένα την ισχύ της παγανιστικής
παράδοσης, τη δύναμη του αρχικού ιερού τόπου και της Κυράς του, που συνδέεται
άμεσα με το πηγάδι , όσο και με τους αρχαίους τάφους, ως πολιτισμική μνήμη .
Ο ιερέας, αν και
μιλούσε αναφερόμενος σε
υποθετικά δεδομένα, όπως δηλώνει η συχνή αναφορά της φράσης «ας πούμε»,
είχε
βρει αρκετά πειστικό τρόπο για να αντιστρέψει έντεχνα το ποιος ανήκε σε
ποιον
στον ιερό αυτό τόπο: η Παναγία στη Λάμια ή η Λάμια στην Παναγία.
Υποστηρίζοντας
το δεύτερο, παραβλέπει βεβαίως το γνωστό στους χωρικούς, σύμφωνα
πάντα με τις μαρτυρίες τους, ότι η «Λάμια» προϋπήρχε εδώ της Παναγίας.
Επίσης από τα θρυλούμενα για την κινητικότητα της «ευρεθείσας» εικόνας
ανάμεσα στον τόπο της «εύρεσης» και τον χριστιανικό ναό του άη-Γιάννη
στα
Διλινάτα, γινόταν ίσως φανερή και η αιτία της σημερινής λιτάνευσής της
προς το
ναό του άη-Γιάννη (κάτι που μπορεί να φωτίζει και την κινητικότητα
πολλών
άλλων εικόνων σε σχέση με τον τόπο της «εύρεσης»). Δηλαδή ότι γίνεται σε
ανάμνηση-υπενθύμιση τής εκεί μεταφοράς της μετά την εύρεση και εν τέλει
ως αναπαράσταση της «μεταφοράς» και προσπάθειας ένταξης της «Λάμιας»
(και του
συνόλου του ιερού τόπου με το πολύτιμο πηγάδι, τα χωράφια κ.λπ.), μέσω
της συμβολικής «εύρεσης» της εικόνας, στο χριστιανικό πλαίσιο, κάτι
που δεν
έχει σταματήσει σε συμβολικό επίπεδο να επιδιώκεται, όσο η επωνυμία
«Λάμια» παραμένει και ονοματίζει τον τόπο και την Παναγία.
Τούτη την επισφαλή «χριστιανοποίηση» φαίνεται να ψυχανεμίζεται
ο ιερέας και προσπαθεί, ίσως μη συνειδητά, πέραν της «ωραιοποίησης» της μορφής
της, να μετατρέψει το «Λάμια» από ακατανόητο και ανοίκειο κατηγόρημα σε σχέση
με την Παναγία, σε αντικείμενο, σε κτήμα της, κάτι που μπορεί
μακροπρόθεσμα να επιτύχει και την εξαφάνισή της. Τον άκουσα εξάλλου μετά να
δίνει αυτή την εξήγηση (το ότι «η Λάμια της Παναγίας» έγινε «Παναγία η Λάμια»)
και σε άλλους προσκυνητές που τον ρωτούσαν σχετικά με το περίεργο, φορτισμένο
δαιμονικά και αρνητικά όνομα της Παναγίας και της μονής και τους είχα
δει να κουνούν το κεφάλι με θαυμασμό και κατανόηση, ικανοποιημένοι από
την εξήγηση του παπά.
Δεν είχα σκεφτεί ούτε προλάβει να ρωτήσω τον παπά για τις
«μαύρες» μορφές της αγίας Άννας και της Παναγίας. Κάτι μου έλεγε πάντως πως αν
τον ρωτούσα, θα απέδιδε μάλλον τις μαύρες, άμορφες μορφές τους στο
μαύρισμα από τον καπνό των κεριών ή κυρίως στο κάψιμο της εκκλησίας, όπως
γίνεται και με την «καψαλισμένη» όσο και δενδρίτιδα Μεγαλοσπηλιώτισσα και άλλες
«μαύρες» Παναγίες.
Πανηγυρικός εσπερινός. Αριστερά η επιτρόπισσα του ναού, συνομιλήτρια στην έρευνα
Καθώς καθόμουν παρατηρώντας όσα συνέβαιναν στο ναό και φωτογράφιζα, η ηλικιωμένη επιτρόπισσα κάθισε κάποια στιγμή να ξαποστάσει σε ένα από τα κοντινά μου καθίσματα. Δεν έχασα την ευκαιρία να της κάνω κάποιες ερωτήσεις, καθώς δεν είχα και γυναικεία μαρτυρία για τη Λάμια, αν και υποψιαζόμουν ότι η δική της, λόγω της διακονίας της στο ναό, μπορεί και να ήταν επηρεασμένη από την άποψη του παπά [απομαγνητοφωνημένη συνομιλία]:
Ερευν.: Γιατί λένε το μοναστήρι Λάμια;
Επιτρόπισσα: Ήτανε κάτι παλαιά πηγάδια και λένε την τοποθεσία
«Λάμια». Και συνέχεια-συνέχεια-συνέχεια βρισκόταν ένα ’κόνισμα. Να σου πω, εγώ
ήμουνα πενήντα χρόνια στην Αθήνα εδώ που τα λέμε, αλλά τα ξέρω από μικρή. Το
παίρνανε το ’κόνισμα και το πηγαίνανε κάτω [στο χωριό]. Αυτό έφευγε. Είχε ένα
καντηλάκι, και το βρίσκανε. Ξανά το καντηλάκι, ξανά το ’κόνισμα, ξανά το
καντηλάκι, ξανά το ’κόνισμα. Και φτιάξανε εδώ ένα εκκλησάκι και ήτανε λέει
ολόχρυσο. Αυτό κάηκε και αυτή η εικόνα, κατέβηκε ένα αστέρι από τον ουρανό και
την πήρε, την εικονίτσα αυτή. Δεν τα ξέρω και καλά αλλά έτσι άκουσα ότι
κατέβηκε ένα αστέρι από τον ουρανό και την πήρε την εικόνα, όπως λέγανε οι
παλαιές, οι παππούδες, οι προπαππούδες μας! Την πήρε από τη φωτιά.
Ερευν.: Τι λες! Και χάθηκε η εικόνα αυτή;
Επιτρόπισσα: Δεν ξέρουμε τι έγινε ακριβώς, ήτανε μοναστήρι
εδώ και είχε πάρα πολλά ζώα.
Ερευν.: Α, τότε με τη φωτιά την πήρε την εικόνα; Για να
μην καεί;
Επιτρ.: Ναι, την πήρε, ποιος ξέρει, μπορεί να ήταν και
κάποιος άγγελος! Τα έχω ακούσει από παλιά, από μεγάλες γυναίκες και μου αρέσει
να τα λέω αυτά. Αλλά τώρα δε βρίσκεις μεγάλες γυναίκες, πάνε. Έχουνε φύγει οι
πιο πολλές. Ήτανε μεγάλο, πλούσιο μοναστήρι. Είχε και πρόβατα και μια φορά είχε
χιονίσει, παλιά χιόνιζε εδώ, τώρα πού είναι το χιόνι; Χάθηκε. Και τα ’πιασε το
χιόνι τα πρόβατα αλλά τα βρήκανε όλα γερά, δεν πάθανε τίποτα. Καμιά φορά έπιανε
πάρα πολύ χιόνι. Τώρα έχουμε να δούμε χιόνι πολλά χρόνια. Και η βροχή έχει
χαθεί και ζέστη έκαμε ’φέτο, πολλή ζέστη. Πρόπερσι έβρεχε τέτοια μέρα. Πέντε
μήνες έχει να βρέξει, πέντε μήνες. Όλα έχουνε ξεραθεί. Οι ελιές είναι ξερές!
Ξεράθηκαν όλα. Να δούμε τι θα γίνει…
Η μαρτυρία της επιτρόπισσας μου έδειξε ότι η επί πενήντα
χρόνια παραμονή της σε ένα μεγάλο αστικό κέντρο-χωνευτήρι πληθυσμών από όλη την
Ελλάδα (και όχι μόνο), όπως η Αθήνα, δεν είχε απαλείψει τις
μνήμες για τις τοπικές παραδόσεις που τις είχε ακούσει μικρή. Μετά, λόγω και
της δικής μου ηλικίας, δεν μπόρεσα να συγκρατήσω ένα πικρό χαμόγελο όταν, ενώ η
ίδια φαινόταν να είναι περίπου εβδομήντα χρονών, ανέφερε ότι «τώρα δε
βρίσκεις μεγάλες γυναίκες, πάνε», ωσάν εκείνη να ήταν ακινητοποιημένη στη
νεανική ηλικία της και αυτές που εκείνη προσελάμβανε τότε ως «μεγάλες γυναίκες»
να ’πρεπε να είχαν παραμείνει έτσι εσαεί!
Ως προς τη Λάμια, είχα την αίσθηση ότι οι
περισσότερες πληροφορίες που μου είχε δώσει σε αυτή την τόσο σύντομη συνομιλία
η επιτρόπισσα ήταν σημαντικές αλλά έμμεσες και ότι έπρεπε να τις «σκαλίσω» πίσω
από τα λόγια της. Η παράδοση για τη σωτηρία της εικόνας με εξ ουρανών επέμβαση
μπορεί να σημαίνει την επιμονή για τη μη καταστροφή-λησμονιά των ιερών «σημείων» από το
συγκεκριμένο τόπο. Η επιτρόπισσα προσπάθησε στο τέλος να προσωποποιήσει
χριστιανικά το αστέρι-σωτήρα της εικόνας ως άγγελο, «εκλογικεύοντας», κατά ένα
τρόπο, χριστιανικά την παράδοση. Όμως μια και υποστηρίζω τη σύνδεση της Λάμιας
με την Ελένη, μου πέρασε από το νου να συσχετίσω το αστέρι που
κατέβηκε από τον ουρανό να σώσει την εικόνα της Λάμιας [Ελένης-Παναγίας]
με τους καταστερισμένους Διόσκουρους, τους δίδυμους αδελφούς της Ελένης, που
πάντα επενέβαιναν και την άρπαζαν για να την σώσουν (βλ. π.χ. από τις
Αφίδνες όπου την είχε απαγάγει ο Θησέας και αλλού).
Το «ολόχρυσο εκκλησάκι» που υποτίθεται ότι χτίστηκε
στο σημείο της «εύρεσης», πιθανόν να παραπέμπει μεταφορικά στον πλούτο του
μοναστηριού της Λάμιας (ζώα, σπαρτά, ελιές), είτε στη χριστιανική είτε
στην προ-χριστιανική περίοδο, αν υποθέσουμε ότι μπορεί να υπήρχε εκεί κάποιο
αρχαίο ιερό. Τούτη την υπόθεση ενισχύει και η αναφορά της επιτρόπισσας
στο πλήθος των ζώων που εξέθρεφε η μονή, πράγμα που παραπέμπει έμμεσα και στην
ιερή σημασία του πηγαδιού της «Λάμιας», αφού για να επιβιώσουν τόσα ζώα
χρειάζονται πέρα από βοσκή και νερό, όπως και οι άνθρωποι εξάλλου, ενώ το
πηγάδι ήταν η μοναδική φυσική πηγή νερού στην αυχμηρή, ορεινή αυτή περιοχή,
εξού και το κατείχε (φαίνεται ανέκαθεν) το ιερατείο. Με τις βροχές και τα
σπαρτά (που επίσης είχε πολλά η μονή, όπως προκύπτει και από τα αλώνια που είχα δει) σχετίζεται εξάλλου και η γιορτή της
Γέννησης της Παναγίας, αφού για τον κύκλο της βλάστησης και τους γεωργούς
παλιότερα, ο Σεπτέμβρης είναι ο πρώτος μήνας του αγροτικού χρόνου (και για την
Εκκλησία είναι ο πρώτος μήνας του εκκλησιαστικού χρόνου)[32].
Για τους γεωργούς η γιορτή της Γέννησης συνδέεται με τα
ομβροδίαιτα δημητριακά, γιατί όπως είναι γνωστό, μετά τον ετήσιο θάνατο της
ξεραμένης Γης από τα καλοκαιρινά καύματα (οπότε και η "Κοίμηση" της Παναγίας το 15Αύγουστο), τώρα αρχίζουν τα πρωτοβρόχια
που ποτίζουν, «ξαναγεννούν» την πεθαμένη γριά Γη ως νεαρή κόρη-νύφη (όπως από τη γερόντισσα αγία Άννα γεννιέται η ιερή κόρη Παναγία) και την
προετοιμάζουν για το όργωμα και τη σπορά[33].
Ίσως λοιπόν μαγικά και συμβολικά να μην είναι εν τέλει άσχετο με αυτή την
εποχική και αγροτική απαίτηση για νερό το ότι στην εικόνα της «Γέννησης», πέρα
από την υπονοούμενη ανα-γέννηση, παριστάνεται το «λουτρό» της νεογέννητης ιερής
κόρης και απεικονίζεται τρεχούμενο νερό να «γεμίζει» τον λουτήρα, όπως ακριβώς
είναι ευκταίο και αναμενόμενο η βροχή να «γεμίσει» τώρα γονιμικά τη γη.
Οι θεραπαινίδες φροντίζουν για το λουτρό της νεογέννητης Παναγίας
Τούτη τη σύνδεση της γιορτής και του συγκεκριμένου ιερού
τόπου με το νερό, τη βροχή, το χιόνι και την επιθυμητή αγροτική παραγωγή
μεταφέρει και αναδεικνύει μη συνειδητά η επιτρόπισσα στην απάντησή της σχετικά
με την «Λάμια», όταν μάλιστα αναφέρεται συνειρμικά και στον καύσωνα και
στην εφετινή λειψυδρία («ξεράθηκαν όλα»), σημειώνοντας, συγκριτικά όσο και
δραματικά, ότι την προ-προηγούμενη χρονιά τέτοια μέρα έβρεχε. Και το «θαύμα»
άλλωστε της σωτηρίας των προβάτων από την Παναγία-Λάμια, με το χιόνι είχε να
κάνει. Η συμβολική Λάμια [-Μαυρηγή-Ελένη] λοιπόν, είτε ως υδροχαρής,
νεογέννητη κόρη της γριάς μάνας-Γης, υποχθόνια Κυρά του ζωοποιού νερού
αλλά και του θανάτου με την έλλειψή του, είτε ως Παναγία, νεογέννητη ιερή κόρη
της γηραιάς μάνας αγίας Άννας στο χριστιανικό ναό, δικαιούται να δέχεται τις
προσευχές και τις παρακλήσεις των πιστών τέτοια μέρα στα Διλινάτα.
Ο κόσμος είχε γεμίσει πια την εκκλησία. Όσο μιλούσα με την
επιτρόπισσα με είχε παραξενέψει μια ενέργεια του παπά, ο οποίος όταν
άρχισε να σχηματίζεται ουρά προσκυνητών μπρος από το «θρόνο» της Παναγίας-Λάμιας,
πήγε και άνοιξε τη τζαμένια πόρτα που καλύπτει την πρόσοψη της
ασημοντυμένης εικόνας της «Γέννησης» ώστε οι πιστοί να την προσκυνούν άμεσα,
χωρίς τη μεσολάβηση του τζαμιού, ενώ συνήθως γίνεται το αντίθετο, δηλαδή να μην
ανοίγουν το προστατευτικό τζάμι, για λόγους προστασίας των εικόνων από τα
φιλήματα τόσων πολλών πιστών, ιδιαίτερα όταν οι εικόνες είναι παλιές.
Η άφιξη του Μητροπολίτη Κεφαλονιάς, Σπυρίδωνα
Ο Μητροπολίτης
Κεφαλονιάς Σπυρίδων έφτασε από το
Αργοστόλι, χωρίς ιδιαίτερες καμπανοκρουσίες, ακολουθούμενος μόνον από
έναν
ιερωμένο και ντυμένος μόνο με το μαύρο ράσο του, αντίθετα με ό, τι έχω
δει να
κάνουν άλλοι Μητροπολίτες σε πανηγυρικούς εσπερινούς, κάτι που είχα
παρατηρήσει
για τον ίδιο και όταν είχα έλθει στον άγιο Κωνσταντίνο, στον Καραβάδο.
Αρκετοί από τους πιστούς, μετά την προσκύνηση της εικόνας, πήγαιναν και
ασπάζονταν το χέρι του Δεσπότη.
Έφτασαν και οι ψαλτικοί χοροί και πήραν τη θέση τους στο
αριστερό και το δεξιό ψαλτήρι. Με χαρά μου είδα ότι ο δεξιός πρωτοψάλτης
και ένας από τους ψάλτες ήταν οι ίδιοι που έψαλλαν και στον άγιο Κωνσταντίνο,
στον Καραβάδο, άρα η ψαλμωδία θα ήταν και τώρα άριστης ποιότητας. Η χαρά μου
μεγάλωσε, όταν διέκρινα ανάμεσα στους ψάλτες του αριστερού χορού και τον
κυρ-Σωτήρη, τον επίτροπο του άγιου Κωνσταντίνου, λίγο πιο γερασμένο τώρα. Με
αναγνώρισε και εκείνος και μου ένευσε χαμογελαστός σε χαιρετισμό. Ταυτόχρονα
συγκινήθηκα, γιατί ένοιωθα μια μεγαλύτερη οικειότητα με το νησί, καθώς είχα
πλέον εδώ «παλιούς» γνωστούς.
Από πάνω προς τα κάτω: ο αριστερός και ο δεξιός ψαλτικός χορός, οι ιερείς εμπρός από τον επισκοπικό θρόνο
Όλοι είχαν πάρει τώρα τις θέσεις τους, ωσάν σε
θεατρική σκηνή, για να αρχίσει ο πανηγυρικός εσπερινός. Οι ιερείς με τα
λαμπρά τους άμφια μέσα στο ιερό ή εμπρός στο δεσποτικό θρόνο, ο Δεσπότης στο θρόνο με το μαύρο ράσο του και
με την ποιμαντορική ράβδο στο χέρι, οι ψαλτικοί χοροί στα ψαλτήρια, οι προύχοντες του χωριού ένθεν και ένθεν εμπρός από τα
δύο ψαλτήρια, ο επίτροπος πίσω από το παγκάρι, η Επιτρόπισσα στο μεγάλο
μανουάλι, οι πιστοί στις καρέκλες και τα στασίδια. Οι γυναίκες περισσότερο προς
την αριστερή πλευρά του ναού και μερικές στο γυναικωνίτη, οι άνδρες δεξιά. Η
ουρά των πιστών προς την εικόνα δεν σταματούσε να κινείται καθώς όλο και
προσέρχονταν προσκυνητές, άλλοι με άρτους, άλλοι με λαμπάδες και κεριά στα
χέρια.
Ο εσπερινός και η αρτοκλασία έγιναν λαμπρά, όπως είχα
παρακολουθήσει και στον Καραβάδο, όμως εκείνος μου είχε φανεί πιο λαμπρός
και η ψαλμωδία περισσότερο ποιοτική, ίσως γιατί τότε είχα έλθει για πρώτη
φορά σε επαφή με την υπέροχη κεφαλονίτικη ψαλμωδία και είχα εντυπωσιαστεί[34].
Φωτογράφιζα ό,τι θεωρούσα απολύτως απαραίτητο, ενώ κατέγραφα σε
μαγνητόφωνο την ψαλμωδία και στιγμιότυπα της τελετουργίας σε video με τη
μικρή δυνατότητα που μου παρείχε η φωτογραφική μου μηχανή,
στενοχωρημένη που δεν είχα και κάμερα.
Το γλέντι
Είχε νυχτώσει για τα καλά όταν βγήκα από το ναό, καθώς και
η ημέρα είχε μικρύνει αρκετά τέτοια εποχή, και το προαύλιο του ναού φωτιζόταν
από δυνατούς προβολείς αλλά και από τα χρωματιστά λαμπιόνια των πάγκων των
εμπόρων, όπου συγκεντρωνόντουσαν πολλοί πανηγυριώτες, κυρίως παιδιά, για
να ψωνίσουν. Ο περίβολος και οι γύρω χώροι έσφυζαν από κόσμο.
Αρκετοί από τους
προσκυνητές, πριν ακόμα τελειώσει ο εσπερινός είχαν πάρει σειρά για να
προμηθευτούν γουρουνόπουλο και τα άλλα φαγώσιμα καθώς και νερό,
αναψυκτικά, μπύρες και κρασί. Η πώληση και κρασιού σε τόσο κόσμο μου έκανε
εντύπωση, γιατί στην Πελοπόννησο και τη Στερεά τουλάχιστον, έχει επικρατήσει να
πουλιέται μπύρα πλέον στα πανηγύρια και λιγότερο ουίσκι (θυμήθηκα μάλιστα πως
στην Όλυμπο της Καρπάθου, στο πανηγύρι στη Βρουκούντα και κυρίως στο γάμο είχαν
μόνο ουίσκι!). Πολλοί εξάλλου προσκυνούσαν μόνο την εικόνα και έβγαιναν έξω,
αφού μέσα στο ναό ήταν το αδιαχώρητο. ΄Ετσι τα τραπέζια που είχαν στηθεί έξω
ήταν σχεδόν γεμάτα από πανηγυριστές που καθόντουσαν ήδη και έτρωγαν. Μια
ατελείωτη ουρά σχηματιζόταν εκεί που πουλούσαν το φαγητό και μπήκα και εγώ στη
σειρά να πάρω. Αφάνταστη ταλαιπωρία με περίμενε εκεί, αφού έπρεπε να περιμένω
στην ουρά πάνω από μιάμυσι ώρα για να έλθει η σειρά μου να πάρω φαγητό, καθώς ο
κόσμος ήταν πάρα πολύς και τα άτομα που εξυπηρετούσαν λίγα.
Κατακουρασμένη,
πέραν των μεσημεριανών αναρριχήσεων και από
την πολύωρη ορθοστασία μου μέσα στο ναό και μετά στην ουρά για το
φαγητό, κατάφερα να
καθίσω στο φιλιατρό ενός πέτρινου «πηγαδιού» (του στόμιου μιας στέρνας
δηλαδή)
στην άκρη του υπερυψωμένου επίπεδου βόρεια του ναού, κάτω από τα
πουρνάρια. Δεν
υπήρχε περίπτωση να βρω τραπέζι ελεύθερο, καθώς μάλιστα ήμουν ένα μόνο
άτομο,
πράγμα που προκαλούσε και την απορία των πανηγυριωτών. «Όλοι-όλοι αντάμα
και ο
ψωριάρης χώρια», σκέφτηκα για τον εαυτό μου, σαν "ερευνητής σε πανηγύρι"
που ήμουν, ξένη δηλαδή. Το ίδιο φαινόταν να ισχύει και για δυο-τρία
παλικάρια,
οικονομικούς μετανάστες, που καθόντουσαν μόνοι στο ίδιο παράμερο πηγάδι
με τις μπύρες τους στα
χέρια και ένοιωσα πώς πρέπει να αισθάνονται, αν και αυτούς τους
επισκέφθηκε
κάποιος ντόπιος, μάλλον ο εργοδότης τους, και τους έφερε μπύρες. Επειδή ο
χώρος
εκεί δεν είχε τραπέζια και ήταν και κάπως επίπεδος, είχε γίνει αλάνα για
παιχνίδι. Πλήθος παιδιών φορώντας «τα καλά τους», ιδιαίτερα τα κορίτσια,
με τα
φωσφορίζοντα ή άλλα παιχνίδια (όπλα, κούκλες, κουζινικά κ.λπ.) που τους
είχαν
αγοράσει επιτόπου, έτρεχαν συνεπαρμένα πάνω-κάτω άσκοπα, ή παίζοντας
κρυφτό και
κυνηγητό. Η μαγεία του πανηγυριού ήταν αποτυπωμένη στα λαμπερά μάτια
τους, στα
φωτεινά τους πρόσωπα.
Έβαλα μόλις μια μπουκιά στο στόμα μου, καθώς ήταν και
δύσκολο να ισορροπήσω το πλαστικό, εύκαμπτο πιάτο, το ψωμί, το πιρούνι
και το ποτήρι στα χέρια μου, αφού κρατούσα και τη φωτογραφική μηχανή. Σηκώθηκα
σχεδόν αμέσως και αφού απαλλάχθηκα από τα φαγώσιμα, το κοτόπουλο ήταν έτσι κι
αλλιώς κρύο και σκληρό, πλησίασα στο άκρο του υπερυψωμένου επίπεδου όπου
βρισκόμουν για να παρακολουθήσω το χορό που είχε ήδη αρχίσει. Μια άδεια καρέκλα
που εξασφάλισα στο πάνω μέρος των κερκίδων που συνδέουν το επίπεδο όπου
βρισκόμουν με το επόμενο όπου ήταν και το χοροστάσι ανάμεσα στα τραπέζια, μου
εξασφάλισε άνετη παρακολούθηση και πανοραμική θέα του πανηγυριού. Ο κόσμος
ήταν πάρα πολύς και όλοι εξαιρετικά κεφάτοι καθώς έτρωγαν, γελούσαν, αντάλασσαν
ευχές και πειράγματα στο κεφαλονίτικο ιδίωμα. Καμιά σχέση με το
υποτονικό, με λιγοστούς χορευτές πανηγύρι του Καραβάδου. Εδώ τα νιάτα
έδιναν έντονο παρών, όπως και οι μεγάλοι. Μου προξενούσε μάλιστα εντύπωση η
τόσο μεγάλη συμμετοχή, αφού ήταν πλέον Σεπτέμβρης και λογικά οι
παραθεριστές, ντόπιοι που μένουν εκτός Κεφαλονιάς και ξένοι τουρίστες, πρέπει
να είχαν φύγει. Ίσως η σπουδαιότητα της γιορτής και της Λάμιας όσο
και η μικρή απόσταση του χωριού από το Αργοστόλι, να έδινε την εξήγηση.
Μια μικρή ορχήστρα
(ντραμς, κιθάρα, μπουζούκι,
συνθεσάιζερ) στην ανατολική πλάτη του κτίριου των συνεστιάσεων έπαιζε
εκείνη τη
στιγμή νησιώτικους σκοπούς ενώ μια νέα κοπέλα τραγουδούσε. Είχα ακούσει
πως θα
έχει και βιολί, αλλά απ’ ό,τι έβλεπα και άκουγα, ο ήχος του βιολιού
έβγαινε από
το ηλεκτρικό συνθεσάιζερ. Ωστόσο οι μουσικοί και η τραγουδίστρια ήταν
συμπαθητικοί και κυρίως ήταν ντόπιοι, όπως φαινόταν από την οικειότητα
που
είχαν με όλους, πράγμα που έδινε περισσότερη ζωντάνια και κέφι σε αυτούς
και
στον κόσμο. Μετά έπαιξαν ταγκό, βαλς, φοξ-τροτ και χόρευαν με
δεξιοτεχνία ζευγάρια νέων και γέρων, ανάκατα. Στη συνέχεια παράγγειλαν
κεφαλονίτικους
σκοπούς. Έκτοτε με ευχάριστη έκπληξη είδα κύκλους με άντρες και
γυναίκες,
από μικρά παιδιά μέχρι και γέροντες, να χορεύουν πιασμένοι από τα χέρια
όλους
τους κυκλικούς τοπικούς χορούς, συγχρονισμένα, ζωηρά, κεφάτα, περήφανα.
Οι χορευτές έκαναν τρεις και τέσσερις επάλληλους κύκλους, τόσοι
πολλοί συμμετείχαν. Συρτά, Σούστες, Μέρμηγκας και άλλοι τοπικοί χοροί
που
δεν γνώριζα το όνομά τους εναλλάσσονταν και όλοι χόρευαν ακούραστα, με
αμείωτο
κέφι. Οι πρωτοχορευτές, κυρίως άντρες, νέοι ή ηλικιωμένοι αλλά και νέες
γυναίκες, έκαναν επίδειξη δεξιοτεχνίας με λαμπρά κατά την κρίση μου
αποτελέσματα. Η συμμετοχή των νέων αγοριών και κοριτσιών σε αυτούς τους
χορούς
ήταν εντυπωσιακή, τόσο από άποψη χορευτικής δεξιότητας όσο και ως προς
τον
ενθουσιασμό και το κέφι, και αναρωτιόμουν πού να μαθαίνουν άραγε αυτούς
τους παραδοσιακούς
χορούς, στα πανηγύρια, στο σχολείο ή σε σχολές χορού και σε φολκλορικούς
πολιτιστικούς συλλόγους, όπως συνηθίζεται πλέον; Στα λίγα ζεϊμπέκικα
και
σε ένα τσάμικο που έπαιξαν, η συμμετοχή ήταν μικρή. Κάποια στιγμή κατά
τα
μεσάνυχτα, τα αναμενόμενα φαντασμαγορικά, πολύχρωμα πυροτεχνήματα
έσκασαν με κρότους, ανυψωνόμενα πίσω από
τη στέγη της εκκλησίας και προξένησαν ιαχές θαυμασμού εκ μέρους των
πανηγυριστών,
μικρών και μεγάλων.
Μετά τα αποδιοργανωμένα, ξεπεσμένα πανηγύρια που είχα
παρακολουθήσει στον απέναντι κάμπο της Ηλείας τούτο το καλοκαίρι, αυτό που
έβλεπα μου φαινόταν σαν ευλογία. Θύμιζε έντονα τα γραφόμενα του Λουκάτου
για τα παλιά πανηγύρια, όπως άκουσα και μια γερόντισσα επιτόπου να σχολιάζει:
«ωρέ, παλαιό πανηγύρι εφέτος! Και τι πολύς κόσμος!». Η φράση με προβλημάτισε,
ως προς το ότι υποδήλωνε ότι δεν ήταν κάθε χρόνο τόσο έντονη η συμμετοχή.
Αναρωτιόμουν
λοιπόν τι μπορεί να ήταν αυτό που
κινητοποίησε τον κόσμο εφέτος ώστε να συμμετέχει αθρόα, αφού και η
οικονομική
κατάσταση γενικά είναι δύσκολη, λόγω και της κατακόρυφης αύξησης της
τιμής του
πετρελαίου. Οι Κεφαλονίτες μάλιστα παραπονιόντουσαν τούτο το καλοκαίρι
ότι
πέραν της γενικότερης οικονομικής δυσπραγίας είχε πέσει πολύ και η
προσέλευση
τουριστών στο νησί, λόγω και της κινδυνολογίας περί μεγάλου επικείμενου
σεισμού, μετά τον σεισμό 6,2 Ρίχτερ που είχε πλήξει την απέναντι ακτή
της ΒΔ Ηλείας εφέτος, στις 8 Ιουνίου. Συλλογιζόμουν όμως μήπως ακριβώς
αυτές οι
αντίξοες οικονομικές και περιβαλλοντικές συνθήκες, οι σεισμοί, η
επαπειλούμενη ξηρασία, αφού και ο περασμένος χειμώνας ήταν σχετικά
άνυδρος, καθώς και όλη η ευρύτερη κουβέντα με οικολογικούς όρους για την
έλλειψη του νερού διεθνώς αλλά και στην Ελλάδα ιδιαίτερα, όσο και οι
καμπάνιες
για τη λελογισμένη χρήση του είχαν συμβάλει, μη συνειδητά ίσως, στην
κοσμοσυρροή στη Χάρη της τρομερής Κυράς των νερών αλλά και του θανάτου,
της Λάμιας
αλλά και της Παναγίας.
Το πανηγύρι
σχόλασε κατά τις τρεις το πρωί. Σκόπευα να
διανυκτερεύσω στη μονή και είχα πάρει μαζί μου τα απαραίτητα, νομίζοντας
ότι θα
γινόταν αγρυπνία στο ναό, οπότε θα μπορούσα να στρώσω να πλαγιάσω στον
μικρό ξενώνα που είχα δει στον περίβολο, δίπλα στο κτίριο των
συνεστιάσεων (δωρεά κάποιου ντόπιου, σύμφωνα με επιγραφή στην πρόσοψη) ή
και στο
ύπαιθρο, όπως έχω κάνει πολλές φορές στην επιτόπια έρευνα σε ανάλογες
περιστάσεις. Όμως έβλεπα να μαζεύουν τα πάντα, ακόμα και οι μικροπωλητές
τους
πάγκους τους, ενώ η εκκλησία ήταν από ώρα κλειδωμένη, κάτι πρωτόγνωρο
για μένα
την παραμονή σε ναό που γιορτάζει. Επηρεασμένη από το ότι η Λάμια
χαρακτηρίζεται ως μονή, παρά την επιτόπια εμπειρία μου αλλά και τις πληροφορίες
που μου είχαν δώσει ότι αποτελεί πλέον απλό ναό, μη συνειδητά εξακολουθούσα να τη
θεωρώ μονή και να περιμένω ολονυχτία. Ρώτησα σχετικά έναν από τους επιτρόπους
που μετρούσε την είσπραξη από τα φαγητά. Μου επιβεβαίωσε ότι δεν θα έμενε
κανείς απολύτως εκεί επάνω στη μονή και ότι έπρεπε να βρω ξενοδοχείο στο
Αργοστόλι, αφού προηγουμένως προσφέρθηκε ευγενικά να με φιλοξενήσει αλλά του
αρνήθηκα, ευχαριστώντας τον.
Ξεκίνησα λοιπόν κατά τις τέσσερις το πρωί για το
Αργοστόλι, με την υποψία πως μάλλον δεν θα εύρισκα δωμάτιο τέτοια ώρα, οπότε θα
περνούσα τις λίγες ώρες ως το ξημέρωμα στο αυτοκίνητο. Ευτυχώς με τη δεύτερη
απόπειρα σε κεντρικά ξενοδοχεία βρήκα εν τέλει δωμάτιο και ξάπλωσα, αν και από
την ένταση της εμπειρίας στη Λάμια και την κούραση, μου πήρε ώρα να
χαλαρώσω και να κοιμηθώ. Την επομένη είχα στο πρόγραμμα να επισκεφθώ το
ναό του άγιου Κωνσταντίνου και μετά θα ξεκινούσα για την αναζήτηση της Αγιαλένης.
Καθώς δεν γνώριζα πόσο μακριά είναι η Αγιαλένη και πόσο θα μου έπαιρνε
να την εντοπίσω, ενώ το πλοίο μου θα έφευγε για την Κυλλήνη στις 7.30 μ.μ., θα
έπρεπε να σηκωθώ νωρίς.
[Η συνέχεια και το τέλος του ημερολόγιου, που αφορά την "Αγιαλένη" στα Δαμουλιανάτα, είναι υπό δημοσίευση στο μεθεπόμενο τεύχος του κεφαλονίτικου περιοδικού Κυμοθόη].
[Η συνέχεια και το τέλος του ημερολόγιου, που αφορά την "Αγιαλένη" στα Δαμουλιανάτα, είναι υπό δημοσίευση στο μεθεπόμενο τεύχος του κεφαλονίτικου περιοδικού Κυμοθόη].
Ο κόλπος που χωρίζει την χερσόνησο της Παλικής από το Αργοστόλι και
στο βάθος το βουνό πάνω στην πλαγιά του οποίου βρίσκεται η μονή "της
Λάμιας", τραβηγμένη από το λιμάνι του Ληξουριού (8/9/2008)
[1] Δ. Λουκάτος, Κεφαλονίτικη λατρεία, Αθήναι
1946, σ. 195, υποσημ. αρ. 1 (τα πλάγια του συγγραφέα).
Βλ. και:
Ελένη Ψυχογιού,
«Συνομιλώντας με τον Δημήτρη Λουκάτο στο λαογραφικό χώρο και χρόνο: το πανηγύρι
του “άγιου Κωσταντίνου” [και Ελένης] στον Καραβάδο», στο: Ο Δημήτριος Σ.
Λουκάτος και η Ελληνική Λαογραφία, Πρακτικά Επιστημονικής Ημερίδας (Φιλοσοφική
Σχολή Πανεπιστημίου Ιωαννίνων, 23 Απριλίου 2004), Ακαδημία Αθηνών,
Δημοσιεύματα Κέντρου Ερεύνης της Ελληνικής Λαογραφίας, αρ. 26, Αθήνα 2008, σ.
197-244.
Ελένη Ψυχογιού, «Tο πανηγύρι της
Παναγίας της Λάμιας στα Διλινάτα, στο πλαίσιο της “μεγάλης αφήγησης” για την Mητέρα-Γη (εθνογραφικό ημερολόγιο επιτόπιας
έρευνας)», Κυμοθόη 20 (2010), ,σ.
163-199.
Ελένη Ψυχογιού, «Από
το “φάντασμα” της Ελένης του Ευριπίδη στη “Λάμια” και τ’ ανάπαλιν:
ανιχνεύοντας τη χρήση λαϊκών μύθων στη δραματουργία», ανακοίνωση στο Συνέδριο:
«Λαϊκός πολιτισμός και έντεχνος λόγος. Ποίηση, πεζογραφία, θέατρο», οργάνωση Κέντρον Ερεύνης της
Ελληνικής Λαογραφίας της Ακαδημίας Αθηνών (Αθήνα, 8-12 Δεκεμβρίου 2010), υπό
έκδοση.
Μιράντα Τερζοπούλου, «Με
τα τύμπανα και τα όργια της Μητέρας. Η γυναικεία λαϊκή λατρεία ως πολιτική
μεταφορά σε ένα συγκρουσιακό περιβάλλον», στο: Βλαχούτσικου Χριστίνα σε
συνεργασία με την Hart
Kain-Laurie
(επιμ.), ΄Οταν οι γυναίκες έχουν διαφορές.
Αντιθέσεις και συγκρούσεις γυναικών στη
σύγχρονη Ελλάδα, Μέδουσα, Αθήνα 2003,
σ. 320-360.
[2] Βλ. Ελένη Ψυχογιού, «Μαυρηγή» και Ελένη.
Τελετουργίες θανάτου και αναγέννησης, Ακαδημία Αθηνών, Δημοσιεύματα Κέντρου
Ερεύνης της Ελληνικής Λαογραφίας, αρ. 24, Αθήνα 2008 (για τη Λάμια βλ. κυρίως σ. 449-456, όπου και άλλες παραλλαγές τραγουδιών «της
Λάμιας» αλλά και οι βιβλιογραφικές αναφορές για τις πηγές των δημοσιευόμενων
εδώ παραλλαγών ή στίχων). Για την
αρχαία Λάμια βλ. Κερένυι Κ., Η μυθολογία
των Ελλήνων, μτφ. Δημήτρης Σταθόπουλος, Βιβλιοπωλείον της «Εστίας» (6η
έκδοση), Αθήνα 1998, σ. 50-51, Ρόμπερτ Γκρέιβς, Οι ελληνικοί μύθοι,
τόμος Α΄ μτφ. Λεωνίδας Ζενάκος, τόμος Β΄ μτφ. Μανουέλα Μπέρκη – Μεϊμάρη,
Κάκτος, Αθήνα 1998, τ. Α΄, σ. 236-237, 277, τ. Β΄, σ. 208. Το όνομα «Λάμια» εξαιτίας της
διφορούμενης σημασίας του καθώς δηλώνει την στοιχειωμένη, επικίνδυνη, θανάσιμη
ομορφιά, δεν χρησιμοποιείται στην Ελλάδα
ως βαπτιστικό όνομα. Σύμφωνα με τις πληροφορίες από το διαδίκτυο, σε
άλλες χώρες της Δυτικής όσο και της Ανατολικής Μεσογείου (μεταξύ αυτών και στην
Τουρκία) χρησιμοποιείται ως γυναικείο όνομα, παραπέμποντας στην Λάμια του
αρχαίου ελληνικού μύθου.
[4]Ο επιρρηματικός προσδιορισμός του πηγαδιού όξω στο συγκεκριμένο περιφραστικό τοπωνύμιο θέλει να δηλώσει όχι τον τόπο αλλά τη μεταφυσική του διάσταση.
[5] Σημειώνω ότι το μοτίβο των στίχων αυτών έχει περάσει και στα Κολοκοτρωνέϊκα τραγούδια, όπου το επίρρημα «γυναίκεια» έχει αντικατασταθεί με το «καβάλα»
[6] Ο στίχος αναδεικνύει τη διφορούμενη, δόλια ομορφιά
της Λάμιας που είναι ερωτική και θανάσιμη /ολέθρια συνάμα, όπως
συμβαίνει και με την ομορφιά της «ωραίας» Ελένης όσο και για τη Μαυρηγή (βλ.
και Ε. Ψυχογιού, «Από το “φάντασμα” της Ελένης του Ευριπίδη στη “Λάμια”…,
ό. π.).
[7] Το μοτίβο του θρήνου της κόρης-Λάμιας,
επίμονο σε όλες σχεδόν τις παραλλαγές, όπως φαίνεται και από αυτές που
δημοσιεύονται εδώ, φαίνεται να θέλει να δώσει έμφαση και στη σχέση του
τραγουδιού με το θάνατο καθώς και με το μυθικό περιεχόμενο του θρηνητικού
πολιτισμού στον οποίο εντάσσεται, που έχει σαν λατρευτικό επίκεντρο την
Μαυρηγή (βλ. και Ε. Ψυχογιού, «Από το “φάντασμα” της Ελένης του Ευριπίδη
στη “Λάμια”…, ό. π.).
[8] Τυπικό μοτίβο που δηλώνει τον κάτω κόσμο στα
μοιρολόγια,. Πβ. επίσης το στίχο … βλέπει αθρώπω κεφαλές και
γυναικώ πλεξούδες… σε κρητική (βλ. Κριάρης 1920-1921: 320) και σε
άλλες νησιωτικές παραλλαγές, που καθιστά αδιαμφισβήτητη νομίζω την εικόνα του
κάτω κόσμου στο βάθος του πηγαδιού (βλ. και Ε. Ψυχογιού, «Μαυρηγή» και
Ελένη… ό. π.).
[9] Μοιρολόι. Λαγκάδια Γορτυνίας βλ.
Σακελλαριάδης Χ. 1919, χ/φο 125: 147-148 «εγράφη καθ’ υπαγόρευσιν Μαριγώς
Κίντζιου, ετών 45, αγραμμάτου».
[10]Μαρτζούκος 1959: σ. 83. (Σημείωση στο
χ/φο: Σκριπερό Κέρκυρας, 1904. Τριοστοιχειό, ίσως από το
αντρειοστοιχειό, υποθέτει ο λαογράφος κ. Λουκάτος).
[11] Για το πανηγύρι της Βλαχέραινας βλ. στο
psychogioublogspot.com, «Παλιές και νέες ιστορίες», το post μου: «Λαϊκή
αρχιτεκτονική και αγροτική ζωή: Τα μετόχια στα χτήματα της σταφίδας στη ΒΔ
Πελοπόννησο». [12] Το κομμάτι του ημερολόγιου που αφορά την «Αγιαλένη» στα Δαμουλιανάτα, θα δημοσιευτεί στο μεθεπόμενο τεύχος της «Κυμοθόης» (2013).
[13]Εξαίσια, βιωματική περιγραφή των κεφαλονίτικων ναών, με την ιδιαίτερη, έντονα φυτική και άλλη διακόσμηση, προ-σεισμικά, βλ. Δ. Λουκάτος, Κεφαλονίτικη Λατρεία, ό.π., σ.13-50.
[14] Βλ. σχετικά και Ε. Ψυχογιού, «Μαυρηγή» και Ελένη..., ό.π. και Μ. Τερζοπούλου, "Με τα τύμπανα..." ό.π.
[15] Βλ. Ε. Ψυχογιού, «Μαυρηγή» και Ελένη.... ό.π.
Το αγιωνύμιο κατά πάσα πιθανότητα αναφέρεται σε σχετικό ναό (ενοριακό,
πιθανότερο ξωκλήσι ή κοιμητηριακό) κοντά στον οποίο βρίσκεται το πηγάδι.
Δεδομένου ωστόσο του μεταφυσικού, χθόνιου περιεχόμενου του τραγουδιού είναι
πιθανόν να παραπέμπει εν γένει και στο πηγάδι όπου επιτελούνται τα
γνωστά μαντευτικά δρώμενα για γάμο, ζωή και θάνατο κατά τη νύχτα
της γιορτής του «αη Γιάννη του Φανιστή» (ή «Ριγανά», γέννηση Ιωάννη Προδρόμου,
24 Ιουνίου), που συμπίπτει με τις θερινές τροπές του ήλιου (βλ. Λουκάτος
1981Α: 43-60 και σχετικές μαρτυρίες εδώ παραπάνω στο Παράρτημα, σελ.
406). Και το πηγάδι «του Αηγιαννιού» κατά ένα τρόπο ανοίγει δίοδο προς το
μεταφυσικό, τον κάτω κόσμο.
[19] Έτος κτίσεως του ναού αναφέρεται στο διαδίκτυο
(στον ιστότοπο kefalonianet.gr) το 1690, πάνω σε προϋπάρχουσα, μικρότερη
εκκλησία.
[20] Βλ. Δ. Λουκάτος , ό. π., σ. 45-46 και 77-79.[21] Βλ. Δ. Λουκάτος, Κεφαλονίτικη λατρεία, ό.π.
[22] Βλ. Δ. Λουκάτος, Κεφαλονίτικη λατρεία, ό.π.
[23] Υποσημείωση του συγγραφέα: «Παλιότερα, πίσω από το
θρόνο κρεμούσαν οι ενορίτισσες και φορέματα μεταξωτά, συνήθως τα νυφιάτικά
τους, που τα’ αφιέρωναν έτσι στην Παναγία (βλ. Α. Λασκαράτου, Τα μυστήρια
της Κεφαλονιάς, Αθήναι, έκδ. Κομπούγια, 1925, σελ. 87)».
[25] Τελετουργική και συμβολική σύγκριση γέννας-θανάτου
στη λαϊκή παράδοση βλ. Ε. Ψυχογιού, «Νανουρίσματα-Ταχταρίσματα. Λειτουργίες του
λόγου στην τελετουργία της γέννησης», Εθνολογία 6-7 (1998-2000), σ.
193-271.
[26] Για το βασιλικό βλ. Δ. Λουκάτος, Κεφαλονίτικη
λατρεία, ό.π., και Ε. Ψυχογιού, «Συνομιλώντας με τον Δημήτρη Λουκάτο…», ό. π.[27] Ο Λουκάτος ονομάζει αυτό το βάθρο για τους άρτους ιπάρκο (ό. π., σ. 30).
[28] Βλ. Ψυχογιού 2008. Ο Λουκάτος αναφέρει ότι
παλιότερα ευλογούνταν όλοι οι άρτοι και μόνον όταν ήταν πάρα πολλοί μόνον ο
ένας (ό. π., σ. 30, υποσημ. 1).
[30] Βλ. Λουκάτος, ό. π., σ. 60-81.[31] Κούκουρα: οι σωροί από πέτρες που ορίζουν τις αγροτικές ιδιοκτησίες ή την άδεια βοσκής, ακριβώς σαν αυτές που είχα φωτογραφίσει στη βάση του λόφου όπου είναι η μονή (βλ. φωτ.).
[32] Βλ. Δ. Λουκάτος, Φθινοπωρινά, Φιλιππότης, Αθήνα 1980.
[33] Βλ. Ε. Ψυχογιού, "Μαυρηγή" και Ελένη..., ό.π.
[34] Βλ. Ε. Ψυχογιού, "Συνομιλώντας με τον Δημήτρη Λουκάτο...", ό.π. Για την ψαλτική στην Κεφαλονιά βλ. εξαίσια, βιωμένη περιγραφή
στο Δ. Λουκάτος, Κεφαλονίτικη λατρεία, ό.π., σ. 83-114.
ΕΛ. ΚΩΝ/ΝΟΥ.ΨΥΧΟΓΙΟΥ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου