Προσοχή εφίσταται στα στελέχη των ενόπλων δυνάμεων που υπηρέτησαν το έτος 2010 καθ’ οποιονδήποτε τρόπο στο εξωτερικό (ειρηνευτικές αποστολές, ειδικές αποστολές, τοποθετήσεις σε πρεσβείες, μόνιμες αντιπροσωπείες, συμμαχικά στρατηγεία, παρατηρητές κλπ), σχετικά με την καταβολή της έκτακτης εισφοράς, λόγω παρανόμου υπολογισμού των αποζημιώσεων εξωτερικού (όπως και εάν ονομάζονται αυτές).
Όλα ανεξαιρέτως τα στελέχη πρέπει να καταθέσουν πριν την καταβολή της εισφοράς, αίτηση – δήλωση διαγραφής εισφοράς και ανάκλησης, τροποποιήσεις με ρητή επιφύλαξη γενικής εναντίωσης κατά του εκκαθαριστικού και εν γένει της καταβολής της έκτακτης εισφοράς.(ΥΠΟΔΕΙΓΜΑΤΑ ΣΤΟ ΤΕΛΟΣ ΤΟΥ ΠΑΡΟΝΤΟΣ).
Ειδικότερα:
Σύμφωνα με το άρθρο 29 του Ν.3986/2011 «Επείγοντα Μέτρα Εφαρμογής Μεσοπρόθεσμου Πλαισίου Δημοσιονομικής Στρατηγικής 2012-2015» (ΦΕΚ Α’ 152), καθιερώθηκε ειδική εισφορά αλληλεγγύης στα εισοδήματα άνω των δώδεκα χιλιάδων (€12.000) ευρώ των φυσικών προσώπων, που προέκυψαν κατά τις διαχειριστικές χρήσεις 2010 έως και 2014 και δηλώνονται με τις δηλώσεις των αντίστοιχων οικονομικών ετών 2011 – 2015.
Για την επιβολή της εισφοράς, λαμβάνεται υπόψη το ετήσιο συνολικό καθαρό ατομικό εισόδημα, πραγματικό ή τεκμαρτό, φορολογούμενο ή απαλλασσόμενο του φυσικού προσώπου ή σχολάζουσας κληρονομιάς. Το τεκμαρτό εισόδημα λαμβάνεται υπόψη πριν από τις μειώσεις του άρθρου 19 του Κ.Φ.Ε.. Η εύρεση του εισοδήματος επί του οποίου θα εφαρμοστεί η ειδική εισφορά προκύπτει μετά από τη σύγκριση των τεκμηρίων (του άρθρου 16) και του εισοδήματος (δηλωθέν όλων των πηγών και αφορολόγητα), λαμβάνοντας το μεγαλύτερο από αυτά.
Το ετήσιο τεκμαρτό εισόδημα λαμβάνεται υπόψη πριν από τις μειώσεις του άρθρου 19 του ίδιου Κώδικα. Για την εφαρμογή των διατάξεων της παραγράφου αυτής και κατά τον υπολογισμό του ετήσιου τεκμαρτού εισοδήματος δεν υπολογίζονται οι δαπάνες απόκτησης περιουσιακών στοιχείων. Αντίθετα λαμβάνεται υπόψη η συνολική ετήσια δαπάνη των αντικειμενικών δαπανών και υπηρεσιών.
Στην περίπτωση υποβολής κοινής δήλωσης, εφόσον η ετήσια αντικειμενική δαπάνη του ενός συζύγου είναι μεγαλύτερη από το εισόδημα που δηλώθηκε από αυτόν, τότε η διαφορά αυτή μπορεί να καλυφθεί από τα πραγματικά εισοδήματα του άλλου συζύγου.
Η ειδική εισφορά αλληλεγγύης, η έκτακτη εισφορά αντικειμενικών δαπανών και το τέλος επιτηδεύματος υπολογίζονται σε ένα ενιαίο εκκαθαριστικό και καταβάλλονται σε έξι (6) ίσες μηνιαίες δόσεις από τις οποίες η πρώτη μέχρι την τελευταία εργάσιμη για τις δημόσιες υπηρεσίες ημέρα του επόμενου μήνα από τη βεβαίωση της εισφοράς και η καθεμία από τις επόμενες μέχρι την τελευταία εργάσιμη, αντίστοιχα. Η κάθε δόση δεν μπορεί να είναι κατώτερη των τριακοσίων (300) ευρώ, εκτός της τελευταίας. Σε περίπτωση εφάπαξ καταβολής του οφειλόμενου ποσού, παρέχεται έκπτωση πέντε τοις εκατό (5%). Συνεπώς, αν η εισφορά βεβαιωθεί μέσα στο μήνα Αύγουστο, θα καταβληθεί η πρώτη δόση μέχρι 30 Σεπτεμβρίου 2011, η δεύτερη μέχρι 31 Οκτωβρίου, η τρίτη μέχρι 30 Νοεμβρίου, η επόμενη 31 Δεκεμβρίου κλπ. Δεν βεβαιώνεται το συνολικό ποσό του εκκαθαριστικού σημειώματος που τελικά οφείλεται, εφόσον τούτο δεν υπερβαίνει τα είκοσι επτά (27) ευρώ αθροιστικά λαμβανόμενο για τον φορολογούμενο και τη σύζυγο του.
Η ΓΓΠΣ εκδίδει ενιαίο εκκαθαριστικό σημείωμα, επί του οποίου εμφανίζονται χωριστά, μετά από υπολογισμό, τα ποσά της κάθε εισφοράς και του τέλους επιτηδεύματος, αντίγραφο του οποίου αποστέλλεται και στον υπόχρεο και παράλληλα ενημερώνει ηλεκτρονικά τις αρμόδιες Δ.Ο.Υ. για την εκκαθάριση και τους χρηματικούς καταλόγους. Ο υπόχρεος μπορεί να δει από τον ιστότοπο της ΓΓΠΣ (www.gsis.gr) το εκκαθαριστικό του.
Στις περιπτώσεις που η ΓΓΠΣ δεν διαθέτει στοιχεία για την ορθή εκκαθάριση, τότε οι υπόχρεοι φορολογούμενοι, εφόσον διαπιστώσουν λάθος, κατά τη παραλαβή του εκκαθαριστικού σημειώματος, υποβάλλουν στην αρμόδια Δ.Ο.Υ., κατά περίπτωση, είτε αίτηση για διαγραφή μέρους ή ολόκληρου του βεβαιωθέντος ποσού, είτε τροποποιητική δήλωση.
Η Δ.Ο.Υ. θα προβεί σε διαγραφή ή σε νέα εκκαθάριση, σύμφωνα με τις οδηγίες που θα δοθούν από τη ΓΓΠΣ. Το νέο ποσό που θα προκύπτει, καταβάλλεται μόνο στη Δ.Ο.Υ.
Στην περίπτωση των στελεχών των ενόπλων δυνάμεων όπως πληροφορηθήκαμε από σωρεία στελεχών, η ΓΓΠΣ υπολόγισε στα εισοδήματος επί των οποίων θα εφαρμοστεί η ειδική εισφορά και τις αποζημιώσεις του εξωτερικού, που όμως σύμφωνα με το Νόμο δεν αποτελούν εισόδημα αλλά έξοδα και δεν έπρεπε να ληφθούν υπόψιν.
Συγκεκριμένα, όπως έχει κριθεί με σωρεία αποφάσεων των διοικητικών δικαστηρίων, κατά την έννοια των σχετικών διατάξεων του Συντάγματος και του Κώδικα Φορολογίας Εισοδήματος, ως εισόδημα που υπόκειται σε φόρο θεωρείται το καθαρό εισόδημα, δηλαδή αυτό που απομένει μετά την αφαίρεση από το ακαθάριστο εισόδημα των δαπανών απόκτησής του, οι δε δαπάνες που μνημονεύονται στην παρ. 1 του άρθρου 78 του Συντάγματος λαμβάνονται υπόψη, όσον αφορά τη φορολογία εισοδήματος, για τον προσδιορισμό του φορολογητέου εισοδήματος ορισμένων κατηγοριών φορολογουμένων με βάση ενδείξεις (όπως είναι οι δαπάνες).
Παρέπεται ότι, όταν πρόκειται για εισόδημα από μισθωτές υπηρεσίες, κάθε παροχή που καταβάλλεται στο μισθωτό, με οποιαδήποτε ονομασία (επιχορήγηση, αποζημίωση, επίδομα κ.λπ.) που, κατά το νόμο ή από τη φύση της προορίζεται να καλύψει δαπάνες στις οποίες αυτός υποβάλλεται για την εκτέλεση της υπηρεσίας που του έχει ανατεθεί ή την ταχύτερη και αποτελεσματικότερη διεξαγωγή της, δεν αποτελεί προσαύξηση μισθού και δεν υποβάλλεται σε φόρο εισοδήματος έστω και αν από την παροχή αυτή ωφελείται έμμεσα ο μισθωτός (ΣτΕ 3150/1999, 125/ 1995, 746/1993, 3396/1991, 374/1983, 4289/1980 Ολομ. κ.ά.).
Ωσαύτως, η απαρίθμηση των περιπτώσεων παροχών, που αναφέρονται στα εδάφια α΄ – δ΄ της παραγράφου 4 του άρθρου 37 του Κώδικα Φορολογίας Εισοδήματος και οι οποίες, κατά ρητή διάταξη του νόμου, δεν θεωρούνται εισόδημα από μισθωτές υπηρεσίες και δεν υπόκεινται σε φόρο, δεν είναι αποκλειστική, με την έννοια ότι η απαρίθμηση αυτή των μη θεωρουμένων ως εισόδημα παροχών δεν αποκλείει το νομοθέτη να θεσπίσει με τυπικό νόμο και άλλες απαλλαγές από το φόρο εισοδήματος από μισθωτές υπηρεσίες ούτε την κρίση της φορολογικής αρχής και των διοικητικών δικαστηρίων ότι ορισμένη παροχή που καταβάλλεται στους μισθωτούς δεν αποτελεί κατά το νόμο ή από τη φύση της προσαύξηση μισθού, δηλαδή φορολογητέο εισόδημα του μισθωτού, αλλά καταβάλλεται για την εκτέλεση της υπηρεσίας ή την καλύτερη διεξαγωγή της (ΣτΕ 3150/1999).
Σύμφωνα εξ’ άλλου με τις προαναφερθείσες διατάξεις στους Στρατιωτικούς που μετακινούνται στο εξωτερικό για εκτέλεση υπηρεσίας καταβάλλονται οι αποζημιώσεις που προβλέπονται για τους υπαλλήλους του Υπουργείου Εξωτερικών σύμφωνα με τη ρητή διατύπωση του Ν. 2685/99.
Από τις διατάξεις που αναλυτικώς προεξετέθησαν και αφορούν τους υπαλλήλους του Υπουργείου Εξωτερικών, προβλέπεται η καταβολή επιδόματος της υπηρεσίας αλλοδαπής προς τον σκοπό κάλυψης των επιπλέον εξόδων που δημιουργούνται ένεκα της υπηρεσίας τους στην αλλοδαπή, λόγω του αυξημένου κόστους διαβίωσης ως κατ’ ορθότερη ερμηνευτική εκδοχή θα πρέπει να γίνει δεκτό.
Ουσιαστικά επομένως, η αποζημίωση αυτή καλύπτει τεκμαρτά και κατ’ εκτίμηση του νομοθέτη τα έξοδα που υποβάλλεται ο Αξιωματικός και οι λοιποί Στρατιωτικοί, λόγω της περιστασιακής εκτέλεσης της υπηρεσίας τους στο εξωτερικό. Στα έξοδα αυτά δε θα υπεβάλλετο ο Αξκος εάν υπηρετούσε κατά τη συνήθη πορεία της υπηρεσίας του στο εσωτερικό, ήτοι επί παραδείγματι επιπλέον δίδακτρα σχολείων παιδιών τα οποία εις την ημεδαπή δεν θα υπεβάλετο λόγω της άνευ διδάκτρων εκπαίδευσης, των εξόδων μίσθωσης επιπλέον οικίας πέραν της λογικά διαθέτουσας στην ημεδαπή και λοιπά.
Όλα λοιπόν τα καταβαλλόμενα ποσά στους υπηρετούντες στο εξωτερικό δεν αποτελούν επί της ουσίας των εισόδημα αλλά κάλυψη δαπανών που εκπίπτουν εκ της φορολογίας εισοδήματος σύμφωνα με την ρητή διάταξη του άρθρου 45 παρ. 4β του ΚΦΕ.
Συνεπώς οι αποζημιώσεις αυτές, κατά το μέρος που υπερβαίνουν τις τακτικές (κανονικές), ανεξάρτητα από την ονομασία τους, αντικρίζουν πραγματικές δαπάνες στις οποίες υποβάλλονται οι Στρατιωτικοί, που αποστέλλονται στην αλλοδαπή για την εκτέλεση της υπηρεσίας που τους έχει ανατεθεί, φέρουν δε το χαρακτήρα αποζημίωσης που προβλέπεται από ειδική διάταξη νόμου για την κάλυψη των δαπανών αυτών και δεν αποτελούν φορολογητέο ή άλλου τύπου εισόδημα κατά την έννοια των άρθρων 78 § του Συντάγματος και 4 § 1 του Κώδικα Φορολογίας Εισοδήματος.
Η ερμηνεία αυτή ενισχύεται και από τη διάταξη του άρθρου 47 § 3 του παραπάνω Κώδικα Φορολογίας Εισοδήματος (Ν. 2238/1994), σύμφωνα με την οποία για τους δημόσιους υπαλλήλους που υπηρετούν στην αλλοδαπή ως φορολογητέο εισόδημα λαμβάνεται το ποσό (αποδοχές) που θα έπαιρναν αν υπηρετούσαν στο εσωτερικό.
Καθιερώνεται δηλαδή το αφορολόγητο των επιπλέον αποδοχών που παίρνουν στην αλλοδαπή οι δημόσιοι υπάλληλοι, για να αντιμετωπίσουν τις ανάγκες που δημιουργούνται λόγω του κόστους ζωής του τόπου όπου υπηρετούν.
Εξάλλου, η αποστολή στην αλλοδαπή σε διατεταγμένη υπηρεσία αποτελεί, στην ουσία της, μετακίνηση εκτός της έδρας για εκτέλεση, κατά την ευρύτερη έννοια, υπηρεσίας, και, περαιτέρω, οι ούτως εκτός έδρας μετακινούμενοι υποβάλλονται σε έκτακτες πρόσθετες δαπάνες (Α.Π. 50/1974 ΝοΒ 1974 σ. 799,Δ.Εφ.Αθ 997/2001 ΔΔΙΚΗ 2004 σ. 168, Δ. Πρ. Θεσσαλ 3361/1999 ΔΦΟΡΝ 2002 σ. 1205 κ.α.).
Τέλος σύμφωνα με τις αρχές που διέπουν την ανάκληση των φορολογικών δηλώσεων, όπως αυτές διαμορφώθηκαν από την πάγια πάνω στο θέμα αυτό, νομολογία (βλπ ΣτΕ (ολομ) 2941/2000 ΔΔΙΚΗ/2000 (1131), ΔΕΕ/2001 (763), ΔΦΟΡΝ/2000 (1687), ΛΟΓΙΣΤΗΣ/2000 (1582), ΔΔΙΚΗ/2002 (401), ΣτΕ 2986/2001 ΕΨΙΛΟΝ7/2002 (4205), ΔΕΕ/2002 (537), ΣΤΕ 2987/2001 ΔΕΕ 2002/743, Ε7 2003/285, κ.α.) ο φορολογούμενος δεσμεύεται μεν καταρχήν από τη φορολογική του δήλωση, μπορεί όμως να την ανακαλέσει εν όλω ή εν μέρει αν, εκ σφάλματος νομικού ή πραγματικού, εκτός του αναγομένου σε εκτίμηση πραγμάτων, οφειλομένου δε σε πλάνη ή άλλη εύλογη αιτία, περιελήφθη στη δήλωση φορολογητέα ύλη ανύπαρκτη ή υπερβαίνουσα την πραγματική ή μη υποκείμενη σε φόρο.
Ο ανακαλών δε τη δήλωσή του φορολογούμενος οφείλει να αποδείξει την πλάνη του (βλ. ΣτΕ 1942/1995, 1649/1993, 2205/1989, 1388/1989, 3777/1987, 1314/1985, 629/1985, 1075/1978, 3599/1976, 2963/1976, 317/1976 κ.ά.). Η απόδειξη όμως ότι το σφάλμα οφείλεται σε μια από τις αιτίες αυτές επιβάλλεται στο φορολογούμενο μόνον όταν η διαπίστωση της αιτίας που επικαλείται προϋποθέτει έρευνα πραγματικών περιστατικών, όχι συνεπώς και στην περίπτωση πλάνης περί το δίκαιο, η οποία δεν χρειάζεται απόδειξη από την άποψη αυτή (βλ. ΣτΕ 1942/1995, 1649/1993, 2805/1989, 1398/1989, 3777/1987, 1314/1985 κ.ά.), ήτοι δεν εξετάζεται αν η διάταξη, που φέρεται ότι προκάλεσε την προβαλλόμενη πλάνη, είναι ή όχι ασαφής (ΣτΕ 1314/1985).
Περαιτέρω, κατά τις ίδιες αρχές, η ανάκληση της φορολογικής δήλωσης μπορεί να γίνει είτε με ιδιαίτερη ανακλητική δήλωση που υποβάλλεται στην αρμόδια φορολογική αρχή, είτε και ευθέως με την προσφυγή ενώπιον του αρμόδιου διοικητικού δικαστηρίου (βλ. ΣτΕ 3263/1986, 629/1985, 2963/1976 κ.ά.).
Ειδικότερα επί καταβολής φόρου βάσει φορολογικής δηλώσεως, χωρίς να υπάρχει αντίστοιχη φορολογική υποχρέωση εκείνου που την υπέβαλε, μπορεί ο τελευταίος αυτός, ανακαλώντας τη φορολογική του δήλωση, να αναζητήσει το ποσό που αχρεωστήτως κατέβαλε είτε με αίτησή του στην αρμόδια φορολογική αρχή, είτε ευθέως με την προσφυγή ενώπιον του αρμόδιου διοικητικού δικαστηρίου, έχουσα ως βάση την ανάκληση της δήλωσης για έλλειψη, εν όλω ή εν μέρει, φορολογικής υποχρεώσεως (βλ. ΣτΕ 629/1985 κ.ά).
Άλλωστε, και σε ό,τι αφορά τις καταβολές των εξόδων και λοιπών αποζημιώσεων, που προβλέπει το ΠΔ 200/1993 «Περί Οδοιπορικών Εξόδων του Στρατιωτικού Προσωπικού των Ε.Δ.» (ΦΕΚ Α’ 75), το οποίο διατηρήθηκε σε ισχύ με την ακροτελεύτια διάταξη του Ν.2685/1999, επουδενί δεν μπορούν να θεωρηθούν εισόδημα, καθώς τα ποσά αυτά θεωρούνται αποκλειστικά έξοδα και αποκλείονται από τον χαρακτηρισμό ως εισόδημα με την ρητή διάταξη του άρθρου 45 του ΚΦΕ.
Για την περίπτωση αυτή, τα ποσά αυτά δεν έχουν συμπεριληφθεί, και αν έχουν συμπεριληφθεί εσφαλμένως έχουν συμπεριληφθεί στην φορολογική δήλωση του στρατιωτικού προσωπικού, με συνέπεια κάθε σχετική αναφορά σε αυτά ως πηγή εισοδήματος, να κείται εκτός νόμου και να ισχύουν και για αυτά οι δυνατότητες που παραπάνω ανεφέρθησαν.
Κατόπιν των ανωτέρω συστήνουμε σε όλο το στρατιωτικό προσωπικό των Ενόπλων Δυνάμεων αλλά και των Σωμάτων Ασφαλείας, που για οποιοδήποτε λόγο έλαβε χρηματικές αποζημιώσεις ένεκα εκτελέσεως υπηρεσίας στο εξωτερικό, είτε από τοποθέτηση είτε από ειρηνευτική ή άλλη αποστολή εντός του έτους 2010 να διερευνήσει ενδελεχώς το εκκαθαριστικό σημείωμα που του έχει αποσταλεί ή θα αποσταλεί για την καταβολή της έκτακτης εισφοράς.
Εάν διαπιστώσουν ότι μεταξύ των εισοδημάτων επί των οποίων υπολογίζεται η εισφορά, έχουν υπολογιστεί και ποσά εκτός του ποσού που έλαβαν ως μισθοδοσία εσωτερικού, τότε θα πρέπει να καταθέσουν άμεσα στην αρμόδια ΔΟΥ την σχετική δήλωση, υπόδειγμα της οποίας παρατίθεται στο τέλος του παρόντος, ως υπόδειγμα «1″.
Τονίζεται ότι, αν για οποιοδήποτε λόγο δεν μπορούν τα στελέχη να διαπιστώσουν εάν έχει ή όχι συνυπολογιστεί στο εισόδημά τους η αποζημίωση εξωτερικού, τότε να επικοινωνήσουν άμεσα με το γραφείο με οποιονδήποτε πρόσφορο τρόπο, ώστε να διευκρινιστεί επαρκώς το συγκεκριμένο θέμα.
Πέραν των ανωτέρω επισημαίνεται ότι την αίτηση μπορούν να καταθέσουν στην αρμόδια ΔΟΥ λαμβάνοντας το σχετικό αριθμό πρωτοκόλλου, στα ΚΕΠ επίσης λαμβάνοντας σχετικό αριθμό πρωτοκόλλου, αλλά και να την αποστείλουν ταχυδρομικώς συστημένα διατηρώντας τη σχετική απόδειξη.
Εναλλακτικά μπορεί να κατατεθεί και με τηλεομοιοτυπία ή ηλεκτρονικά εφόσον ο ενδιαφερόμενος έρθει σε συνεννόηση με την αρμόδια ΔΟΥ, ώστε να λάβει τον σχετικό αριθμό πρωτοκόλλου.
Μετά την έκδοση αποφάσεως επί της παραπάνω αιτήσεως, και εφόσον αυτή είναι αρνητική, τότε συνίσταται στους ενδιαφερομένους να απευθυνθούν είτε στο γραφείο μας, είτε σε άλλον νομικό παραστάτη, για την περαιτέρω δικαστική διεκπεραίωση της υποθέσεως.
Τονίζεται ιδιαίτερα ότι οι αξιώσεις των ενδιαφερομένων για μη καταβολή εκτάκτου εισφοράς επί των αποζημιώσεων εξωτερικού, συμπεριλαμβάνονται αν το επιθυμούν, χωρίς κάποιο πρόβλημα σε τυχόν άσκηση ενδίκων μέσων που ορισμένα στελέχη έχουν εγείρει, είτε για επιστροφή φόρου, είτε λόγω μη καταβολής της δέουσας αποζημιώσεως. Για περισσότερες διευκρινήσεις περί τούτου, παρακαλούμε να επικοινωνείτε με το γραφείο.
Όλα τα υπόλοιπα στελέχη που δεν υπάγονται στην παραπάνω κατηγορία, δηλαδή των αποστελλομένων στο εξωτερικό έτους 2010, καλό είναι κατά την άποψή μας να υποβάλλουν κατά τον ίδιο τρόπο στις εφορίες τους τη σχετική δήλωση εναντίωσης, που ως Υπόδειγμα ’2′ επίσης παρατίθεται παρακάτω.
ΥΠΟΔΕΙΓΜΑ ’1′ ΓΙΑ ΑΠΟΣΤΕΛΛΟΜΕΝΟΥΣ ΣΤΟ ΕΞΩΤΕΡΙΚΟΥΥΠΟΔΕΙΓΜΑ ’2′ ΓΙΑ ΟΛΟΥΣ ΤΟΥ ΦΟΡΟΛΟΓΟΥΜΕΝΟΥΣ
Πηγή:http://www.militarylawoffice.gr/?p=1161
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου