Βίος καί πολιτεία τοῦ ἁγίου Ἀλεξάνδρου
πατριάρχου Κωνσταντινουπόλεως (325-337)
Τόν Άγιο Ἀλέξανδρο, πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως, τόν συναντοῦμε πρώτη φορά στίς ἱστορικές πηγές κατά τήν Α΄ Οἰκουμενική Σύνοδο,
ἡ ὁποία συγκλήθηκε ἀπό τόν Μέγα Κωνσταντίνο στή Νίκαια τῆς Βιθυνίας τό 325. Ὁ ἅγιος Ἀλέξανδρος, «ἀνήρ θεοφιλής», ἦταν τότε πρεσβύτερος στό ἀξίωμα καί εἶχε ἡλικία ὁπωσδήποτε μεγαλύτερη τῶν 70 ἄν ὄχι τῶν 80, ἐτῶν. Τόν ἐπισκοπικό θρόνο τοῦ Βυζαντίου κατεῖχε ὁ ἅγιος Μητροφάνης, ὁ ὁποῖος ἐπειδή ἦταν ὑπέργηρος καί ἀσθενής δέν ἔλαβε μέρος στή Σύνοδο, ἀλλά ἔστειλε ἀντιπρόσωπο τόν «συμπρεσβύτερό του» ἅγιο Ἀλέξανδρο, πού εἶχε ἀπό πολλῶν ἐτῶν βοηθό καί συνεργάτη στό ἔργο του. 1. Τά πρῶτα χρόνια
Ὁ ἅγιος Ἀλέξανδρος γεννήθηκε περί τό 240. Ὡς ἐκ τούτου, ἔζησε σέ παιδική ἤ νεανική ἡλικία τούς τελευταίους μεγάλους διωγμούς κατά τῆς Ἐκκλησίας ἀπό τούς αὐτοκράτορες Δέκιο (250) καί Βαλεριανό (257-260) καί σέ ὥριμη ἡλικία τούς διωγμούς τοῦ Διοκλητιανοῦ (303-305) καί τοῦ Γαλέριου Μαξιμιανοῦ (305-311).
Τά χαρίσματα καί ἡ εὐσέβεια τοῦ ἁγίου ἀνεδείχθηκαν κατά τή διάρκεια τῶν ἐργασιῶν τῆς Α΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου καί γενικότερα στόν ἀγώνα κατά τῆς ἀρειανικῆς αἱρέσεως. Ἀμέσως μετά τήν ὁλοκλήρωση τῶν ἐργασιῶν τῆς Συνόδου καί τήν ἐπικράτηση τῆς ὀρθοδόξου πίστεως ἐπέστρεψε στήν Πόλη, γιά νά ἀναγγείλει στόν γέροντα ἐπίσκοπο Μητροφάνη τά καλά νέα καί στή συνέχεια χωρίς καθυστέρηση, ὁ ἀκούραστος ἐργάτης τοῦ Εὐαγγελίου, σύμφωνα μέ σχετική ἀπόφαση τῆς Συνοδοῦ, ξεκίνησε παρά τήν ἤδη προχωρημένη ἡλικία του, γιά περιοδεία στή Θράκη καί τό Ἰλλυρικό (τή σημερινή Σερβία καί Ἀλβανία) μέ σκοπό νά κάνει γνωστή σ' ὅλους τούς χριστιανούς τήν ἀπόφαση τῆς Συνόδου νά στηρίξει τούς ὀρθοδόξους μεταφέροντας στούς ἐπισκόπους ὅλων τῶν πόλεων «τά διαπεμφθέντα συνοδικά γράμματα καί τήν ἔκθεσιν τῆς Ἁγίας Ὀρθόδοξου Πίστεως». Μαζί του εἶχε ἀκόλουθο καί βοηθό τό νεαρό ἀναγνώστη Παῦλο, ὁ ὁποῖος στό μέλλον μέ τή σειρά του θά τόν διαδεχόταν στόν ἐπισκοπικό θρόνο.2. Ἀνάληψη τοῦ ἐπισκοπικοῦ χαρίσματος
Στήν Πόλη ὁ ἅγιος Μητροφάνης λίγες ἡμέρες πρό τῆς κοιμήσεώς του καί ἐνῶ ὁ ἅγιος Ἀλέξανδρος ἔλειπε στήν περιοδεία πού ἀναφέραμε, συμβούλευσε τόν Μέγα Κωνσταντῖνο νά φροντίσει νά τόν διαδεχθεῖ στόν ἐπισκοπικό θρόνο ὁ ἅγιος Ἀλέξανδρος, «στόν ὁποῖον ἀναπαύεται τό Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ τό Ἅγιο· αὐτόν πού ὡς γνήσιο τέκνο ὑποτάσσεται μέ προθυμία στό θέλημα τοῦ πατέρα του καί δέν ἀρνήθηκε νά σηκώσει τό βαρος τῆς δίκης μου εὐθύνης καί τόσο χρόνο νά ἀγωνίζεται νά συγκρατήσει τή μανία τοῦ βλάσφημου καί θεομάχου Ἀρείου καί ὅλης τῆς συντροφιᾶς του· αὐτόν, πού ἀκόμη καί τώρα δέν παύει νά ἀγωνίζεται». Ἀναφέρεται μάλιστα ὅτι κατά τήν τελευταία του Θεία Λειτουργία ὁ ἅγιος Μητροφάνης, παρουσίᾳ τοῦ Μεγάλου Κωνσταντίνου, πολλῶν ἄλλων φιλοξενούμενων ἐπισκόπων (πού ἐπισκέπτονταν τήν Πόλη ἀπό τήν κοντινή Νίκαια, ὅπου εἶχαν συγκεντρωθεῖ γιά τή Σύνοδο), ὅλου τοῦ κλήρου καί τοῦ λαοῦ τῆς Πόλεως, μετά τήν ἀνάγνωση τοῦ Εὐαγγελίου ἀπηύθυνε λίγα λόγια πρός τούς ἐκκλησιαζόμενους ἀποχαιρετώντας τους σάν νά ἐπρόκειτο νά ἀναχωρήσει σέ ταξίδι καί τελείωσε μέ τά ἑξῆς λόγια: «Τεκνία μου, ἐγώ σύμφωνα μέ τή βούληση τοῦ Θεοῦ μεταβαίνω πρός τούς πατέρας μου, ἀλλά ἡ θεία χάρις, πού θεραπεύει τά ἀσθενῆ καί ἐπανορθώνει τά ἐλλειπῆ δέν σᾶς ἀφήνει ἀπρονοήτους, σᾶς προετοιμάζει μετά ἀπό ἐμένα ἐπίσκοπο τόν θεοφιλέστατο συμπρεσβύτερό μου Ἀλέξανδρο, ἀπόντα μέν τῷ σώματι, παρόντα δέ τῷ πνεύματι». Στό ἄκουσμα αὐτό ὁ κλῆρος καί ὁ λαός, οἱ ἅγιοι πατέρες πού παρίσταντο καί ὁ βασιλιάς μέ ἐνθουσιασμό ἀναφώνησαν πολλές φορές τό «Ἄξιος, ἄξιος». Στή συνέχεια ὁ γέρων ἐπίσκοπος ἀπόθεσε τό ὠμοφόριό του πάνω στήν ἅγια Τραπεζα, γιά νά τό παραλάβει ἀπό ἐκεῖ ὁ διάδοχός του, ὁ ὁποῖος, ὅπως προέβλεψε, «μετά τήν ἔξοδό μου σέ ἑπτά ἡμέρες θά εἶναι ἐδῶ». Στίς 4 Ἰουνίου τοῦ 325 ὁ ἅγιος Μητροφάνης κοιμήθηκε καί τόν ἐπισκοπικό θρόνο τῆς Πόλεως ἀνέλαβε ὁ ἅγιος Ἀλέξανδρος μετά ἀπό ἑπτά ἡμέρες, μόλις ἐπεστρεψε ἀπό τήν περιοδεία.
3. Ἡ ἁπλότητα τοῦ ἤθους του
Ὁ ἱστορικός Σωζόμενος περισώζει ἕνα περιστατικο σχετικό μέ τήν ἁπλότητα τῆς πίστεως τοῦ ἁγίου Ἀλεξάνδρου. Τήν ἐποχή τοῦ κτισίματος τῆς νέας πρωτεύουσας, τῆς Κωνσταντινουπόλεως, πολλοί εἰδωλολάτρες φιλόσοφοι μέ παραστάσεις τους πρός τόν Μέγα Κωνσταντῖνο προσπαθοῦσαν νά τόν ἐπηρεάσουν κατά τῆς νέας θρησκείας, ἡ ὁποία, ὅπως ἔλεγαν, ἦταν πολύ ἁπλοϊκή σέ σύγκριση μέ τήν εἰδωλολατρική θρησκεία καί τή φιλοσοφία πού εἶχε ἀναπτυχθεῖ ἀπό τούς Ἕλληνες. Διοργάνωναν λοιπόν συναντήσεις ἐνώπιον τοῦ βασιλέως μεταξύ Ἑλλήνων φιλοσόφων καί χριστιανῶν θεολόγων, κατά τίς ὁποῖες ἐξέθεταν τίς θέσεις τους καί ἀνέπτυσσαν τά ἐπιχειρήματά τους. Σέ μιά τέτοια συνάντηση εἶχε κληθεῖ καί ὁ ἅγιος Ἀλέξανδρος. Ὁ Ἅγιος φημιζόταν τόσο γιά τή διαλεκτική του δεινότητα, ὅσο καί γιά τό χριστιανικό του ἦθος, τόν ἄμεμπτο βίο του καί τή διαρκή φροντίδα τῆς Ἐκκλησίας. Δέν θεώρησε ὅμως σωστό νά ἀρνηθεῖ τήν πρόσκληση καί παρευρέθηκε στή συνάντηση πιστεύοντας ὅτι θά προσέφερε ὅ,τι καλύτερο εἶχε. Ὅταν λοιπόν σηκώθηκε κάποιος φιλοσοφος νά μιλήσει, πρῶτος ὁ ἅγιος Ἀλέξανδρος τοῦ εἶπε: «Ἐν ὀνόματι Ἰησοῦ Χριστοῦ ἐπιτάττω σοι μή λαλεῖν» καί πράγματι τό στόμα τοῦ φιλοσόφου σφραγίστηκε καί δέν μπόρεσε νά μιλήσει, γεγονός πού ἐξέπληξε τούς παρισταμένους. Σημειώνει μάλιστα ὁ ἱστορικός ὅτι εἶναι πολύ πιό θαυμαστό νά κλείνεις τό στόμα ἑνός ἀνθρώπου παρά νά κάνεις μέ τά διάφορα ὑλικά ἀντικείμενα τίς μαγγανεῖες καί τίς ταχυδακτυλουργίες πού ἐπεδείκνυαν κάποιοι ἀπό τούς εἰδωλολάτρες. Σέ μιά ἄλλη τέτοια συναντήση ἕνας γέροντας ὁμολογητής τῆς χριστιανικῆς πίστεως, δηλαδή χριστιανός πού φυλακίστηκε καί βασανίστηκε γιά τήν πίστη του χωρίς ὅμως τό μαρτύριό του νά καταλήξει στό θάνατο, κατέπληξε τούς πάντες καί προσείλκυσε στή χριστιανική πίστη ἕνα δεινό φιλόσοφο μέ τήν ἁπλότητα τοῦ ἤθους του καί τήν παρρησία τῆς ὁμολογίας του.
4. Ἱεραποστολική δράση
Κατά τήν περίοδο τῆς ἀρχιερατείας τοῦ ἁγίου Ἀλεξάνδρου καί μέ τή βοήθεια τοῦ Μεγάλου Κωνσταντίνου ἡ Ἐκκλησία τῆς Πόλεως ἀνέλαβε ἱεραποστολική δράση πρός τούς Ἴβηρες (σημερινοί Γεωργιανοί), οἱ ὁποῖοι δέν εἶχαν ἐξ ὁλοκλήρου ἐκχριστιανισθεῖ. Ὁ χριστιανισμός στήν Ἰβηρία εἶχε κηρυχθεῖ ἀπό τόν ἅγιο Ἀπόστολο Ἀνδρέα, ἀλλά μέχρι τήν ἐποχή αὐτή εἶχε περιορισθεῖ στά παράλια τοῦ Εὔξεινου Πόντου, ἐνῶ ἡ ὀρεινή ἐνδοχώρα ἦταν εἰδωλολατρική. Μετά ἀπό πρόσκληση τῶν Ἰβήρων στάλθηκαν ἀπό τόν ἅγιο Ἀλέξανδρο δύο ἐπίσκοποι, ὁ Ἰωάννης (326-332) καί ὁ Ἰάκωβος (332-360), οἱ ὁποῖοι βάπτισαν τούς Ἴβηρες καί ὠργάνωσαν τήν Ἐκκλησία τῆς Ἰβηρίας. Μέχρι τό 750 περίπου οἱ Ἴβηρες ἀποτελοῦσαν ἐκκλησία ἐξαρτωμένη ἀπό τό πατριαρχεῖο Κωνσταντινουπόλεως.
5. Ἡ ἀρειανική αἵρεση καί ἡ ἀντιπαράθεσή του μέ τόν Ἄρειο
Ἡ ἀρειανική αἵρεση, παρά τήν ἀπόφαση τῆς Α΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου καί παρ' ὅλες τίς προσπάθειες γιά τή διάδοση τῆς ἀποφάσεως αὐτῆς, δέν εἶχε ἐξαλειφθεῖ καί ἔμελε νά ταλαιπωρήσει τήν Ἐκκλησία γιά πολύ καιρό ἀκόμη. Ἡ ὁμάδα τῶν ἐπισκοπῶν, πού ὑπεστήριξαν τόν Ἄρειο στή Σύνοδο, παρ' ὅλο πού προσυπέγραψαν τίς ἀποφάσεις της, δέν ἡσύχασαν πότε. Ἡ ὁμάδα αὐτή εἶχε ἐν τῷ μεταξύ διευρυνθεῖ, ἡγέτης της ἦταν ὁ φιλόδοξος Εὐσέβιος Νικομηδείας, ὁ ὁποῖος εἶχε μεγάλη ἐπιρροή στόν αὐτοκράτορα. Ἀκόμη πολλοί κρατικοί λειτουργοί καθώς καί πρόσωπα ἀπό τό οἰκογενειακό περιβάλλον τοῦ αὐτοκράτορα εἶχαν προσχωρήσει στήν αἵρεση, μεταξύ τῶν ὁποίων καί ἡ Βασιλίνα, μητέρα τοῦ τελευταίου εἰδωλολάτρη αὐτοκράτορα Ἰουλιανοῦ τοῦ Παραβάτου.
Κατά τό τριακοστό ἔτος τῆς βασιλείας τοῦ Μεγάλου Κωνσταντίνου (τό 335) καί κατόπιν πιέσεων ἀπό τόν κύκλο αὐτῶν πού ὑπεστήριζαν τόν αἱρεσιάρχη, κλήθηκε ὁ Ἄρειος ἀπό τόν αὐτοκράτορα στήν Κωνσταντινούπολη, γιά νά ἐρωτηθεῖ καί νά ὁμολογήσει «εἰ τήν πίστιν τῆς καθολικῆς ἐκκλησίας ἔχοι», ἄν ἔχει τήν πίστη, δηλαδή ὅλης τῆς Ἐκκλησίας, τήν ὀρθή πίστη. Ὁ ἐρχομός τοῦ αἱρεσιάρχη στήν πρωτεύουσα ἀναζωπύρωσε τή διαμάχη τῶν δύο μερίδων τοῦ λαοῦ, τῶν ὀρθοδόξων καί τῶν αἱρετικῶν, καί πάλι ἐπαναλήφθηκαν ταραχές στήν Πόλη. Ὁ Ἄρειος, χωρίς πότε νά ἔχει μετανοήσει ἤ νά ἔχει ἀλλάξει κάτι στίς αἱρετικές του δοξασίες, βασιζόμενος μόνον στή μεγάλη δύναμη πού εἶχαν οἱ ὑποστηρικτές του, ὡμολογησε μπροστά στόν βασιλιά ὅτι πιστεύει τήν κοινή πίστη τῆς Ἐκκλησίας, ἔδωσε μάλιστα γραπτή ὁμολογία τῆς πίστεώς του. Ἡ ὁμολογία αὐτή ἦταν διατυπωμένη μέ τέτοιο τρόπο, ὥστε, παίζοντας μέ τίς λέξεις, χρησιμοποιώντας χωρία τῆς Ἁγίας Γραφῆς καί παραλείποντας ὅ,τι δέν τόν ἐξυπηρετοῦσε, τίς ἐνδεικτικές φράσεις δηλαδή τῆς ὀρθοδόξου πίστεως, ὅπως τήν εἶχε διατυπώσει ἡ Α΄ Οἰκουμενική Σύνοδος, καί αὐτές τῆς αἱρετικῆς του διδασκαλίας, νά κρύβεται ἡ κακοδοξία του, γιά τήν ὁποία εἶχε καταδικασθεῖ ἀπό τή Σύνοδο. Ἔτσι παρουσίασε ὅτι ἡ πίστη τοῦ ἦταν ἴδια μέ τήν πίστη τῆς Ἐκκλησίας «ὑποκρινόμενος καί αὐτός, ὡς ὁ διάβολος τά τῶν Γραφῶν ρήματα», ὅπως σχολιάζει ὁ ἅγιος Ἀθανάσιος. Ὁ Μέγας Κωνσταντῖνος δέχθηκε τήν ὁμολογία του καί τόν ἔστειλε στόν πατριάρχη Ἀλέξανδρο λέγοντας του ὅμως: «Εἰ ὀρθή σου ἡ πίστις ἐστί, καλῶς ὤμοσας, εἰ δέ ἀσεβής ἐστιν ἡ πίστις σου καί ὤμοσας, ὁ Θεός ἐκ τοῦ οὐρανοῦ κρῖναι τά κατά σέ», θέλοντας ἔτσι νά ἐκδηλώσει τήν ἐπιφυλακτικότητά του γιά τήν εἰλικρίνεια τοῦ Ἀρείου καί νά τόν καταστήσει ὑπεύθυνο τῶν πράξεών του. Μέ τό δόλιο αὐτό τρόπο καί διά τῶν συνηθισμένων σ' αὐτούς πιέσεων οἱ φιλικά προσκείμενοι στόν Ἄρειο ἐπίσκοποι καί κοσμικοί ἄρχοντες θέλησαν νά εἰσαγάγουν τόν Ἄρειο στήν ἐκκλησιαστική κοινωνία. Ἡ δολιότητα καί ὁ ἐκβιασμός ἔγκειται στό γεγονός ὅτι ἐφ' ὅσον ὁ Ἄρειος εἶχε κριθεῖ ἀπό Οἰκουμενική Σύνοδο καί εἶχε ἀποκοπεῖ ἀπό τήν κοινωνία τῆς μιᾶς καθολικῆς Ἐκκλησίας θά ἔπρεπε πάλι ἀπό Οἰκουμενική Σύνοδο νά κριθεῖ, ὥστε νά ἐλεγχθεῖ λεπτομερῶς ἡ πίστη του καί ἡ μετάνοιά του δέν ἦταν δυνατόν μία βασιλική ἀπόφαση ἡ μία ἁπλή ὁμολογία πίστεως τοῦ αἱρεσιάρχη ν' ἀνατρέψει ἀπόφαση τῆς Οἰκουμενικῆς Συνοδοῦ. Ὁ ἅγιος Ἀλέξανδρος στίς μεθοδεύσεις αὐτές μέ παρρησία ἀντέτασσε ὅτι δέν εἶναι σωστό ἔτσι ἁπλά νά δεχθοῦμε σέ κοινωνία «τόν τῆς αἱρέσεως εὑρετήν». Ὁ Εὐσέβιος Νικομηδείας ὡς ἀπάντηση στήν ἄρνηση τοῦ πατριάρχη μεταξύ ἄλλων τόν ἀπειλοῦσε ὅτι θά προκαλοῦσε τήν καθαιρεσή του καί τήν ἐξορία του, ἄν δέν δεχόταν τόν Ἄρειο σέ κοινωνία, ὅποτε οὕτως ἤ ἄλλως ὁ διάδοχός του θά δεχόταν τόν Ἀρειο. Τόν ἅγιο Ἀλέξανδρο βέβαια δέν τόν ἀπασχολοῦσε τόσο ἡ ἀπειλή τῆς καθαιρέσεως, ὅσο ἡ ἀνάγκη νά τηρηθεῖ ἀπαρασάλευτη ἡ πίστη πού διακήρυξε ἡ Οἰκουμενική Σύνοδος τῆς Νικαίας. Βλέποντας λοιπόν ὅτι στή φάση αὐτή τοῦ ἀγώνα ἡ θεολογικη συζήτηση καί ἡ ἀπροκάλυπτη ἔρευνα τῆς ἀλήθειας δέν εἶχαν καμία δύναμη, ἄφησε κατά μέρος τήν προσπάθεια νά πείσει τούς αἱρετικούς γιά τό λάθος τους καί κατέφυγε στόν παντεπόπτη Θεό. Μέ νηστεῖες καί προσευχές, νύκτα καί ἡμέρα παρακαλοῦσε τόν Θεό. Σύχναζε μάλιστα στήν ἐκκλησία τήν ἀφιερωμένη στήν Ἁγία Εἰρήνη τοῦ Θεοῦ, ἡ ὁποία εὑρίσκεται πολύ κοντά στή Μεγάλη Ἐκκλησία τῆς Ἁγίας Σοφίας (πού τότε χτιζόταν), ὅπου μόνος «ὑπό τήν ἱεράν τράπεζαν ἑαυτόν ἐπί στόμα ἐκτείνας ηὔχετο δακρύων»: ἄν μέν οἱ πεποιθήσεις καί τά σχεδία τοῦ Ἀρείου εὐοδωθοῦν, νά μήν εὑρεθεῖ στήν ἀνάγκη νά τόν συναντήσει κατά πρόσωπον, ἄν ὅμως ἡ πίστη τῆς ἐκκλησίας εἶναι ὀρθή, τότε ὁ Θεός ἄς ἀποδώσει τό δίκαιο καί ἄς μήν ἐπιτρέψει ἡ αἵρεση νά νομισθεῖ ὡς εὐσέβεια. Στήν ἀγωνία του ὁ ἅγιος εἶχε συμπαραστάτη τόν πρεσβύτερο Μακάριο, γνωστό τοῦ Μεγάλου Ἀθανασίου, ὁ ὁποῖος καί τόν ἐνημέρωσε γιά τά συμβάντα στήν Κωνσταντινούπολη.
Κατά τό τριακοστό ἔτος τῆς βασιλείας τοῦ Μεγάλου Κωνσταντίνου (τό 335) καί κατόπιν πιέσεων ἀπό τόν κύκλο αὐτῶν πού ὑπεστήριζαν τόν αἱρεσιάρχη, κλήθηκε ὁ Ἄρειος ἀπό τόν αὐτοκράτορα στήν Κωνσταντινούπολη, γιά νά ἐρωτηθεῖ καί νά ὁμολογήσει «εἰ τήν πίστιν τῆς καθολικῆς ἐκκλησίας ἔχοι», ἄν ἔχει τήν πίστη, δηλαδή ὅλης τῆς Ἐκκλησίας, τήν ὀρθή πίστη. Ὁ ἐρχομός τοῦ αἱρεσιάρχη στήν πρωτεύουσα ἀναζωπύρωσε τή διαμάχη τῶν δύο μερίδων τοῦ λαοῦ, τῶν ὀρθοδόξων καί τῶν αἱρετικῶν, καί πάλι ἐπαναλήφθηκαν ταραχές στήν Πόλη. Ὁ Ἄρειος, χωρίς πότε νά ἔχει μετανοήσει ἤ νά ἔχει ἀλλάξει κάτι στίς αἱρετικές του δοξασίες, βασιζόμενος μόνον στή μεγάλη δύναμη πού εἶχαν οἱ ὑποστηρικτές του, ὡμολογησε μπροστά στόν βασιλιά ὅτι πιστεύει τήν κοινή πίστη τῆς Ἐκκλησίας, ἔδωσε μάλιστα γραπτή ὁμολογία τῆς πίστεώς του. Ἡ ὁμολογία αὐτή ἦταν διατυπωμένη μέ τέτοιο τρόπο, ὥστε, παίζοντας μέ τίς λέξεις, χρησιμοποιώντας χωρία τῆς Ἁγίας Γραφῆς καί παραλείποντας ὅ,τι δέν τόν ἐξυπηρετοῦσε, τίς ἐνδεικτικές φράσεις δηλαδή τῆς ὀρθοδόξου πίστεως, ὅπως τήν εἶχε διατυπώσει ἡ Α΄ Οἰκουμενική Σύνοδος, καί αὐτές τῆς αἱρετικῆς του διδασκαλίας, νά κρύβεται ἡ κακοδοξία του, γιά τήν ὁποία εἶχε καταδικασθεῖ ἀπό τή Σύνοδο. Ἔτσι παρουσίασε ὅτι ἡ πίστη τοῦ ἦταν ἴδια μέ τήν πίστη τῆς Ἐκκλησίας «ὑποκρινόμενος καί αὐτός, ὡς ὁ διάβολος τά τῶν Γραφῶν ρήματα», ὅπως σχολιάζει ὁ ἅγιος Ἀθανάσιος. Ὁ Μέγας Κωνσταντῖνος δέχθηκε τήν ὁμολογία του καί τόν ἔστειλε στόν πατριάρχη Ἀλέξανδρο λέγοντας του ὅμως: «Εἰ ὀρθή σου ἡ πίστις ἐστί, καλῶς ὤμοσας, εἰ δέ ἀσεβής ἐστιν ἡ πίστις σου καί ὤμοσας, ὁ Θεός ἐκ τοῦ οὐρανοῦ κρῖναι τά κατά σέ», θέλοντας ἔτσι νά ἐκδηλώσει τήν ἐπιφυλακτικότητά του γιά τήν εἰλικρίνεια τοῦ Ἀρείου καί νά τόν καταστήσει ὑπεύθυνο τῶν πράξεών του. Μέ τό δόλιο αὐτό τρόπο καί διά τῶν συνηθισμένων σ' αὐτούς πιέσεων οἱ φιλικά προσκείμενοι στόν Ἄρειο ἐπίσκοποι καί κοσμικοί ἄρχοντες θέλησαν νά εἰσαγάγουν τόν Ἄρειο στήν ἐκκλησιαστική κοινωνία. Ἡ δολιότητα καί ὁ ἐκβιασμός ἔγκειται στό γεγονός ὅτι ἐφ' ὅσον ὁ Ἄρειος εἶχε κριθεῖ ἀπό Οἰκουμενική Σύνοδο καί εἶχε ἀποκοπεῖ ἀπό τήν κοινωνία τῆς μιᾶς καθολικῆς Ἐκκλησίας θά ἔπρεπε πάλι ἀπό Οἰκουμενική Σύνοδο νά κριθεῖ, ὥστε νά ἐλεγχθεῖ λεπτομερῶς ἡ πίστη του καί ἡ μετάνοιά του δέν ἦταν δυνατόν μία βασιλική ἀπόφαση ἡ μία ἁπλή ὁμολογία πίστεως τοῦ αἱρεσιάρχη ν' ἀνατρέψει ἀπόφαση τῆς Οἰκουμενικῆς Συνοδοῦ. Ὁ ἅγιος Ἀλέξανδρος στίς μεθοδεύσεις αὐτές μέ παρρησία ἀντέτασσε ὅτι δέν εἶναι σωστό ἔτσι ἁπλά νά δεχθοῦμε σέ κοινωνία «τόν τῆς αἱρέσεως εὑρετήν». Ὁ Εὐσέβιος Νικομηδείας ὡς ἀπάντηση στήν ἄρνηση τοῦ πατριάρχη μεταξύ ἄλλων τόν ἀπειλοῦσε ὅτι θά προκαλοῦσε τήν καθαιρεσή του καί τήν ἐξορία του, ἄν δέν δεχόταν τόν Ἄρειο σέ κοινωνία, ὅποτε οὕτως ἤ ἄλλως ὁ διάδοχός του θά δεχόταν τόν Ἀρειο. Τόν ἅγιο Ἀλέξανδρο βέβαια δέν τόν ἀπασχολοῦσε τόσο ἡ ἀπειλή τῆς καθαιρέσεως, ὅσο ἡ ἀνάγκη νά τηρηθεῖ ἀπαρασάλευτη ἡ πίστη πού διακήρυξε ἡ Οἰκουμενική Σύνοδος τῆς Νικαίας. Βλέποντας λοιπόν ὅτι στή φάση αὐτή τοῦ ἀγώνα ἡ θεολογικη συζήτηση καί ἡ ἀπροκάλυπτη ἔρευνα τῆς ἀλήθειας δέν εἶχαν καμία δύναμη, ἄφησε κατά μέρος τήν προσπάθεια νά πείσει τούς αἱρετικούς γιά τό λάθος τους καί κατέφυγε στόν παντεπόπτη Θεό. Μέ νηστεῖες καί προσευχές, νύκτα καί ἡμέρα παρακαλοῦσε τόν Θεό. Σύχναζε μάλιστα στήν ἐκκλησία τήν ἀφιερωμένη στήν Ἁγία Εἰρήνη τοῦ Θεοῦ, ἡ ὁποία εὑρίσκεται πολύ κοντά στή Μεγάλη Ἐκκλησία τῆς Ἁγίας Σοφίας (πού τότε χτιζόταν), ὅπου μόνος «ὑπό τήν ἱεράν τράπεζαν ἑαυτόν ἐπί στόμα ἐκτείνας ηὔχετο δακρύων»: ἄν μέν οἱ πεποιθήσεις καί τά σχεδία τοῦ Ἀρείου εὐοδωθοῦν, νά μήν εὑρεθεῖ στήν ἀνάγκη νά τόν συναντήσει κατά πρόσωπον, ἄν ὅμως ἡ πίστη τῆς ἐκκλησίας εἶναι ὀρθή, τότε ὁ Θεός ἄς ἀποδώσει τό δίκαιο καί ἄς μήν ἐπιτρέψει ἡ αἵρεση νά νομισθεῖ ὡς εὐσέβεια. Στήν ἀγωνία του ὁ ἅγιος εἶχε συμπαραστάτη τόν πρεσβύτερο Μακάριο, γνωστό τοῦ Μεγάλου Ἀθανασίου, ὁ ὁποῖος καί τόν ἐνημέρωσε γιά τά συμβάντα στήν Κωνσταντινούπολη.
6. Ὁ θάνατος τοῦ Ἀρείου
Ἡ ἀπάντηση τοῦ Θεοῦ ἦρθε πράγματι ἄμεση. Τήν παραμονή τῆς ἡμέρας, κατά τήν ὁποία ὁ Ἄρειος ἐπρόκειτο νά γίνει δεκτός στήν ἐκκλησιαστικη κοινωνία καί ἐνῶ περιεφέρετο στήν ἀγορά τῆς Κωνσταντινουπόλεως συνοδευόμενος, ὡς συνήθως, ἀπό πλῆθος ὀπαδῶν του, πέρασε ἀπό τά δημόσια ἀποχωρητήρια γιά κάποια σωματική ἀνάγκη. Ἐκεῖ μέσα βρῆκε οἰκτρό θάνατο «τοῖς σκυβάλοις μέν τά ἔντερα, τοῖς ἐντέροις δέ τήν ψυχήν ὁ δείλαιος συναποβάλλει». Τό γεγονός αὐτό, ὅπως εἶναι φυσικό, προεκάλεσε ἰδιαίτερη αἴσθηση σέ ὅλους. Τό μέρος αὐτό γιά πολλά χρόνια δείχνονταν ἀπό τούς κατοίκους τῆς Κωνσταντινουπόλεως καί ἀποφεύγονταν ἡ χρήση του, μέχρις ὅτου κάποιος ἀρειανόφρων ἀγόρασε τό χῶρο, γκρέμισε τά δημόσια ἀποχωρητήρια καί ἔκτισε μιά οἰκία ὥστε νά ξεχαστεῖ τό γεγονός. Ὁ ἅγιος Ἀθανάσιος σχολιάζοντας τόν ἀπροσδόκητο θάνατο τοῦ Ἀρείου μᾶς θυμίζει ὅτι ὁ θάνατος εἶναι τό κοινό τέλος ὅλων μας καί δέν εἶναι συνετό νά εὐχόμαστε τό θάνατο κανενός, ἀκόμη κι ἄν εἶναι ἐχθρός, ἀφοῦ δέν γνωρίζουμε πότε, ἄν θά μᾶς βρεῖ τό βράδυ ζωντανούς ὁ θάνατος ὅπως τοῦ Ἀρείου ἔγινε κάτω ἀπό τέτοιες συνθῆκες πού προκαλεῖ τήν ἔκπληξη καί τόν θαυμασμό μας. Ὁ Μέγας Κωνσταντῖνος, ὅταν ἔμαθε γιά τό θάνατο τοῦ Ἀρείου, ἔμεινε ἐκπληκτος καί αὐτός γιά τό πῶς ἐλέγχθηκε ὁ αἱρεσιαρχής ὡς ἐπίορκος καί, ὅπως ἦταν ἑπόμενο, μετά τό γεγονός αὐτό ἐξασθένησε κατά πολύ ἡ ἐπιρροή τῶν ἀρειανῶν ἐπισκοπῶν καί κοσμικῶν ἀρχόντων στόν αὐτοκράτορα. Τήν ἑπομένη ὁ ἅγιος Ἀλέξανδρος καί ὁ ὀρθόδοξος λαός τῆς Κωνσταντινουπόλεως συνάχθηκαν στήν Ἁγία Εἰρήνη καί εὐχαρίστησαν τόν Θεό, ὄχι διότι χάρηκαν γιά τό θάνατο τοῦ αἱρεσιάρχη, ἀλλά διότι ὁ Θεός δέν ἐγκαταλείπει τό λαό του καί ἀποδίδει τό δίκαιο, παρά τά ἄδικα σχέδια καί τίς ἄδικες κρίσεις τῶν ἀνθρώπων. Στήν Κωνσταντινούπολη ἐπανῆλθε ἡ εἰρήνη. Οἱ αἱρετικοί ντροπιάστηαν καί περιορίστηκαν. Ἡ Ἐκκλησία τῆς Κωνσταντινουπόλεως, ὅσο ζοῦσε ὁ ἅγιος Ἀλέξανδρος, ἀπολάμβανε τήν εἰρήνη πού οἱ εὐχές καί οἱ ἀρετές τοῦ ἁγίου τῆς χαριζαν.
7. Ἡ μαρτυρία τοῦ ἁγίου Γρηγορίου Θεολόγου
Τή θαυματουργική ἐπέμβαση τοῦ Θεοῦ, μετά τίς προσευχές τοῦ ἁγίου Ἀλεξάνδρου, θυμᾶται πενήντα χρόνια ἀργότερα καί ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Θεολόγος, τό 381, ὅταν ἦταν καί αὐτός πατριάρχης τῆς Κωνσταντινουπόλεως σέ ἐποχή ταραγμένη πάλι ἀπό τήν αἵρεση τῶν πνευματομάχων καί προετοίμαζε τήν Ἐκκλησία γιά τή Β΄ Οἰκουμενική Σύνοδο. Ἀπευθύνεται στό λαό τῆς Κωνσταντινουπόλεως καί τούς λέγει ὅτι «ἔχουν παράδοση ὀρθοδοξίας ἀκολουθώντας ὡς μαθητές τόν πρῶτο ἐπίσκοπο τῆς Νέας Πόλεώς τους, τόν Ἀλέξανδρο (τόν πολύ τόν ξακουστό), μεγάλο ὑπέρμαχο καί κήρυκα τῆς ἁγίας Τριάδος, ὁ ὁποῖος μέ λόγους καί μέ ἔργα ἐξαφάνισε τήν ἀσέβεια ἀπό τήν Ἐκκλησία» καί τούς θυμίζει τή δύναμη τῆς προσευχῆς του, πού κατά τά ἀποστολικά πρότυπα «κατέλυσε τόν ἀρχηγό τῆς ἀσέβειας σέ χῶρο ἀντάξιο τοῦ βορβόρου πού ἔρρεε ἀπό τό στόμα του καί ἔτσι ἡ ὕβρις ἀντιστάθηκε στήν ὕβρι καί ὁ δίκαιος θάνατος (τοῦ Ἀρείου) στηλίτευσε τόν ἄδικο θάνατο πολλῶν ψυχῶν», πού παρασύρονταν ἀπό τίς αἱρετικές διδασκαλίες του.
8. Ἡ κοίμηση τοῦ Ἁγίου
Ὁ ἅγιος Ἀλέξανδρος ἀπεβίωσε ἐν εἰρήνῃ τό 337 (ἕνα ἔτος μετά τόν Μέγα Κωνσταντῖνο) σέ ἡλικία 98 ἐτῶν, ἐνῶ εἶχε συμπληρώσει εἰκοσιτρία χρόνια στή διοίκηση τῆς Ἐκκλησίας τῆς Κωνσταντινουπόλεως. Πρίν ἀπό τήν κοίμησή του εἶχε ὑποδείξει ὡς καταλληλότερους νά τόν διαδεχθοῦν δύο ἀπό τούς συνεργάτες του, τόν Παῦλο, πρεσβύτερο τώρα, νέο μέν στήν ἡλικία ἀλλά σοφό καί ἐνάρετο στό βίο, καί τόν Μακεδόνιο, διάκονο, προβεβηκότα στήν ἡλικία. Δυστυχῶς ἡ ἐκλογή τοῦ διαδόχου του προεκάλεσε νέες ταραχές στό πλήρωμα τῆς Ἐκκλησίας τῆς Κωνσταντινουπόλεως, διότι οἱ ὀρθόδοξοι μέν προτιμοῦσαν τόν Παῦλο, οἱ ἀρειανοί δέ τόν Μακεδόνιο.
Ἡ εἰρήνη στό χῶρο τῆς Ἐκκλησίας ἐξαρτᾶται καί ἀπό τήν ἁπλότητα τῆς πίστεως καί ἀπό τήν εἰρήνη στίς καρδιές τῶν ποιμένων τῆς Ἐκκλησίας. Ὁ ἅγιος Ἀλέξανδρος αὐτό προσέφερε στήν Ἐκκλησία καί γι' αὐτό τιμᾶται.
[Ἀσματική Ἀκολουθία καί βίος τοῦ Ἁγίου Ἀλεξάνδρου Ἀρχιεπισκόπου Κωνσταντινουπόλεως, 4η ἔκδ. (Παλαιό Φάληρο: Ἱερός Ναός Ἁγίου Ἀλεξάνδρου, 2010), 69-78. Στό ἀνωτέρω κείμενο τῆς ἐκδόσεως, συγγραφή τοῦ Πρωτοπρ. π. Θεοδώρου Κουμαριανοῦ, προσετέθησαν τιτλάκια καί παραλείφθησαν οἱ ὑποσημειώσεις].
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου