Ο Αλέξανδρος Σπηλιάδης , ιδρυτής και διευθύνων σύμβουλος της Elaia, μοιράζει τη ζωή του ανάμεσα στα Λεχαινά της Ηλείας, όπου βρίσκεται ο ελαιώνας του, την Αθήνα όπου βρίσκεται η οικογένεια του και ολόκληρο τον πλανήτη, όπου ταξιδεύει για να πουλήσει το εξαιρετικά παρθένο ελαιόλαδο παραγωγής του. Η επιλογή του να στραφεί στον πρωτογενή αγροτικό τομέα δεν ήταν καθόλου προφανής και ο σκεπτικισμός για την απόφαση του αυτή ακόμη και από την ίδια την οικογένεια του σοβαρός.
«Νοιώθω σχεδόν αναρχικός. Σπούδασα πολιτικός μηχανικός αλλά πάντοτε ήθελα να γίνω επιχειρηματίας. Δεν είχα το πάθος της επιστήμης. Με ενδιέφερε η δημιουργία και ο ολοκληρωμένος έλεγχος μιας δραστηριότητας, απλώς δεν ήξερα πώς να λύσω την εξίσωση».
Οι γονείς του-γιατροί και οι δύο- και η φαρμακοποιός γιαγιά του, προσπάθησαν να τον μεταπείσουν, όταν αποφάσισε να αξιοποιήσει την αγροτική έκταση που κληρονόμησε από τον παππού του. «Αντέταξα πώς αν όλοι παρέχουμε υπηρεσίες, σ’αυτή τη χώρα, ποιος επιτέλους θα παράγει;» To 2007 άρχισε να εξερευνά την προοπτική, και να ανακαλύπτει τις ευκαιρίες που έκρυβε το «ακατέργαστο διαμάντι» της ελληνικής υπαίθρου. Επένδυσε στη γη και από τις 2.000 ρίζες ελαιόδενδρων του παππού του, σήμερα ο ελαιώνας του μετρά 40.000 δένδρα κα αποτελεί ίσως τον μεγαλύτερο στην επικράτεια. Αυτό το μέγεθος, του έδωσε την κρίσιμη μάζα να δημιουργήσει το δικό του επώνυμο προϊόν, να ξεφύγει από την «μάστιγα» του χύμα ελαιολάδου, και να καρπωθεί την προστιθέμενη αξία που προσφέρει το τυποποιημένο προϊόν.
Μετά τη φύτευση, τη φροντίδα και την αναμονή της πρώτης παραγωγής, η Eleia άρχισε να «αποδίδει καρπούς». Έχοντας στα χέρια του ένα προϊόν υψηλής ποιότητας, απόλυτα ελεγχόμενο και με πλήρη ιχνηλασιμότητα, προσανατολίστηκε στην ανάπτυξη ενός δικτύου εμπορικών σχέσεων με έμφαση στις εξαγωγές. Σήμερα, εξάγει το 98% στο εξωτερικό σε αγορές όπως οι ΗΠΑ, o Καναδάς, το Ντουμπάι, το Μπαχρέιν, η Βρετανία και η Γερμανία και τοποθετείται σε delicatessen ακόμη και στα ράφια του Harrods. Αυτή η προσπάθεια έγινε σχεδόν πόρτα-πόρτα από τον Αλέξανδρο Σπηλιάδη.
«Πήγα προσωπικά σε όλες τις εκθέσεις και στις αγορές όπου θα ταίριαζε να τοποθετηθεί το λάδι μου. Δεν ξέρω αν είναι premium. Σίγουρα δεν είναι φθηνό (τα 500ml πωλούνται από 18 έως 25 ευρώ στο ράφι) αλλά είναι σαφώς ένα προιόν κατανάλωσης, ανταγωνιστικό σε σχέση με τα ομοειδή ποιοτικά ελαιόλαδα».
Ο ανταγωνισμός –κυρίως από την Ιταλία- είναι ισχυρός αλλά τον αντιμετωπίζει με αυτοπεποίθηση. Σήμερα θεωρεί ότι έχει γίνει το πρώτο βήμα, και πρέπει να ακολουθήσουν οι επόμενες κινήσεις για την περαιτέρω ανάπτυξη του brand, οι πωλήσεις του οποίου τρέχουν αλματωδώς. Το 2013 οι πωλήσεις αυξήθηκαν κατά 350% ενώ αντίστοιχη αύξηση αναμένει και για το 2014, υπογραμμίζοντας ότι αυτό είναι λογικό για μια τόσο «νεαρή εταιρία» έως ότου αυτή βρει την ισορροπία της. Στα άμεσα σχέδια του, είναι η δημιουργία κεντρικού γραφείου στην Αθήνα για την καλύτερη υποστήριξη των πωλήσεων και του μάρκετινγκ, ενώ σχεδιάζει τη δημιουργία ιδιόκτητου εμφιαλωτηρίου στα Λεχαινά.
Διατηρεί επίσης σχέδια για το λανσάρισμα ενός ελαιολάδου χαμηλότερης τιμής, ώστε να διεισδύσει και σε πιο μαζικούς χώρους πέραν των delicatessen.
*Φωτογραφία: Γιώργος Μάκκας
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου