Ο Αλέξανδρος Τριβόλις - Πιέρις έκθαμβος αναφωνεί: «ἰδοὺ ὁ Σπυρίδων ὑπερυψούμενος, καὶ ὑπὲρ πάντας τοὺς ἀπ’ αἰῶνος κακοιμημένους ἁγίους δεδοξασμένος παρὰ τοῦ Θεοῦ εἰς τὸν κόσμον. Ἰδοὺ ὁ Σπυρίδων, ἔπειτα ἀπὸ τόσους καὶ τόσους ἀιῶνας, σῶος ὡς οὐδεὶς ἄλλος ποτὲ εἰς τὰ ὄματα τοῦ κόσμου. Ὦ θαῦμα θαυμάτων· Καὶ ποῦ εἶστε, ὦ φιλόσοφοι, ἔμπειροι εἰς τὰ τῆς φύσεως, καὶ ἐπιστήμονες νὰ τὸν ἰδῆτε, καὶ νᾶ φρίξετε; νὰ τὸν ἰδῆτε, λέγω, σῶον ἔτι, καὶ ἀνελλιπῆ· νὰ ἔχῃ ὅλα του τὰ μέλη, οὐ μόνον τὰ πλέον ἄνικμα, καὶ στερεά, ἀλλά καὶ τὰ πλέον ὑγρά, καὶ λεπτά. Τὰ χείλη, λέγω, τήν γλῶσσαν, καὶ αὐτὰ τὰ ὄμματα, μέλη τά πλέον εὔφθαρτα, ἄφθαρτα, καὶ νὰ σώζεται ἔτι εἰς ὅλα, ὦ θαῦμα. Καὶ αὐτὸ τὸ ἐλαστικόν; ποῦ εἶστε, λέγω, τοιοῦτον, ἢ μᾶλλον εἰπεῖν τηλικοῦτον, νὰ τὸν ἰδῆτε, καὶ νὰ φρίξετε; καὶ ποῦ εἶναι τὸ ἕκαστον ἐξ ὧν συντίθεται, εἰς αὐτὰ καὶ διαλύεται; Πῶς ο Σπυρίδων ἀνώτερος ἀπὸ τοὺς ὅρους τῆς φύσεως; Καὶ πόθεν εἰς τὸν Σπυρίδωνα τὸ ἐξαίρετον τοῦτο; » (47)
Λεπτομέρεια από τον έργο του Ν. Ασπιώτη «Ο ουρανός» του ναού του Κύπριου Αγίου Σπυρίδωνος στην νήσο Κέρκυρα. (Πηγή: Arte Bizantina e Post-Bizantina a Corfu. Monumenti, Icone, Cimeli, Civilta.Corfu 1994, σελ. 159)
Διεξοδικά γράφοντας γι’ αυτόν ο πολυμαθής καρδινάλιος Βαρώνιος αποκαλεί αυτόν: «γενναίοτατον ἐξομολογητήν τῆς πίστεως, ἀρετὴν περιαυγαζομένην ὑπὸ θαυμάτων, ἄστρον φαεινότατον, ἐπίσκοπον στήσαντα τὰ ἐνδοξότατα τρόπαια κατὰ τῆς φιλοσοφικῆς ἀλαζονίας καὶ πρωτουργὸν τῆς ἐκκλησιαστικῆς ἐλευθερίας» και πράγματι βλέποντας κανείς το σεπτό του Σπυρίδωνα σώμα όχι γι αμία ή δύο εκατονταετηρίδες, αλλά επί χίλια τριακόσια και επέκεινα έτη, διατηρούμενο μέχρι σήμερα (μέχρι 1669 που γράφτηκε η έκθεση) εύκαμπτο, ακέραιο, διαρθρωμένο και όρθιο, τις βλέποντας τους τυφλούς φωτιζόμενους, τους κεραυνόβλητους αναζωομένους, τους παραλυτικούς αναρρωννεμένους, τους κρημνιζομένους βασταχθέντας, τους πεινώντας ζωοτροφουμένους, τους λοιμοβλήτους καθαριζομένους, και τ΄ αναρίθμητα άλλα θαύματα περί ων αυτόπτες μάρτυρες οι Κερκυραίοι, δεν ομολογεί τον ημέτερον Άγιον, υπερφυές και εξαίσον θαύμα θαυμάτων (Πηγή: Βουλγάρεως Ν., Ιατρού και φιλοσόφου, «Ἀληθής Ἔκθεσις περὶ τοῦ ἐν Κερκύρᾳ θαυματουργοῦ λειψάνου τοὺ Ἁγίου Σπυρίδωνος», Βενετία 1880, νυν δε εξελληνισθείσα μετά σημειώσεων και προσθηκών υπό Ν.Τ. Βουλγάρεως και Ν.Β. Μάνεση, εκδίδεται δαπάνη της εν Βενετίας Ελληνικής Κοινότητας Βενετία, εκ του ελληνικού Τυπογραφείου «Ὁ Φοίνιξ» σελ. 12)
ΠΟΤΕ ΚΟΙΜΗΘΗΚΕ Ο ΑΓΙΟΣ ΣΠΥΡΙΔΩΝ & ΠΩΣ ΑΝΑΚΑΛΥΦΘΗΚΕ ΤΟ ΛΕΙΨΑΝΟ
Ο Σπυρίδων μετά από πολυετή ευάρεστον διακονίαν, αφού, ως άλλος Ιώβ, έζησε «ἄμεμπτος, δίκαιος, ἀληθινὸς, θεοσεβής, ἀπεχόμενος ἀπὸ παντὸς πονηροῦ πράγματος» (2). Και αφού από της ζωής αυτής, έδωκε τα δείγματα της αγιότητας δια της θαυματουργίας, παρέδωσε την αγία ψυχή του εις τον Κύριο, πεί το έτος 348, στην Κύπρο (3)
Η ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΟΥ ΛΕΙΨΑΝΟΥ
Μετά τον θάνατο του ιερού Σπυρίδωνα, το σεπτό λείψανο του διατηρήθηκε ακέραιο, μέχρι δε σήμερα διατηρείται, δια της χάριτος του Παντοδύναμου Θεού και αποτελεί αστείρευτη πηγή θαυμάτων δια των οποίων δοξάζεται ο άγιος Θεός, τιμάται δε ο Σπυρίδων.
Το ιερό λείψανο του Αγίου έμεινε εις την Κύπρο τριακόσια έτη μετά τον θάνατο του. Κατά τον Ζ΄ αιώνα το λείψανο του Αγίου Σπυρίδωνα ήταν κατατεθειμένο εις τον ίδιο Ναό, στην Τριμυθούντα της Κύπρου. Την πληροφορία μας δίδει ο βιογράφος του επίσκοπος Πάφου Θεόδωρος· «Τούτου δὲ τοῦ παραδόξου θαύματος (τῆς καταργήσεως τῶν εἰδώλων εἰς Ἀλεξάνδρειαν διὰ τῆς παρουσίας του, τὸ ὁποῖον ἀναφέρει ἀνωτέρω) μνημόσυνον ἐστι ἔτι καὶ νῦν ἐν τῇ πόλει τοῦ σεβασμίου πατρὸς Τριμιθοῦντι ἐπάνω τοῦ μέσου πυλεῶνος ἥγουν τῆς ἀρχοντικῆς θύρας τοῦ ναοῦ ἔνθα κεῖται τὸ τίμιον λείψανον τοῦ ἁγίου πατρὸς ἡμῶν Σπυρίδωνος, εἰκῶν πᾶσαν τὴν διήγησιν ταύτην γεγραμμένην ἔχουσαν μετὰ καὶ ἄλλων τινῶν τῶν μὴ γεγραμμένων ἐνταῦθα». (4) Ο εκδότης του βίου του Σ. Παπαγεώργιος ζήτησε να προσδιορίσει δια της ανωτέρω την θέση την οποία εκαταλάμβανε το ιερό Λείψανο εις τον Ναό, έγραφε δε περί αυτής εις τα προλεγόμενα της εκδόσεως: «Ἡ ἔκφασις αὕτη εἶναι ὁλίγον σκοτεινή· εἰκάζομεν ὅτι τὸ λείψανον ἦτο κατατεθειμένον μεταξύ τοῦ Νάρθηκος καὶ τοῦ κυρίως Ναοῦ, ἐπὶ τῆς μεταξὺ ἀυτοῦ Πύλης» (5) Αλλά η φράση του Σ. Παπαγεωργίου είναι ακατανόητη προήλθε δε εκ της εσφαλμένης γραφής του χειρογράφου, το οποίον εκείνος είχε εις την διάθεσή του και το οποίο αντί της φράσεως «ἐπάνω τοῦ μέσου πυλεῶνος ἥγουν τῆς ἀρχοντικῆς θὺρας τοῦ ναοῦ ἔνθα κεῖται τὸ τίμιον κ.λ.π.», είχε την φράση «ἐπάνω τοῦ μεγάλου Πυλῶνος, ἤγουν τῆς ἀρχοντικῆς θύρας τοῦ Ναοῦ, ἔγκειται τὸ τίμιον λείψανον...». Οπωσδήποτε η φράση του Θεόδωρου προσδιορίζει την θέση της εικονογραφίας του θαύματος του Σπυρίδωνος.
Ο Θεόδωρος ανέγνωσε τον Βίο κατά την εορτή του Αγίου Σπυρίδωνος το έτος 655 (6). Καθώς πληροφορεί λεπτομερέστατα ο ίδιος· «τὸ παρὸν διήγημα πρώτως ἀνεγνώσθη ἐν τῇ αὐτῇ ἁγίᾳ τοῦ Θεοῦ ἐκκλησίᾳ ἐν τῇ μνήμῃ τῆς ἡμέρας τοῦ ἁγίου πατρὸς ἡμῶν Σπυρίδωνος, τῆς παρούσης τεσσρεσκαιδεκάτης ἱνδικτιῶνος, πεντεκαιδεκάτου δὲ ἔτους Κωνσταντίνου τοῦ φιλοχρίστου καὶ εὐσεβεστάτου ἡμῶν βασιλέως καὶ δευτέρῳ ἔτει Κωνσταντίνου τοῦ θεοστέπτου καὶ ἐυσεβεστάτου αὐτοῦ υἱοῦ.» (7)
Περί του τέλος του Ζ΄ αιώνα το ιερό λείψανο μεταφέρθηκε εις την Βασιλεύουσα, εξ αιτίας των Αραβικών επιδρομών εναντίον της Κύπρου. Ο χρόνος της μεταφοράς πρέπει να τοποθετηθεί μετά το έτος 655· πιθανώτατα συντελέσθηκε κατά το έτος 691, όταν διατάχθηκε υπό τον αυτοκράτορα Ιουστινιανό τον Β΄ (685 -695, 705 - 711) ομαδική μετανάστευση των Κυπρίων. (8)
Στην Κωνσταντινούπολη το ιερό Λείψανο του Σπυρίδωνος φυλάσσοντας σε γυναικεία Μονή, κείμενη πλησίον εκείνης του Φιλανθρώπου Χριστού, ως μαρτυρεί το χργρ. SA (Cod. Paris. gr. 1594, του ΙΒ΄ αιώνα). Πρόκειται περί της μονής «τῆς Θεοτόκου τῆς Κεχαριτωμήνης», η οποία ιδρύθηκε το βραδύτερο στις αρχές του Ιβ΄ αιώνα, υπό της Ειρήνης Δούκα, συζύγου του αυτοκράτορα Αλεξίου Α΄ του Κομνηνού (1081 - 1118), κειμένης πλησίον της ανδρώας μονής του Φιλανθρώπου χριστού, ιδρυθείσης την αυτήν εποχή. (9)
Ιστορικές ειδήσεις συνοδεύουν το ιερό Λείψανο μέχρι της προτεραίας της εις την Κέρκυρα μετακομιδής του. Έτσι, ο Ρώσος περιηγητής Αντώνιος εκ Novgorod, ο οποίος έγραφε περί το 1200, αναφέρει ότι είδε το Λείψανο του Αγίου Σπυρίδωνα, κατατεθειμένο κάτω από το θυσιαστήριο του ναού της μονής της Υ.Θ. Οδηγήτριας (10). Στην συνέχεια φαίνεται ότι το σεπτό Λείψανο μεταφέρθηκε εις τον περίλαμπρο Ναό των Αγίων Αποστόλων, τον οποίο ο Ιουστινιανός έκτισε περί το έτος 550, και ο οποίος εθεωρείτο δεύτερος, έπειτα από εκείνο της του Θεού Σοφίας, δια το κάλλος, το μέγεθος και τον πλούτο. Ο στέφανος εκ Novgorod (1350), ο Ιγνάτιος εκ Smolensk (1389 -1405) και ο γραφεύς Αλέξανδρος (1393), αναφέρουν ότι προσκύνησαν «τὰ λείψανα» (sic) του Αγίου Σπυρίδωνα εις το πλάγιο παρεκκλήσιο του Ναού των αγίων Αποστόλων, ενώ ο διάκονος Ζωσιμάς (1419 -1421) βεβαιώνει ότι «εἰς τὸν ναὸν αὐτὸν (τῶν αγ. Ἀποστόλων) ἀναπαύεται ὁ μέγας Σπυρίδων» (11) Τέλος την ημέρα της μνήμης του αγίου Σπυρίδωνος, 12 δεκεμβρίου, του έτους 1452, λίγους δηλαδή μήνες προ της αλώσεως της Πόλης, τελέσθηκε εις τον Ναό της του Θεού Σοφίας πανηγυρική Λειτουργία, επί της ενώσεως των Εκκλησιών, προεξάρχοντος του παπικού Λεγάτου, του λατινοφρονήσαντος εν Φλωρεντία, Αρχιεπισκόπου Κιέβου καρδιναλίου Ισιδώρου. Κατά την τελετή, «τὸ λείψανον τοῦ Ἁγίου Σπυρίδωνος, τοῦ ὁποίου ἑωρτάζετο ἡ μνήμη, περιήγετο ἐν πομπῇ» (12)
Εξωτερική λάρνακα των ιερών λειψάνων της Αγίας Θεοδώρας. Μητροπολιτικός ναός. στην κεντρική πλευρά, η επιγραφή: «ΗΔΕ Η ΛΑΡΝΑΞ ΠΕΠΟΙΗΤΑΙ ΕΤΕΙ ΣΩΤΗΡΙΩ ΑΩΞΗ /ΠΤΡΟΤΡΟΠΗ ΜΕΝ ΤΟΥ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΙΥ ΚΕΡΚΥΡΑΣ ΑΘΑΝΑΣΙΟΥ /ΣΥΝΔΡΟΜΗ ΔΕ ΤΩΝ ΧΡΙΣΤΕΠΩΝΥΜΩΝ ΑΔΕΛΦΩΝΩ ΚΑΙ ΕΠΙΜΕΛΕΙΑ ΤΩΝ Κ.Κ. / Π. ΒΟΥΣΟΥΛΙΝΟΥ ΑΡΙΣΤΕΙΔΟΥ ΠΙΕΡΡΗ Χ. ΚΑΙ Α. ΜΑΣΤΡΑΚΑ». (Πηγή: Arte Bizantina e Post-Bizantina a Corfu. Monumenti, Icone, Cimeli, Civilta.Corfu 1994, σελ. 178)
Στην Κέρκυρα το ι. Λείψανο του αγίου Σπυρίδωνος μεταφέρθηκε το έτος 1456. Αρχικά επικράτησε η παράδοση, κατά την οποία ένα ιερεύς απότ ην Κωνσταντινούπολη, Γιώργος Καλοχαιρέτης ονομαζόμενος, μετέφερε το Άγιο Λείψανο, με αυτό της Αγίας Θεοδώρας της Αυγούστης. Περί των αρχών όμως του Ιθ΄ αιώνα (1808) προέκυψε, εξ ανακαλύψεως και δημοσιεύσεως παλαιών χειρογράφων, αναγόμενα εις τον Ιε΄ αιώνα, διαφορετική άποψη (13). Κατ’ αυτή, ως μαρτυρεί ο σεβ. Μεθόδιος Κοντοστάνος, Μητροπολίτης Κερκύρας και Παξών, εις τα Προλεγόμενά της υπ’ αυτού γενομένης εκδόσεως της Ασματικής Ακολουθίας και του Βίου του αγίου Σπυρίδωνος: «Το ιερό και Σεβάσμιο Λείψανο του Αγίου Σπυρίδωνος δεν μετακομίσθηκε στην Κέρκυρα παρά τον Ιερέα Γεωργίου Καλοχαιρέτη, ως ανακριβώς ίσως δε και εν λόγων σκοπιμότητας ανεγράφη. Αλλά, ως εξάγεται εκ Δουκικού Διατάγματος του Συμβουλίου των Δέκα της Βενετικής Δημοκρατίας, εκδοθέντος την 14 Μαΐου 1489, το Ιερό Λείψανο του Αγίου, παραλαβών αυτό εκ της Κωνσταντινούπολης... μετακόμισε εις Παραμυθιά της Ηπείρου, όπου και παρέμεινε επί χρονικό τι διάστημα, ο Ιερεύς Γρηγόριος Πολύευκτος, (14) ο αυτός δε εκείθεν κατά το έτος 1456, μετακόμισε αυτό εις την Κέρκυρα. Ο αυτός δε Γρηγόριος Πολύευκτος, βρίσκοντας στην Κέρκυρα τον Ιερέα γεώργιο Καλοχαιρέτη, πρόσφυγα δε και τούτον και συμπολίτη του, κληροδότησε (!)_εις αυτόν το Ιερό Λείψανον του Αγίου Σπυρίδωνος. Ο δε Λουκάς Καλοχαιρέτης, ένας από τους Κληρονόμους και «υἱὸς τοῦ Ἱερέως Γεωργίου Καλοχαιρέτη, ἐδωρήσατο τῇ ἰδίᾳ ἀνεψιᾷ Ἀσημίνῃ τὸ ἐπὶ τοῦ Λειψάνου μερίδιόν του»(!)». Έτσι το Ιερό και Σεβάσμιο του Αγίου Λείψανο, Κύριος είδε εκ τίνος κρίματος υφαρπαγής, πέρασε στον Λουκά Καλοχαιρέτη, δια δωρητήριο συμβόλαιο που συντάχθηκε στην Άρτα κατά το έτος 1512, ως αντικείμενο προικοδοτήσεως (!) δια τους εξής λόγους: «ἔτι[πάλιν ὁμολογῶ, τό Λείψανον τοῦ Ἀγίου Σπυρίδωνος, ὅπερ εὑρίσκεται εἰς τοὺς Κορφοὺς, καὶ κατὰ κληρονομία εὑρέθη εἰς ἡμᾶς καὶ εἴχαμεν ἐξουσίαν πάλιν χαρίζωμι τῆς ἄνωθεν είρημένης Ἀσημίνης τῆς ἀνεψιᾶς μου»
Η δε Ασημίνα, θυγατέρα του Φιλίππου υιού του Γεώργιου Καλοχαιρέτη, έχουσα νόμιμη προίκα (!!!) το Ιερό Λείψανο του Αγίου Σπυρίδωνος, νυμφεύθηκε τον Σταμάτιο Βούλγαρη. Δια διαθήκης δε, χρονολογουμένης από 25 Νοεμβρίου 1571, όρισε ως το Ιερό Λείψανο του Αγίου διαμένει ως κληρονομιά στους υιούς της και στους απογόνους τους...
Κατά το έτος 1489 ο Φίλιππος Καλοχαιρέτης ζήτησε να μετακομισθεί το Ιερό Λείψανο του Αγίου Σπυρίδωνα στην Βενετία, εξέδωσε δε τότε από τις 14 Μαΐου 1489 Δουκικό Γράμμα ο «Αὐγουστῖνος Βαρβαρίκος, Ἐλέει Θεοῦ, Δοὺξ βενετιῶν κ.λ.π., τοῖς εὐγενέσι καὶ σοφωτάτοις ἀνδράσιν Ἰωάννῃ Βαπτιστῇ ΒΑλαρέσσῳ Βαΐλῳ καὶ Καπιτάνῳ, καὶ τοῖς Συμβούλοις τῶν Κορυφῶν...» περία σφαλούς αποστολής του Ιερού Λειψάνου στην Βενετία. Επακολούθησε δε και δεύτερο τέτοιο. Αλλά η μεταφορά του Ιερού Λειψάνου ματαιώθηκε. Δεν είναι όμως ακριβές ότι «Οἱ Κερκυραῖοι, λυπούμενοι ἐπὶ τούτῳ, ὁμοφώνως ἱκέτευσαν αὐτὸν (τὸν Φίλιππον) νὰ μὴ πραγματοποιήσῃ τὸν σκοπὸν αὐτοῦ· εἰς δὲ τὰς ἱκεσίας ταύτας ἐνδούς ὁ Φίλιππος» υποχώρησε και παρέμεινε το ιερό λείψανο στην Κέρκυρα. Γεγονός είναι ότι εις το Δουκικό Γράμμα τέθηκε ότι, εάν μερικοί έχουν αντιρρήσεις περί της μεταφοράς του Ιερού λειψάνου στην Βενετία, να το αναφέρουν. Εκ τούτου δε πιθανότατα, εφ’ όσον το Ιερό Λείψανο είχε ήδη τεθεί εις κοινή προσκύνηση, ο Κερκυραϊκός Λαός, όχι μόνο δεν ικέτευσε, αλλά πρόβαλλε αντιρρήσεις και αξίωσε να παραμείνει στην Κέρκυρα. Το δε Συμβούλιο των Δέκα δεν επέμεινε, διότι επικράτησε η σκέψη ότι δεν έπρεπε να δημιουργούνται δυσαρέσκειες εις τους υπό την βενετική σημαία λαούς» (15)
Το ιερό Λείψανο του αγίου και θαυματουργού Σπυρίδωνος, όπως και προηγουμένως σημειώθηκε είναι άρτιο κατά πάντα, πλην της δεξιάς χειρός. Διατηρεί την σάρκα, τους βολβούς των οφθαλμών (16) και τους οδόντες· προκαλεί δε συγκίνηση εις τον προσκυνητή η γλυκύτητα και η γαλήνη της μορφής του. Όσο αφορά δε την δεξιά του χείρα, άγνωστο είναι πότε και υπό ποιες συνθήκες αποχωρίσθηκε από το σώμα του Αγίου. «Ο Ρώσος περιηγητής Μπράσκη αναφέρει ότι είδε κατά τον Ιζ΄ αιώνα ολόκληρο το ι. λείψανο του αγίου στην Κέρκυρα στον φερώνυμο ναό, πλην της δεξιάς του χείρας, η οποία βρίσκεται στην Ρώμη στο ναό της Θεομήτωρος» (17). Ο ιατροφιλόσοφος Νικόλαος Βούλγαρης (1634 - μετά το 1684), σε αφιερωτική επιστολή του προς τον λατινικό αρχιεπίσκοπο Κερκύρας Κάρολο Labia (1659 - 1682 †), κατά την έκδοση της λεγόμενης «Ἀληθοῦς Ἐκθέσεως» (18) την οποία και συνέγραψε, «λέγει ότι ο δεξιός βραχίων του Αγίου τηρείται μετά μεγάλης ευλάβειας στην Ρώμη, ότι άδηλο είναι αν επέμφθη αυτόθι εκ Κερκύρας, ή εκ Κωνσταντινουπόλεως, ή εκ Κύπρου, όπου ενταφιάστηκε ο Άγιος, και ότι εκ των προς Χριστόδουλο τον Βούλγαρη, εαυτού αδελφό, και μετά ταύτα Μέγα Πρωτόπαπα Κερκύρας, (19) δοθεισών πληροφοριών παρά των μοναχών του τάγματος του Αγίου Φιλίππου του Νερίου, όταν φοιτούσε στο εκεί εκπαιδευτήριο, δηλώνεται, ότι ο Πάπας Κλήμης ο Η΄ (20) δώρισε το λείψανο εις τον Καρδινάλιο Βαρόνιο, (21) που το αφιέρωσε αυτό εις την νέα εκκλησία των μοναχών εκείνων» (22).
Ο Λ. Σ. Βροκίνης (22) προσθέτει τις επόμενες πληροφορίες, σχετικά προς το ζήτημα της χείρας του Αγίου Σπυρίδωνα, τις οποίες έλαβε από τον Κ. Βούλγαρη. Ο Κ. Βούλγαρης ζήτησε από τους ιερείς του εν Ρώμη Ναού της S. Maria να δει το περί του λόγου το λείψανο, και οι ιερείς του το επέδειξαν. Κατά την μαρτυρία του το «τὸ λείψανον τοῦτο εἶναι ἐγκεκλεισμένον εἰς κωνοειδῆ, ἀλλ' οὐχὶ βυζαντινῆς τέχνης έπίχρυσον θήκην, ἔχουσαν ὕψος ἥμισυ περίπου μέτρον καὶ φέρουσαν εἰς τό βάθος τὴν εἰκόνα τοῦ Ἁγίου ἀργυρᾶν. Δέν σώζεται δ' ὁλόκληρος ὁ βραχίων... ἀλλ' ὀστοῦν βραχίονος μὴ διατηροῦν περὶ αὐτὸ σάρκα, ἤ δέρμα, καθὼς τὸ ὲν Κερκύρᾳ σεπτὸν λείψανον τοῦ Ἁγίου.». Ο Κ. Βούλγαρης ζήτησε σχετικές προς το ι. λείψανο πληροφορίες και ο «Padre G. Galenzio, Scrittore Latino della Biblioteca Vaticana» εγγράφως τον βεβαίωσε, ότι έγγραφο δεν υπάρχει, αλλ’ ότι το λείψανο υπάρχει εκεί από της συστάσεως της Συναδελφότητας (των Φιλιππινών), «ποιεῖται δ[ε μνείαν αὐτοῦ ὁ Πάπας Παῦλος Ε΄ ἐν τῇ Βούλλᾳ δι' ἧς ἐπικυροῖ τῷ 1612 τοὺς κανόνας καὶ τὸν ὀργανισμὸν τῆς Συναδελφότητος τοῦ Ὀρατορίου (Congregazione dell' Oratorio)»
Ζητήσαμε και λάβαμε επίσημες πληροφορίες σχετικά προς το ι. αυτό λείψανο και φωτογραφία αυτού, αμφότερα δε και δημοσιεύομε. Το έγγραφο των πληροφοριών έχει ως εξής, εν μεταφράσει εκ του Ιταλικού:
«Εις τον κώδικα B. IV. 6 του Αρχείου της Συναδελφότητας του Οραταρίου της Ρώμης, τον τιτλοφορούμενο: «Έλεγχος της Εκκλησίας και του Σκευοφυλακίου (23) της S. ta MAria in Vallicella. 1806 » στην σελίδα 189 αναγράφεται: «Προσέτι ἥμισυς βραχίων τοῦ ἁγίου Σπυρίδωνος, φυλασσόμενος εἰς τὸν συνήθη τόπον τῶν Λειψάνων. Τοῦτο ἐδωρήθη ὑπὸ τοῦ Καρδιναλίου Baronio εἰς τὴν ἡμετέραν Ἐκκλησίαν, ὁ ὁποῖος εἶπεν καὶ ὡρκίσθη ὅτι ἔλαβεν ἀπὸ τὸν Πάπαν Κλήμεντα VIII, προερχόμενον ἐκ Κωνσταντινουπόλεως εἰς τὸν ρηθέντα Ποντήφικα κατὰ τὸν χρόνον τὸν ὁποῖον κατετσράφη ὑπὸ τοῦ Τούρκου ἡ Ἐκκλησία τῆς Κωνσταντινουπόλεως (24) διὰ νὰ τὴν μεταβάλῃ, πιστοποιῶν ὅτι ἐβεβαιώθη ὑπὸ τοῦ Ἀρχιεπισκόπου τῆς Κερκύρας, (25) ὅτι ἀπὸ τὸ Σῶμα τοῦ Ἁγίου Σπυρίδωνος ἐλλείπει μόνον εἷς βραχίων καὶ ὁ Μάρκελλος Ferro, Ρωμαῖος Ἱερεύς, μαρτυρεῖ ὅτι εὑρίσκεταο εἰς τὴν Κωνσταντινούπολιν ὅτε ἐστάλη ὅ ρηθεὶς βραχίων είς τὸν Πάπαν Κλήμεντα, (26) καὶ περὶ ὅλων αὐτῶν ἐγένετο συμβολαιογραφική πρᾶξις γραφεῖσα ὑπὸ τοῦ Δομηνίκου Amodei, Συμβολαιογράφου τοῦ Ἐπιτετραμμένου τῆς Camera, ὑπὸ ἡμερομηνίαν 11 Μαΐου 1606, ἡ ὁποία εὑρίσκεται εἰς τὸ ἡμέτερον Ἀρχεῖον φυλ. 469 βιβλ. Η. »
Γνωστοποιείται ότι η δωρεά εγένετο το 1606, ο καρδ. Baronio απεβίωσε το 1607 και ο έλεγχος συνετάγη το επόμενο έτος.
Επισυνάπτεται φωτογραφία του λειψάνου.
Τούτο το λείψανο εκτίθεται πάντοτε, κατά την επέτειο της εορτής, επί ενός αλταρίου της S. Maria in Vallicella και διαπιστούται ότι, κατ'έτος, προσέρχονται να το προσκυνήσουν Έλληνες εκ Κερκύρας, οι οποίοι γνωρίζουν ότι το λείψανο τούτο ανήκει εις τον προστάτη των.
Ο Αρχειοφύλαξ
P, Carlo Gasbarri d. O.» (27)
«Γνωστὸν ἔστω ὑμῖν, φίλοι μου γνήσιου καὶ πνευματικοί ἀδελφοί, ὅτι μετὰ τὴν ἐμὴν ἐκ τοῦ σώματος ἐκδημίαν τε καὶ ὰποβίωσιν πολλῇ δόξῃ Κύριος στεφανώσει τὴν μνήμην καὶ τῷ αὐτοῦ πνεύματι κινουμένη πᾶσα ἡλικία ἀνθρώπων παλαιῶν τε καὶ μέσων καὶ νέων τὴν τῆς ἐμῆς τελευτῆς ἡμέραν ἐτησίως ἐπιτελέσει ἐν τῷ τάφῳ ἔνθα τὸ ἐμὸν μέλλει κατατίθεσθαι σῶμα, κἀγὼ δὲ λαμβάνων παρρησίαν παρὰ τοῦ φιλανθρώπου Θεοῦ καὶ δεσπότου μεταδὼσω τούτοις ὧν ἔλαβον χαρισμάτων» (28) Τους λόγους αυτούς τοποθετεί εις το στόμα του ιερού Σπυρίδωνος ο Επίσκοπος της Πάφου Θεόδωρος, εκ των πραγμάτων δε αποδεικνύεται ότι δεν βράδυνε των προφητικών εκείνων λόγων η εκπλήρωσης.
Η έναρξη της λατρευτικής τιμής του Αγίου Σπυρίδωνος δεν πρέπει να τοποθετηθεί αργότερα από το πρώτο ήμισυ του Ε΄ αιώνα (29) Το επίθετο «Ἄγιος» αναφερόμενο για πρώτη φορά εις τον Σπυρίδωνα, βρίσκεται εις τον τίτλο της σχετικής ειδήσεως του Σωζομενού (περί το 450)· «διήγησις περὶ τοῦ ἁγίου Σπυρίδωνος καὶ περὶ τῆς αὐτοῦ μετριοφροσύνης καὶ καταστάσεως» (30)
Όπως ήταν φυσικό η λατρευτική τιμή του ημετέρου Αγίου αναπτύχθηκε κατ’ αρχάς εις την ιδιαίτερη πατρίδα του την Κύπρο και μάλιστα εις την Τριμυθούντα, όπου διετέλεσε επίσκοπος και όπου μέχρι και τον Ζ΄ αιώνα υπήρχε το ιερό του Λείψανο. Ο βιογράφος του Αγίου, επίσκοπος Πάφου Θεόδωρος αναφέρει ότι κατά το έτος 655, η εορτή του αγίου Σπυρίδωνος τελέσθηκε μεγαλοπρεπώς. Κατά την ιερά σύναξη ο Πάφου ανέγνωσε την βιογραφία του, η οποία προκάλεσε μεγάλη χαρά «τοῖς τὴν φιλόχριστον πόλιν Τριμιθοῦντα οἰκοῦσιν καὶ πᾶσιν τοῖς συναχθεῖσαν ἐν τῇ μνήμῃ τοῦ σεβασμίου πατρός» (31). Στην εορτή παρέστησαν εκτός από τον Πάφου και άλλοι πέντε επίσκοποι (32). Κατά την εόρτιο ημέρα της μνήμη του Σπυρίδωνος ελάμβανε χώρα. τουλάχιστον από τον Ζ΄ αιώνα , και εμποροπανήγυρης (33)
Εις την Κωνσταντινούπολη η μνήμη του ιερού Σπυρίδωνος εορτάζεται μεγαλοπρεπώς κατά τους Θ΄ - Ι΄ αιώνες, όταν συντέθηκε το Συναξάρι της Μεγάλης Εκκλησίας. Η σχετική είδηση αναφέρει: «Τελεῖται δὲ ἡ αὐτοῦ σύναξις ἐν τῷ σεπτῷ ἀποστολείῳ τοῦ ἀγίου Πέτρου, τῷ συγκειμένῳ τῇ μεγάλῃ ἐκκλησίᾳ» (34). Εις τον Παρισινό Κωδ. 1578 προστίθεται: «καὶ ἐν τοῖς ἁγιοῖς ἀποστόλοις, ἔνθα νῦν κατάκειται», Εις δε τον Παρισ. 1594: «τελεῖται δὲ ἡ αὐτοῦ σύναξις... καὶ ἐν τῇ γυναικείᾳ μονῇ τῇ οὔσῃ πλησίον τῆς μονῆς τοῦ Φιάνθρώπου, ἔνθα καὶ τὸ ἄγιον αὐτοῦ σῶμα κατάκειται» (35) Κατά την εόρτιο ημέρα της μνήμης του (12 Δεκεμβρίου), το ιερό Λείψανο εξετίθονταν προς τους πιστούς, εις προσκύνηση. Εις την τελετή, η οποία τελούνταν επίσημα προεξάρχοντος του Πατριάρχη μετέβαινε και ο αυτοκράτορας με όλους τους αξιωματούχους του κράτους.
Εις την Κέρκυρα, ως είναι φυσικό, η μνήμη του αγίου Σπυρίδωνα τελείται μεγαλοπρεπώς και επί τριήμερο, από την 11 δηλαδή μέχρι και της 13 του μηνός Δεκεμβρίου. Μετά το έτος 1456 και προϊόντος του χρόνου, προστέθηκαν και άλλες εορτές, εις ανάμνηση θαυμάτων του Αγίου. Έτσι η Κέρκυρα πανηγυρίζει την 13 Ιουλίου, ημέρα επέτειον του θαύματος της ομματώσεως τυφλού τινός Θεοδώρου εξ Ανατολής, το τριήμερον 11, 12 και 13 Αυγούστου, επέτειο της απαλλαγής της νήσου από της τουρκικής απειλής κατά το 1716, και την 12 Νοεμβρίου, εις ανάμνηση της δια θαύματος ματαιώσεως της εγκαθιδρύσεως εις τον Ναό του Αγίου λατινικού θυσιαστηρίου. Ευνόητο είναι ότι πανηγυρίζει και κατά τις ημέρες των λιτανειών του σεπτού Σκηνώματος. Αποτέλεσμα των πολλών εορτών εις τιμή του αγίου Σπυρίδωνος είναι και η δημιουργία πολλών ασματικών Ακολουθιών οι οποίες αποτελούν ευμεγεθή τόμο (39).
Εξωτερική αργυρή λάρνακα των ιερών λειψάνων του Αγίου Σπυρίδωνος, διακοσμημένη με σμάλτα. Στο επάνω μέρος της λάρνακας αναγράφει: «Κατεσκευάσθη ἐν Βιέννῃ τῆς Αὐστρίας / ἐν ἔτι 1867 / Ζήλῳ καί προθυμίᾳ τοῦ Κτίτορος (sic) / Αἰδεσιμωτάτου Ἱερομονάχου Κόμητος Γεωργίου Βούλγαρη / Μεγάλου Πρωτοσυγγέλου (sic) Κερκύρας / Ἐπιτροπεύοντος / τοῦ Εὐγενοῦς Κυρίου Ἠλία Βασιλάκη» (Πηγή: Arte Bizantina e Post-Bizantina a Corfu. Monumenti, Icone, Cimeli, Civilta.Corfu 1994, σελ. 176)
Η λαμπρότητα και το πάνδημο του εορτασμού εν Κέρκυρα, της μνήμης και των θαυμάτων του ιερού Πολυούχου εκφράζονται ζωηρά εις τους ενθουσιώδης λόγους του εγκωμιαστή του Αγίου, Αξέξανδρου Τριβόλι - Πιέρι, οι οποίοι ανταποκρίνονται απολύτως εις την πραγματικότητα. «Τὶ ἄξιον θέαμα·» γράφει «τόση συνδρομή· τόσον πλῆθος λαοῦ· ὁ εἶς ὑπὸ τοῦ ἄλλου ὠθούμενος, νὰ στενοχωρῆται, καὶ νὰ συνθλὶβεται· τὸ στράτευμα ὅλον, καὶ αὐτό, ἐν πάσῃ τῇ δόξῇ αὐτοῦ, ἔνοπλον, καὶ ἐν παρατάξει· Κωδώνων τερποκροτούντων ἀλλαλαγμοί, σαλπίγγωντε, καὶ τυμπάνων· ὀργάνων ποικιλοφθόγγων εὐήχωντε καὶ τερπῶν τερπναὶ εὐφραίνουσ΄ ἁρμονίαι. Κρότοι, κτύπου, καὶ βρονταὶ πυροβόλων, διά τε γῆς, καὶ θαλάσσης· πόλις, στόλος, ἄστυ, προάστεια, ν' .απτουσιν ὅλα, καὶ νὰ βροντοῦν λαμπαδουχούντων, ὧν οὐκ ἔστιν ἀριθμός, προηγουμένωντε, καὶ ἑπομένων· Ἱερεῖς, λαμπρᾷ τῇ στολῇμ, ἐν ὕμνοις, ᾠδαῖς, καὶ ᾄσμασι, δοξολογοῦντες, νὰ προπορεύωνται· καὶ οὐ μόνον οἱ ἔντιμοι, καὶ εύγενεῖς, οὐ μόνον οἱ πλέον ἔγκριτοι, καὶ ἐν ἀξίαις, ἀλλὰ καὶ αὐτοὶ οἱ Κρατοῦντες, (40) ἐν δόξῃ παραγενόμενοι, καὶ αὐτοὶ λέγω, αἰδοῖ, καὶ εὐλαβείᾳ, λαμπαδουχοῦντες (41) καὶ αὐτοὶ νὰ ἀκολουθοῦσι, καὶ νὰ ποιοῦν οὔτω, πλέα ἔνδοξον, ἐπιφανῆ, καὶ τηλαυγεστάτην τὴν δορυφορίαν, καὶ τὴν παράταξιν. ὢ δόξα· ὢ ἀσύγκριτα, ἐν παντὶ καιρῷ, τοῦ Σπυρίδωνος μεγαλεῖα.» (42)
Το ιερό λείψανο του αγίου και θαυματουργού Σπυρίδωνα, εκτίθεται τρεις φορές το χρόνο σε προσκύνηση ως εξής: 1. Κατά την επέτειο της μνήμης του, από της 11:00 ώρας της 11 Δεκεμβρίου, μέχρι της 16:00΄ της 13 του ίδιου του μηνός (43).
Προτίθεται δε το σεπτό Σκήνωμα όρθιο εις την κρυστάλλινη θήκη του, επί θρόνου ηυτρεπισμένου και μεγαλοπρεπούς, ο οποίος τοποθετείται εις την νότια πύλη του εικονοστασίου του Ναού, την πύλη δηλαδή η οποία οδηγεί κατά τις υπόλοιπες ημέρες εις την κρύπτη του ιερού Λειψάνου. Την λαμπρότητα του θρόνου Του επιστρέφει και συμπληρώνει μέγα αργυρό διάδημα, αφιέρωμα της Μαρίας χήρας Covachevich (44)
Έχει ήδη σημειωθεί ότι η αφθαρσία του σεπτού Σκηνώματος του ιερού Σπυρίδωνος αποτελεί εκδήλωση της θείας Παντοδυναμίας, είναι δηλαδή θαύμα και ως τέτοιο προκάλεσε δια μέσου των αιώνων, εξακολουθεί δε, ως είναι φυσικό, να προκαλεί τον θαυμασμό των ανθρώπων. Ημέτεροι δε και ξένοι σοφοί δεν παρέλειψαν κατά καιρούς να αφήσουν γραπτές τις εκδηλώσεις του θαυμασμού τους.
Ο λόγιος και διαπρεπής πατριάρχης Ιεροσολύμων Νεκτάριος (1661 - 1669) σημειώνει σχετικά: «…πρόκειται καὶ ἐν ἡμῖν Σπυρίδων κατὰ Κέρκυραν ὁ θαυματουργὸς ὡς ἔμπνους, σώζων καὶ τὰς σάρκας μέχρι καὶ νῦν (ἀπὸ χιλίων τριακοσίων που ἑτῶν) ἔχων ἁπαλάς, καὶ ψηλαφόμενος τοῖς προσιοῦσι, προσκυνῆσαι μᾶλλον καὶ θαυμάζειν» (45). Επίσης ο Ρωμαιοκαθολικός αποστολικός πρωτονοτάριος Αββάς Don Lorenzo Miniati γράφει: «(τοῦ ἀγ. Σπυρίδωνος) τὸ σῶμα διατηρεῖται τὴν σήμερον (1163) τοσούτῳ ζωηρὸν καὶ χλωρόν, ὥστε ἐγγιζομένου τοῦ σαρκώδους μέρους τῆς κνήμης αὐτοῦ, ὑποχωρεῖ τοῦτο τῷ δακτύλῳ καὶ ἐπανέρχεται εἴτα ἐν τῇ θέσει του, μολονότι εἶχε ζήσει ὲπὶ τῆς ἐποχῆς τῆς Α΄ ἐν Νικαίᾳ Συνόδου». (46)
Ο Αλέξανδρος Τριβόλις - Πιέρις έκθαμβος αναφωνεί: «ἰδοὺ ὁ Σπυρίδων ὑπερυψούμενος, καὶ ὑπὲρ πάντας τοὺς ἀπ’ αἰῶνος κακοιμημένους ἁγίους δεδοξασμένος παρὰ τοῦ Θεοῦ εἰς τὸν κόσμον. Ἰδοὺ ὁ Σπυρίδων, ἔπειτα ἀπὸ τόσους καὶ τόσους ἀιῶνας, σῶος ὡς οὐδεὶς ἄλλος ποτὲ εἰς τὰ ὄματα τοῦ κόσμου. Ὦ θαῦμα θαυμάτων· Καὶ ποῦ εἶστε, ὦ φιλόσοφοι, ἔμπειροι εἰς τὰ τῆς φύσεως, καὶ ἐπιστήμονες νὰ τὸν ἰδῆτε, καὶ νᾶ φρίξετε; νὰ τὸν ἰδῆτε, λέγω, σῶον ἔτι, καὶ ἀνελλιπῆ· νὰ ἔχῃ ὅλα του τὰ μέλη, οὐ μόνον τὰ πλέον ἄνικμα, καὶ στερεά, ἀλλά καὶ τὰ πλέον ὑγρά, καὶ λεπτά. Τὰ χείλη, λέγω, τήν γλῶσσαν, καὶ αὐτὰ τὰ ὄμματα, μέλη τά πλέον εὔφθαρτα, ἄφθαρτα, καὶ νὰ σώζεται ἔτι εἰς ὅλα, ὦ θαῦμα. Καὶ αὐτὸ τὸ ἐλαστικόν; ποῦ εἶστε, λέγω, τοιοῦτον, ἢ μᾶλλον εἰπεῖν τηλικοῦτον, νὰ τὸν ἰδῆτε, καὶ νὰ φρίξετε; καὶ ποῦ εἶναι τὸ ἕκαστον ἐξ ὧν συντίθεται, εἰς αὐτὰ καὶ διαλύεται; Πῶς ο Σπυρίδων ἀνώτερος ἀπὸ τοὺς ὅρους τῆς φύσεως; Καὶ πόθεν εἰς τὸν Σπυρίδωνα τὸ ἐξαίρετον τοῦτο; » (47)
Ο σοφός, όσο και ο ευσεβής, Κερκυραίος Εμμανουήλ Θεοτόκης (1777 - 1837) μεταξύ άλλων γράφει τα εξής: «Τὸ σῶμα τοῦ ἁγ. Σπυρίδωνος εἶναι διὰ τοὺς φυσικοὺς (ἐπιστήμονας) ἀντικείμενον δικαίας περιεργείας. Μαλακὸν καὶ ἐλαστικόν, θὰ ἔλεγε τις ὅτι εἶναι εὐδιάπνευστον καὶ συγχρόνως συμπαγές, ἀδιάλυτον καὶ ἄφθαρτον. Τὰ προεξέχοντα μέρη τοῦ προσώπου του πλατύνονται καὶ ἀνορθοῦνται, καθόσον προσκρούουν, κατὰ τὸ μᾶλλον ἣ ἧττον εἰς τὸ κρύσταλλον τῆς θήκης, ὅπου εἶναι τοποθετημένον ὅρθιον, ὅταν τὴν μεταφέρουν ἐν λιτανείᾳ ἐντὸς τῆς πόλεως… Αὐτὰ τὰ γεγονότα τὰ ὁποῖα φαίνονται νὰ παραβαίνουν τοὺς κοινοὺς νόμους τῆς φυσικῆς, εἶναι ἐπίσης ἀναντίρρητα καὶ εὔκολον νὰ πιστοποιηθοῦν» (48)
Εις την δόξα του θρόνου του, ατενίζοντας ο ευσεβής προσκυνητής το σεπτό Σώμα του Αγίου, δια μέσου των αιώνων μέχρι την σήμερον εύκαμπτο, ακέραιο, διαρθωμένο και όρθιο, δεν μπορεί παρά να επαναλάβει το εύστοχο επίγραμμα του επισκόπου Ικονίου Ματθαίου Καρυοφύλλου, «Εἰς τὸ ὑπερφυές Λείψανον τοῦ Θαυματουργικοτάτου Σπυρίδωνος» (49)
ΕΚΚΛΗΣΙΑ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου